Η δική μου Πόλη - Η δική μου Αλεξάνδρεια

Πέτρος Μάρκαρης - Αντρέ Ασιμάν


Του Μανώλη Πιμπλή
Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια. Απροσδόκητες διαδρομές δύο συγγραφέων και δύο πολυπολιτισμικών πόλεων στις οποίες αυτοί γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, ξέροντας να μεταδώσουν με ακρίβεια το διαχρονικό άρωμά τους
«Μια πόλη την αναγνωρίζεις και την αγαπάς από τις μυρουδιές της», λέει ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης. «Γι΄ αυτό και το Ντύσελντορφ λ.χ. δεν μου λέει τίποτα. Γιατί δεν μυρίζει τίποτα». Ποιο είναι όμως το άρωμα πόλεων όπως η Κωνσταντινούπολη και η Αλεξάνδρεια; Ποιες είναι οι αλήθειες και ποιοι οι μύθοι γύρω από «πολυφορεμένες» στην εποχή μας λέξεις, όπως πολυπολιτισμικότητα και κοσμοπολιτισμός; Συνήθως αυτοί που προφέρουν τέτοιες λέξεις δεν ξέρουν τίποτα γι΄ αυτές. «Αν δεν το έχεις ζήσει δεν μπορείς να το καταλάβεις», λέει ο Μάρκαρης. Αντίθετα τόσο ο ίδιος, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πόλη, όσο και ο Αντρέ Ασιμάν, συγγραφέας και καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια, τα έχουν ζήσει αυτά στο πετσί τους. Ξέρουν ότι κοσμοπολίτικες πόλεις δεν σημαίνουν αναγκαστικά εχθρότητα, ούτε όμως και αναγκαστικά αρμονική συνύπαρξη, ξέρουν ότι υπήρξαν τυχεροί γιατί έγιναν εσωτερικά πιο πλούσιοι, αλλά και άτυχοι γιατί συχνά ορθώθηκαν αξεπέραστα εμπόδια και συμφορές μπροστά τους.

Ο Πέτρος Μάρκαρης θυμάται, λ.χ., ότι στο σχολείο ήταν ερωτευμένος με ωραίες Τουρκάλες προς τις οποίες δεν διανοήθηκε ποτέ να εκδηλωθεί. Θυμάται επίσης ότι μια ηλικιωμένη Τουρκάλα, πολύ αργότερα, ήταν αυτή που έσωσε τον πατέρα του από τα Τάγματα Εργασίας. Ο Αντρέ Ασιμάν θυμάται ότι στο αγγλικό σχολείο της Αλεξάνδρειας που πήγαινε ήταν ο μόνος Εβραίος. Κάτι που σήμαινε συχνούς προπηλακισμούς. «Εχω φάει ξύλο, κι ας μην υπήρξα ποτέ πραγματικός Εβραίος», λέει. «Δεν ξέρω ούτε τα εβραϊκά έθιμα ούτε έχω πίστη σε Θεό. Ούτε πηγαίνω συχνά σε συναγωγές- σε χριστιανικές εκκλησίες πηγαίνω δέκα φορές συχνότερα. Αλλά στο αγγλικό σχολείο που πήγαινα στην Αλεξάνδρεια ήταν υποχρεωτικά τα αραβικά. Και θυμάμαι που έπρεπε να μάθω ένα αραβικό ποίημα στο οποίο ο Εβραίος παρουσιαζόταν με πολύ μελανά χρώματα, οπότε εκ των πραγμάτων αισθάνθηκα εκείνη την ώρα Εβραίος. Βέβαια ξέρω και το άλλο. Οτι στην Αλεξάνδρεια δεν είχα ποτέ φίλους Αιγύπτιους. Οι φίλοι μου ήταν όλοι Ευρωπαίοι. Οταν κάποτε έκανα μια γιορτή στο σπίτι, ο πατέρας μου, μου ζήτησε να καλέσω και δύο- τρεις Αιγύπτιους, για λόγους πολιτικής- επί της ουσίας δεν τον ένοιαζε- και δεν είχα κανέναν να καλέσω».

Τους δύο συγγραφείς, που γράφουν πολύ διαφορετικά πράγματα, τους ενώνουν αρκετά. Μίλησαν για κάποια από αυτά, το βράδυ της Τετάρτης, σε μία αποκαλυπτική εκδήλωση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, μιλούν τώρα και στα «ΝΕΑ», μεταδίδοντας το πάθος τους, κάποτε και τη σχέση αγάπης- μίσους με τη γενέθλια πόλη. Τους ενώνει για παράδειγμα το γεγονός ότι ξεκίνησαν μια καριέρα από χώρες που δεν ήταν από καμία άποψη πατρίδα τουςο Μάρκαρης έκανε το πρώτο «μπαμ» στη Γερμανία, ο Ασιμάν στις ΗΠΑ- αλλά τους ενώνουν, απροσδόκητα, και δύο γυναίκες: οι ελληνίδες... νταντάδες τους.

«Πήγα προ ημερών, γιατί ταξιδεύω συχνά στην Κωνσταντινούπολη, σε ένα ελληνικό εστιατόριο στο Μόδι, που βρίσκεται στην ασιατική πλευρά», λέει στα «ΝΕΑ» ο Πέτρος Μάρκαρης. «Είναι ο περίφημος Κώτσιος, που ήταν πάντα ξακουστός στην Πόλη για τον μπουγλαμά, δηλαδή το ψάρι στον ατμό. Εφαγα πράγματι το γνωστό καταπληκτικό ψάρι που κάνουν εκεί. Και ρώτησα: καλά, ζει ακόμα ο Κώτσιος; Και μου λένε πως έχει πεθάνει, αλλά η τουρκική οικογένεια που αγόρασε το μαγαζί κράτησε όλους τους υπαλλήλους που ήξεραν τα μυστικά της κουζίνας του. Ετσι δημιουργήθηκε η συνέχεια. Η κουζίνα είναι ένα σημείο στο οποίο καταλαβαίνει κανείς πώς λειτουργεί ο κοσμοπολιτισμός. Υπάρχει η αντίληψη ότι οι κοινότητες ζούσαν στην Πόλη, και ζουν γενικά σε τέτοιου είδους πόλεις, ως παράλληλες κοινωνίες. Αυτό είναι κατ΄ αρχήν σωστό, αλλά δεν είναι απαραίτητα αρνητικό φαινόμενο. Και το γεγονός ότι δεν ζουν ακριβώς μαζί, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αλληλεπίδραση. Αυτό φαίνεται καθαρά στην κουζίνα. Αυτό που ονομάζουμε “πολίτικη κουζίνα”, είναι στην πραγματικότητα πολυεθνική. Εχει βυζαντινές ρίζες, αλλά όλοι έβαλαν τον οβολό τους: Ρωμιοί, Αρμεναίοι, Εβραίοι, Τούρκοι. Οι Τούρκοι στην αρχή δεν ήξεραν, μετά έμαθαν και συνέβαλαν και αυτοί. Αυτήν τη στιγμή, στην Πόλη, υπερισχύουν τα κεμπάπ και η πολίτικη κουζίνα βρίσκεται σε υποχώρηση. Τη βρίσκεις λιγότερο και σε λιγότερο καλή ποιότητα. Ο λόγος είναι ότι ήρθαν πολλοί από την Ανατολία και ότι χάθηκαν οι μειονότητες. Οι Ρωμιοί και οι Αρμένηδες είχαν διδάξει Τούρκους, αυτοί δίδαξαν την επόμενη γενιά αλλά σιγά σιγά μειώνονται αυτοί που μπορούν να διδάξουν τους επόμενους.


Η Πόλη ήταν μια πόλη μειονοτήτων και μάλιστα μειονοτήτων της Ανατολής. Θα ήταν πολύ διαφορετική, ας πούμε, αν υπήρχαν και πραγματικές μειονότητες από τη Δύση. Εκεί ακόμη και οι Τούρκοι ήταν μια μειονότητα, σε σχέση με τους Τούρκους της υπόλοιπης Τουρκίας. Και τώρα καταλαβαίνουν και το λένε, ότι χάνοντας τις μειονότητες, η Πόλη έχασε την ψυχή της. Χάθηκε η κουλτούρα που παράγουν οι μειοψηφίες».

Πολύ ενδιαφέρον έχει το πώς συστήνεται ο Αντρέ Ασιμάν, συγγραφέας, μεταξύ άλλων του βραβευμένου αυτοβιογραφικού βιβλίου «Οut of Εgypt». Η οικογένειά του, παρότι αλεξανδρινή, προερχόταν και αυτή από τη Μικρά Ασία:

Η Αίγυπτος; Ενα λάθος
«Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αλλά δεν είμαι Αιγύπτιος. Γεννήθηκα σε τουρκική οικογένεια αλλά δεν είμαι Τούρκος. Με έστειλαν σε βρετανικά σχολεία στην Αίγυπτο αλλά δεν είμαι Βρετανός. Η οικογένειά μου πήρε ιταλική ιθαγένεια και έμαθα να μιλάω ιταλικά αλλά η μητρική γλώσσα της μητέρας μου είναι τα γαλλικά. Για πολλά χρόνια, ως παιδί, ζούσα με την παραπλανητική ιδέα ότι ήμουν ένα γαλλάκι το οποίο, όπως όλοι όσοι γνώριζα στην Αίγυπτο, θα πήγαινε σύντομα πίσω στη Γαλλία. «Πίσω» στη Γαλλία ήταν ήδη ένα παράδοξο αφού στην πραγματικότητα, κανείς από τους κοντινούς μου συγγενείς δεν ήταν Γάλλος ούτε είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στη Γαλλία. Αλλά η Γαλλία- και το Παρίσι- ήταν το ψυχικό μου σπίτι, το φαντασιακό μου σπίτι, και θα παραμείνει αυτό σε όλη μου τη ζωή, ακόμη και αν, μετά από τρεις μέρες στη Γαλλία, δεν βλέπω την ώρα να φύγω. Ούτε ένα κομματάκι από μένα δεν είναι γαλλικό». Και συνεχίζει: «Είμαι Αφρικανός ως προς τον τόπο γέννησης, όλοι στην οικογένειά μου είναι από τη Μικρά Ασία, και ζω στην Αμερική. Και παρόλο που έζησα στην Ευρώπη για μια περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών χρόνων, θεωρώ τον εαυτό μου βαθιά, ανεκρίζωτα Ευρωπαίο. Βέβαια, δεν είμαι παρά ένας κατά φαντασίαν Ευρωπαίος. Ξόδεψα τα πρώτα 14 χρόνια της ζωής μου στην Αίγυπτο κάνοντας όνειρα και πλάθοντας στη φαντασία μου τη ζωή στην Ευρώπη. Ανήκα στην Ευρώπη. Η Αίγυπτος, όσο με αφορά, ήταν απλά ένα λάθος που έπρεπε να διορθωθεί. Αν μια μέρα του Νοεμβρίου οι έρημες παραλίες της Αλεξάνδρειας έμοιαζαν να ανήκουν σε μένα αποκλειστικά, και σε κανέναν άλλον στον πλανήτη, ό,τι χρειαζόμουν ήταν μια αυταπάτη: η αυταπάτη ότι αυτή η παραλία δεν ήταν στην Αίγυπτο αλλά στην Ευρώπη, και κατά προτίμηση στην Ελλάδα. Πράγματι, όποτε έβλεπα ένα ωραίο ελληνικό ή ρωμαϊκό άγαλμα στην Αίγυπτο, σκεφτόμουν αυτόματα την Ελλάδα, όχι ένα ελληνικό άγαλμα στην Αίγυπτο. Ενα ελληνικό άγαλμα στην Αίγυπτο απλώς περίμενε να το πάρουν πίσω στη σωστή του θέση στην Αθήνα, έστω και αν η σωστή θέση για ένα ελληνιστικό άγαλμα ήταν στην πραγματικότητα όχι η Αθήνα, αλλά η Αλεξάνδρεια. Αυτή όμως η διαστρεβλωμένη ματιά ήταν που
Η «πολίτικη κουζίνα» είναι στην πραγματικότητα πολυεθνική.
Εχει βυζαντινές ρίζες
μου επέτρεψε να ζήσω στην Αίγυπτο. Τα συναισθήματά μας ήταν κατά βάση ένα αντίγραφο ενός πρωτοτύπου που μας περίμενε στην Ευρώπη. Οτιδήποτε αλεξανδρινό ήταν μία μιμητική εκδοχή κάποιου πράγματος αυθεντικά ευρωπαϊκού. Οταν πια γνωρίσαμε πραγματικά την Ευρώπη, καταλάβαμε ότι η αυθεντική μας πατρίδα ήταν η Αλεξάνδρεια. Που δεν θα ξαναβρίσκαμε ποτέ».

Η οικογένεια του Αντρέ Ασιμάν τα έχασε όλα, αντίθετα από του Πέτρου Μάρκαρη, που δεν καταστράφηκε οικονομικά από τους διωγμούς. Ο Ασιμάν ήταν 14 ετών όταν η οικογένειά του πήγε στην Ιταλία, και 19 όταν εγκαταστάθη καν οριστικά στις ΗΠΑ. «Ο πατέρας μου, που στην Αλεξάνδρεια ήταν ένας πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας, δεν συνήλθε ποτέ μετά τη φυγή. Επί σαράντα χρόνια πέθαινε. Η μητέρα μου, που είχε στη διάθεσή της υπηρέτες και μαγείρους, έγινε στην Ιταλία εκείνη υπηρέτρια και μαγείρισσα. Ηταν κωφή και συχνά ξεχνούσε να κλείσει τις βρύσες. Αυτό στην Αλεξάνδρεια δεν ήταν πρόβλημα, γιατί υπήρχαν υπηρέτες. Στην Ιταλία πλημμυρίζαμε συχνά. Θυμάμαι που την είδα, μια φορά, να στύβει ένα μουσκεμένο χαλί, ύστερα από ένα επεισόδιο όπου πάλι είχε ξεχάσει να κλείσει τη βρύση. Ηταν γονατισμένη, έστυβε το χαλί και έκλαιγε. Τότε κατάλαβα πόσο αμετάκλητη ήταν η απώλεια».

Και αυτό, παρόλο που η ιστορία της Αλεξάνδρειας δεν είναι ανάλογη με της Κωνσταντινούπολης, που υπήρξε πρωτεύουσα δύο αυτοκρατοριών. «Η Αλεξάνδρεια ήταν μια πολύ μικρή πόλη, που μεγάλωσε ξαφνικά μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν άρχισαν να εισρέουν πλούσιοι Ευρωπαίοι», λέει ο Αντρέ Ασιμάν. «Η περίοδος της δόξας της δεν ξεπέρασε τα 50-70 χρόνια».

Οι ελληνίδες νταντάδες
Οι νταντάδες ήταν σημαντικά πρόσωπα και για τους δύο συγγραφείς. Ο Πέτρος Μάρκαρης, που επί πολλά χρόνια απέφευγε να γράψει μυθιστόρημα με επίκεντρο την Πόλη, το κατάφερε όταν αποφάσισε να κάνει πρωταγωνίστρια την νταντά του, τη Μαρία Χάμπαινα, οπότε είχε τον τρόπο να γράψει για την Πόλη μέσα από τα δικά της μάτια. Κάπως έτσι προέκυψε το «Παλιά, πολύ παλιά». Ο Αντρέ Ασιμάν είχε και αυτός ελληνίδα νταντά, και την έλεγαν επίσης Μαρία. Τη φώναζαν Μαντάμ Μαρί. Ξέρει ακόμα κάποια ελληνικά, γιατί πέρα από τη νταντά, τα ελληνικά ήταν μία από τις γλώσσες του σπιτιού. Πάντως τη Μαντάμ Μαρί... δεν τη συμπαθούσε καθόλου. «Η Μαντάμ Μαρί μού μιλούσε άσχημα, με έβριζε. Η μόνη στιγμή που διασκεδάζαμε μαζί της, ήταν στο φαγητό. Τα παιδιά δεν τρώγαμε με τους γονείς, τρώγαμε με την νταντά και τους υπηρέτες. Εκεί η Μαρί τσακωνόταν με έναν μουσουλμάνο υπηρέτη, για το ποια θρησκεία είναι η καλύτερη. Με τον καιρό κατάλαβα ότι το πιο σημαντικό είναι να έχεις μια κριτική διάθεση και μια αίσθηση ειρωνείας απέναντι στην ίδια σου την καταγωγή και τις παραδόσεις. Φίλοι μου, έκτοτε, γίνονται μόνο άνθρωποι που μπορούν να υπερβούν τις προκαταλήψεις. Που μπορούν να αστειεύονται με την ίδια τους την κοινότητα, με την ίδια τους τη θρησκεία».
Οτιδήποτε αλεξανδρινό ήταν μία μιμητική εκδοχή κάποιου πράγματος αυθεντικά ευρωπαϊκού



Οταν γνωρίσαμε πραγματικά την Ευρώπη, καταλάβαμε ότι η αυθεντική μας πατρίδα ήταν η Αλεξάνδρεια. Που δεν θα ξαναβρίσκαμε ποτέ
Τώρα καταλαβαίνουν ότι χάνοντας τις μειονότητες, η Πόλη έχασε την ψυχή της.
Χάθηκε η κουλτούρα που παράγουν οι μειοψηφίες

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέρεται ότι: Το χαγιάτι στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τούρκικο

Το άλογο κοιμάται όρθιο!