Στον ουρανό με τη «Στέλλα»
Ο ηθοποιός που έπαιξε δίπλα στη Μελίνα στο φιλμ του Μιχάλη Κακογιάννη, εμφανίστηκε σε πολλές ιστορικές ταινίες και διατήρησε την ταπεινότητα και την ευγένειά του, έσβησε χθες το απόγευμα στα 86 του .
Ο Γιώργος Φούντας στις ταινίες «Αργά για δάκρυα», «Πυρετός στην άσφαλτο», «Το κάθαρμα», και «Στέλλα» με τη Μελίνα Μερκούρη
«Φύγε, Στέλλα, κρατάω μαχαίρι». Η διασημότερη ατάκα στην ιστορία του ελληνικού σινεμά του ανήκει. Αν την εκμεταλλεύτηκε; Ποτέ. Το υλικό που ήταν φτιαγμένος μοιάζει σπάνιο και μάλλον δυσεύρετο στις μέρες μας. Ο ακέραιος άντρας που σέβεται τις αρχές του, δεν κρύβει τις αδυναμίες του, ξέρει να μετανιώνει και γεμάτος πάθος φτάνει έως το τέλος για να αντιμετωπίσει τα σωστά και τα λάθη του, με αίσθηση δικαιοσύνης. Βρέθηκε στην κορυφή του σταρ σύστεμ κι όμως παρέμεινε απλός. Φλέρταρε με την προοπτική μιας διεθνούς καριέρας, αλλά ποτέ δεν έδειξε να τον ενδιαφέρει μια πρόταση του Μπίλι Γουάιλντερ ή ένας ρόλος του Τζέιμς Μποντ (κι ας ήταν ο ένας από τους δύο που θα τον κέρδιζε), που θα τον υποχρέωναν να περάσει τον Ατλαντικό.
Πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 50 ταινίες (πολλές από τις οποίες έγραψαν Ιστορία και κέρδισαν διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ), βραβεύτηκε, βρέθηκε στο επίκεντρο του ελληνικού σινεμά για περίπου 20 χρόνια, αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς, κι όμως διατήρησε την ταπεινότητα, την ακεραιότητα και την ευγένειά του. Αυτός ήταν ο Γιώργος Φούντας. Ενας καλλιτέχνης που επέλεξε να μιλάει μόνο μέσα από τη δουλειά του, που απέφευγε τους εντυπωσιασμούς και τα φώτα της δημοσιότητας. Ενας καλλιτέχνης που έζησε αθόρυβα κι έφυγε το ίδιο σιωπηλά χθες το απόγευμα στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, σε ηλικία 86 ετών. Στο πλευρό του, καθ’ όλη την περιπέτεια της υγείας του, βρισκόταν η πολυαγαπημένη του σύζυγος Χρυσούλα Ζώκα και ο γιος του Πάνος.
Γεννημένος το 1924, ο Γιώργος Φούντας ήταν παιδί επταμελούς οικογένειας που ήρθε από το χωριό για να ζήσει στη Ριζούπολη. Τελειώνοντας το Δημοτικό εργάζεται στο γαλατάδικο του πατέρα του, αλωνίζοντας με ένα ποδήλατο την Αθήνα. Φοιτά στο νυχτερινό σχολείο, παίζει μποξ και ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ. Η ηθοποιία δεν του είχε περάσει από το μυαλό, αν και η κινούμενη εικόνα τον γοητεύει. Γι’ αυτό και παίρνει μέρος στην οντισιόν (1943) για μικρούς ρόλους και φιγούρες κομπάρσων στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Χειροκροτήματα», όπου κερδίζει έναν μικρό ρόλο. Αυτό είναι και το βάπτισμα του πυρός στη μεγάλη οθόνη. Ομως η υποκριτική ήρθε ως αποτέλεσμα του... «θυμού» που είχε ανάγκη να εκτονώσει όταν δύο φίλοι του, σε αντίπαλα στρατόπεδα, σκοτώνονται στον Εμφύλιο.
Φαντάρος πραγματοποιεί την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στο «Νυφιάτικο τραγούδι» του Νότη Περγιάλη, χάρη στον αγαπημένο του δάσκαλο Αιμίλιο Βεάκη. Ακολουθεί το «Μίστερ Ρόμπερτς» με τον Κώστα Μουσούρη - σκαστός πάλι από το «Χασάνι», το τότε αεροδρόμιο όπου υπηρετούσε. Αρχές του 1951 συναντά τον Φίνο και παίζει στη «Νεκρή πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη και την ίδια χρονιά στο «Πικρό ψωμί» του Γρηγόρη Γρηγορίου. Με τη «Μαύρη γη» (1952) του Στέλιου Τατασόπουλου δείχνει τον προσανατολισμό του, ότι τον αφορά ένα σινεμά με κοινωνικό προβληματισμό και λαϊκό προσανατολισμό, αλλά όχι για την εύπεπτη ψυχαγωγία. Το 1954 πρωταγωνιστεί σε πέντε ταινίες, με πιο ξεχωριστή τη «Μαγική πόλη» του Νίκου Κούνδουρου και της Μαργαρίτας Λυμπεράκη.
Η «Στέλλα» αποτελεί σταθμό στην καριέρα του. Με τον Μιχάλη Κακογιάννη συνεργάζεται ξανά στο «Κορίτσι με τα μαύρα». Τη διετία 1957-58 πρωταγωνιστεί σε ακόμα τέσσερις ταινίες, μεταξύ των οποίων η «Λίμνη των πόθων» με την Τζένη Καρέζη.
Πρωταγωνιστής αξιόλογων ταινιών που μιλούν για κοινωνικά ζητήματα, με τολμηρή ενίοτε γλώσσα, ο Γιώργος Φούντας στα πρώτα χρόνια του ‘60 έχει μεταβληθεί σε λαϊκό ίνδαλμα. Αν και οι προτάσεις έρχονται η μία πίσω από την άλλη, εκείνος δύσκολα λέει «ναι», ενώ κάθε του εμφάνιση προκαλεί αίσθηση στις αίθουσες και στο νεόκοπο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ξεχωριστή χρονιά ήταν το 1963, όταν τα «Κόκκινα φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη και του Αλέκου Γαλανού φτάνουν ένα βήμα πριν από το Οσκαρ Ξένης Ταινίας (το χάνουν από το «8 ½» του Φελίνι). Το 1966, χρονιά ιστορική για τον θεσμό του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, πρωταγωνιστώντας στις ταινίες «Με τη λάμψη στα μάτια» και «Ο Ψαρόγιαννος», βάζει σε δίλημμα την Κριτική Επιτροπή για το Βραβείο Ερμηνείας. Τελικά βραβεύεται και για τις δύο - για την πρώτη από την Επιτροπή και για τη δεύτερη από την Ενωση Κριτικών. Τον επόμενο Σεπτέμβρη η κρίση της Επιτροπής είναι πιο εύκολη. Ο Φούντας παίρνει για δεύτερη φορά το Βραβείο Ερμηνείας, στην ταινία «Πυρετός στην άσφαλτο».
Η κηδεία του θα γίνει την Τρίτη, στις 11 π.μ., στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Η λεβεντιά του Μίλτου
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί άλλη Στέλλα εκτός από τη Μελίνα Μερκούρη. Ούτε, όμως, άλλον Μίλτο στο πλευρό της Στέλλας, εκτός από τον Γιώργο Φούντα. Το «θηρίο» που της ταίριαζε στην κορμοστασιά και τη λεβεντιά, που απέδωσε τη σκηνή με το μαχαίρι στην ομώνυμη ταινία άριστα. Με την αμεσότητα και τη δύναμη της ερμηνείας του ο Γιώργος Φούντας εκτοξεύτηκε στο κινηματογραφικό στερέωμα. Η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955) γίνεται σημείο αναφοράς, ορόσημο και σήμα κατατεθέν. Ο Γιώργος Φούντας ξανασυναντά τη Μελίνα Μερκούρη στο «Ποτέ την Κυριακή». Τον Μάη του ‘60 στις Κάνες η Μελίνα παίρνει το Βραβείο Ερμηνείας, που πέντε χρόνια νωρίτερα δεν κατόρθωσε να πιάσει στα χέρια της, και μαζί με τον Φούντα, τον Χατζιδάκι, τον Ζαμπέτα και άλλους στήνουν αυτοσχέδιο λαϊκό πάλκο και ένα γλέντι που όμοιό του το φεστιβάλ δεν έχει ξαναζήσει.
Το κοινό τον λάτρεψε
Από την πρώτη φορά που βγήκε στο πανί το κοινό τον λάτρεψε. Εκείνος όμως δεν δίστασε να τσαλακώσει την εικόνα του κι από καλό παιδί στη «Μαγική πόλη» να γίνει απόβρασμα, προδότης και νταβατζής. Το κοινό μίσησε τον Μάνο στο «Κάθαρμα» και περιφρόνησε τον Μιχαήλο στα «Κόκκινα φανάρια».
Αντιγόνη Καράλη
ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου