Έτος Θεοτοκόπουλου το 2014




Έργο του Θεοτοκόπουλου, ίσως αυτοπροσωπογραφία.
Έτος Θεοτοκόπουλου κηρύχθηκε το 2014 από το υπουργείο Πολιτισμού με αφορμή τη συμπλήρωση 400 ετών από το θάνατο του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου.

Στα πλαίσια της παραπάνω απόφασης προγραμματίζεται σειρά εκδηλώσεων από διάφορους φορείς του ΥΠΠΟΤ. Το τελικό πρόγραμμα θα καταρτιστεί από επταμελή οργανωτική επιτροπή με πρόεδρο την γενική γραμματέα του υπουργείου κυρία Λίνα Μενδώνη καθώς και τους: Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Άγγελο Δεληβοριά, διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, Νίκο Σταμπολίδη, διευθυντή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, Ευγενία Χαλκιά, διεύθυντρια του Βυζαντινού Μουσείου, Ντένη Ζαχαρόπουλο, καλλιτεχνικός διευθυντή του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και Νίκο Χατζηνικολάου, επίτιμο μέλος Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών.


Έργα των περίφημων εικονογράφων της ονομαζόμενης σήμερα Κρητικής Σχολής.

Τελειότητα στην εργασία και ακρίβεια στο σχέδιο. Ευγένεια και ήθος στην έκφραση των προσώπων. Οι στάσεις συγκρατημένες, οι συνθέσεις να διακρίνονται για την οργάνωση και την ισορροπία τους και οι χρωματικοί συνδυασμοί σε απόλυτη αρμονία. Οι ιστορικοί της τέχνης συμφωνούν όταν πρόκειται να μιλήσουν για τους ζωγράφους της βενετοκρατούμενης Κρήτης. Αυτοί οι περίφημοι εικονογράφοι που από τον 14ο ως τον 17ο αιώνα άσκησαν την τέχνη τους σε ένα ιδιόμορφο πολιτισμικό περιβάλλον, το οποίο καθοριζόταν εν πολλοίς από την κυριαρχία των Βενετών, ήταν οι δημιουργοί μιας ξεχωριστής φυσιογνωμίας στην τέχνη, της ονομαζόμενης σήμερα Κρητικής Σχολής. Και μέσα από αυτό το κοινωνικό, πολιτικό και κυρίως καλλιτεχνικό πλαίσιο, στο οποίο συνυπήρχαν οι δύο παραδόσεις- της Ανατολής και της Δύσης-, θα ξεπηδούσε στα μέσα του 16ου αιώνα η μεγάλη μορφή του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Αυτή την περίοδο στην οποία ζυμώθηκαν κατά θαυμαστό τρόπο τα στοιχεία της παλαιολόγειας παράδοσης της Κωνσταντινούπολης με εκείνα της δυτικής
Έργα του, τα δύο φύλλα ενός τριπτύχου της ιταλικής περιόδου του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, συγκεκριμένα η «Βάπτιση του Χριστού»που ανήκει στον Δήμο Ηρακλείου, και η «Προσκύνησις των Ποιμένων»που βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο Queen΄s στο Κingston του Οντάριο, καθώς θεωρείται μάλιστα ότι αποτελούσαν αρχικώς τμήματα του ίδιου έργου, η πρώιμη εικόνα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου «Η Κοίμησις της Θεοτόκου», η οποία σπανίως ταξιδεύει μακριά από τον ομώνυμο ναό της Ερμούπολης Σύρου, καθώς και ένα όψιμο έργο του Εl Greco από την περίοδο της διαμονής του στην Ισπανία- «Η Στέψη της Θεοτόκου».
Τέσσερις εικόνες από τη συλ λογή του Μουσείου Ερμιτάζ και συγκεκριμένα η «Πιετά»,η «Ανάσταση και το Μη Μου Απτου»,η «Παναγία Νικοποιόςμε τους αγίους Αθανάσιο, Σπυρίδωνα, Μαρίνα και Ρόκο»και ο «Αγιος Δημήτριος του Δονάτου Βιτζαμάνου». Εργα τα οποία από το 1930, όταν εντάχθηκαν στη συλλογή του μουσείου.
Διαπιστώνουμε την ανάπτυξη ενός διαλόγου ανάμεσα στους ζωγράφους της Κρητικής σχολής και τη Δύση. Σταυροδρόμι πολιτισμών τότε, η Κρήτη προσπαθούσε να συγκεράσει τα ρεύματα της Αναγέννησης με τη βυζαντινή τέχνη.
Οι μελετητές του Γκρέκο παραλείπουν συχνά την πρώιμη περίοδο της δημιουργίας του. Είναι η Κρητική περίοδος (1541-1566), τότε που ο καλιτέχνης, γέννημα θρέμμα ορθοδόξων Χριστιανών του Χάνδακα, πρωτεύουσας της ενετοκρατούμενης Κρήτης, εργάστηκε στον απόηχο της βυζαντινής παράδοσης.
Ακολουθούν η Ιταλική περίοδος (1566-1577) και η Ισπανική (1577-1614). Πώς μπορεί, όμως, κάποιος να κατανοήσει την πορεία του, αν του διαφεύγει ότι ώς τα 25 του χρόνια βρισκόταν υπό την επιρροή του όψιμου βυζαντινού πολιτισμού της Κρήτης και ότι έβλεπε γύρω του βενετσιάνικα έργα; Ήδη, από τότε έπρεπε να συγκεράσει την Ανατολή και τη Δύση, τον βυζαντινό και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Τα πρώτα έργα της μύησής του στην τέχνη της αγιογραφίας, όπως είναι η «Κοίμηση της Θεοτόκου» από τον ναό της Παναγίας στην Ερμούπολη της Σύρου (το πρώτο σωζόμενο με την υπογραφή του) και ο Ευαγγελιστής Λουκάς που ζωγραφίζει τη Βρεφοκρατούσα Παναγία (Μουσείο Μπενάκη). Επίσης έργα του από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης. Ανάμεσά τους «Η ταφή του Χριστού» και η «Στέψη της Θεοτόκου», που αγοράστηκε από το Ίδρυμα «Ωνάση»



Η Κοίμησις της Θεοτόκου, έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου

Ο διάλογος
«Οι ζωγράφοι των εργαστηρίων της Κρήτης του 15ου και 16ου αιώνα ήταν φημισμένοι για την ικανότητά τους να φιλοτεχνούν εικόνες όχι μόνο σύμφωνα με το βυζαντινό ύφος αλλά και σύμφωνα με δυτικά πρότυπα»λέει η ίδια. «Αν και ο διάλογος της βυζαντινής με τη δυτική τέχνη είχε μακρά ιστορία ήδη από την παλαιολόγεια περίοδο, οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν στη βενετοκρατούμενη Κρήτη έπαιξαν αναμφίβολα αποφασιστικό ρόλο στη βαθύτερη εξοικείωση των Κρητικών καλλιτεχνών με την εικονογραφία και το ύφος της δυτικής τέχνης, ιδιαίτερα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453»προσθέτει η κυρία Δρανδάκη, η οποία είναι επιμελήτρια της Βυζαντινής Συλλογής του Μουσείου Μπενάκη.
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, από τον 14ο ως το τέλος του 15ου αιώνα 130 ζωγράφοι εργάζονταν στον Χάνδακα- σημερινό Ηράκλειο-, ενώ τον 16ο αιώνα αναφέρονται 150. Κατά τα βυζαντινά πρότυπα μάλιστα ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, όπως συνέβαινε και με τους άλλους επαγγελματίες, ονομάζονταν δε « Σχολή Αγίου Λουκά των ζωγράφων ή «Αδελφότητα του Αγίου Λουκά των ζωγράφων», δηλαδή ήταν αφιερωμένοι στον ευαγγελιστή, ο οποίος ήταν κατά την παράδοση ομότεχνός τους. Αλλωστε και αυτοί ως απλοί επαγγελματίες αντιμετωπίζονταν καθώς δεν φαίνεται να κατείχαν ιδιαίτερη θέση στην κοινωνία της εποχής.

Οι ζωγράφοι
Ο Άγγελος, ο Ανδρέας Ρίτζος και ο γιος του Νικόλαος, ο Ανδρέας Παβίας και ο Νικόλαος Τζαφούρης ήταν οι σημαντικότεροι ζωγράφοι του 15ου αιώνα, ενώ σε αυτούς πρέπει να προστεθούν κατά τον 16ο αιώνα ο Ευφρόσυνος, ο Θεοφάνης, ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Νικόλαος Κλόντζας και άλλοι. Κύριο μέσο της έκφρασής τους ήταν η εικόνα, αντικείμενο ευλάβειας που εξυπηρετούσε την ιδιωτική αλλά και τη δημόσια ευσέβεια, βρίσκοντας τη θέση της τόσο σε εκκλησίες και μοναστήρια όσο και σε σπίτια. Είναι γνωστό μάλιστα ότι πολλοί πλούσιοι αστοί ή ευγενείς του Χάνδακα στόλιζαν με εικόνες τους χώρους εργασίας ή τις οικίες τους, κατέχοντας συχνά ολόκληρες συλλογές.
Έλληνες και Βενετοί της Κρήτης, αστοί, ευγενείς ή χωρικοί, χριστιανοί και καθολικοί, ιδιώτες ή εκκλησίες ήταν οι παραγγελιοδότες των εικόνων. Χωρίς να λείπουν οι παραγγελίες και από άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου αλλά και του μεσογειακού. Και όπως είναι φυσικό ο παραγγελιοδότης καθόριζε, σε μεγάλο βαθμό, την εικονογραφία των έργων. Οσο για τους δημιουργούς, από μια εποχή και μετά έχοντας πλέον επίγνωση του ταλέντου τους, τα υπέγραφαν και όταν επρόκειτο να ταξιδέψουν μακριά από την Κρήτη, πρόσθεταν περήφανα δίπλα στο όνομά τους τις λέξεις «de Candia».

Η Δύση
Η ιδιαίτερη ικανότητα των κρητικών ζωγράφων, αυτή που δημιούργησε τον ξεχωριστό χαρακτήρα τους αλλά και διεύρυνε την πελατεία τους ήταν η συνέχιση της βυζαντινής κληρονομιάς και ταυτόχρονα η αφομοίωση στοιχείων της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Αλλά πώς τη γνώρισαν; Βασική «πηγή» τους ήταν τα καθολι κά μοναστήρια και οι εκκλησίες του Χάνδακα όπου υπήρχαν έργα σημαντικών βενετών ζωγράφων, ακόμη και φλαμανδών. Από τον 16ο αιώνα, εξάλλου, η δυτική τέχνη φθάνει στην Κρήτη και με τα χαρακτικά έργα που σημειώνουν ευρεία διάδοση. Δημιουργίες ευρωπαίων καλλιτεχνών έμπαιναν και χάρη στη χαμηλή τιμή τους σε κάθε σπίτι, ενώ τα θέματά τους δεν ήταν μόνο θρησκευτικά αλλά και κοσμικά.
Μέσα σε αυτή την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα και στον συγκερασμό δύο κόσμων θα γεννηθεί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Δεν ξεπήδησε από το πουθενά, αντίθετα αναδείχθηκε πρώτος μέσα από ένα ζωντανό καμίνι δημιουργίας τριών και πλέον αιώνων.


«Η στέψη της Θεοτόκου» του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου

Ο δάσκαλος
Άγνωστος παραμένει ακόμη και σήμερα ο δάσκαλος του νεαρού Δομήνικου Θεοτοκόπουλου που γεννήθηκε το 1541 σε μία μάλλον εύπορη οικογένεια του Χάνδακα. Σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, όμως, θα πρέπει αυτός ο δάσκαλος να ήταν ένας από τους καλύτερους της πόλης. Πόσο μάλλον που οι εικόνες του, όπως λένε οι ειδικοί, παρουσιάζουν συνάφειες με έργα του Θεοφάνη, του Μιχαήλ Δαμασκηνού και ιδιαιτέρως του Γεωργίου Κλόντζα, ο οποίος ήταν εκφραστής και της βυζαντινής και της δυτικής τεχνοτροπίας. Το βέβαιο είναι ότι ο Δομήνικος αναφέρεται από το 1563 ως «μαΐστρος» στον Χάνδακα, σύμφωνα με έγγραφο που βρίσκεται στα Αρχεία της Βενετίας. Ενα άλλο έγγραφο εξάλλου που χρονολογείται τρία χρόνια αργότερα, αναφέρει ότι ο ζωγράφος θέλησε να πουλήσει μία εικόνα του- το «Πάθος Κυρίου»- αντί 70 χρυσών δουκάτων, τιμή πολύ υψηλή για νέο καλλιτέχνη. Θεωρείται μάλιστα ότι τα χρήματα από την πώληση αυτής ακριβώς της εικόνας αξιοποιήθηκαν από τον Θεοτοκόπουλο προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα για την εγκατάστασή του στην Ιταλία το 1568 ή και νωρίτερα.

Σήμερα όλοι αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα των πρώτων χρόνων μαθητείας και εργασίας του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου στην Κρήτη και τη σημασία τους για τη μετέπειτα εξέλιξή του.

ΠΗΓΗ: αρχαιολογία on line

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέρεται ότι: Το χαγιάτι στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τούρκικο

Το άλογο κοιμάται όρθιο!