Εργα αξίας χωρίς τιμή πώλησης
Ν. Γ. Ξυδακης
Η αγορά έργων τέχνης επί μακρόν εκινείτο σε οικοτεχνικό επίπεδο και με τζίρο πολύ μικρό σε σχέση με άλλους τομείς καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Δύο είναι οι κύριες πηγές πώλησης: οι γκαλερί και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Οι μεν γκαλερί αντιπροσωπεύουν δικούς τους, ζώντες ή εκλιπόντες καλλιτέχνες, και διαθέτουν απόθεμα (depos) έργων• εκ παραλλήλου, διενεργούν και δευτερογενές εμπόριο, διακινώντας παλαιά έργα προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές, κληρονομιές, ανταλλαγές κ.λπ.
Εως τη δεκαετία του ’90, τα έργα διεκινούντο χωρίς πολλές φορολογικές διατυπώσεις, χωρίς δελτία αποστολής, και πολλές πωλήσεις διεξάγονταν χωρίς τιμολόγια. Σταδιακά, η κατάσταση έχει εξομαλυνθεί και πολλά έργα, τουλάχιστον από τις σοβαρές γκαλερί, διακινούνται και πωλούνται με παραστατικά. Με πλήρη παραστατικά διακινούνται τα έργα και μέσω των οίκων δημοπρασιών.
Η κατάσταση παραμένει ανεξέλεγκτη στον χώρο των ανεξάρτητων ντίλερ: έργα μεγάλης αξίας διακινούνται χωρίς παραστατικά, σε πορτ-μπαγκάζ πολυτελών αυτοκινήτων, από αποθήκες προς επαύλεις. Χωρίς παραστατικά ή με υποτιμολογήσεις πωλούνται συχνά και τα έργα από τα ατελιέ καλλιτεχνών απευθείας στους συλλέκτες. Οι συλλέκτες, συνήθως άνθρωποι μεγάλης οικονομικής επιφάνειας, δεν χρειάζονται παραστατικά εφόσον δεν μπορούν να τα περάσουν στα ατομικά έξοδά τους, εκτός κι αν τα έργα πρόκειται να ενταχθούν σε εταιρική συλλογή, οπότε απαιτείται πραγματικό τιμολόγιο. Το τιμολόγιο αυτό το εκδίδει συνήθως η γκαλερί ή ο ντίλερ που αντιπροσωπεύει τον καλλιτέχνη.
Μια σημαντική παράμετρος που διευκολύνει τη διακίνηση μαύρου χρήματος και τη φοροδιαφυγή είναι η ανυπαρξία επίσημων αξιολογήσεων και εκτιμήσεων των έργων τέχνης ως κινητών περιουσιακών στοιχείων. Το κενό αυτό δυσχεραίνει και τον προσδιορισμό φόρου κληρονομιάς, σε σχέση με έργα τέχνης: τα έργα μπορούν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως άνευ αξίας και δεν συνιστούν φορολογικά τεκμήρια. Οι αξίες μπορούν να οριστούν μόνο εμμέσως και μόνο από εκπαιδευμένους και έμπειρους ελεγκτές (που βέβαια δεν υπάρχουν ούτε προβλέπονται...), βάσει τιμών που επιτυγχάνονται στις δημοπρασίες, είτε βάσει των τιμών πώλησης στις εκθέσεις, επί των οποίων πάντως γίνεται γενναία έκπτωση.
Η αγορά έργων τέχνης επί μακρόν εκινείτο σε οικοτεχνικό επίπεδο και με τζίρο πολύ μικρό σε σχέση με άλλους τομείς καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Δύο είναι οι κύριες πηγές πώλησης: οι γκαλερί και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Οι μεν γκαλερί αντιπροσωπεύουν δικούς τους, ζώντες ή εκλιπόντες καλλιτέχνες, και διαθέτουν απόθεμα (depos) έργων• εκ παραλλήλου, διενεργούν και δευτερογενές εμπόριο, διακινώντας παλαιά έργα προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές, κληρονομιές, ανταλλαγές κ.λπ.
Εως τη δεκαετία του ’90, τα έργα διεκινούντο χωρίς πολλές φορολογικές διατυπώσεις, χωρίς δελτία αποστολής, και πολλές πωλήσεις διεξάγονταν χωρίς τιμολόγια. Σταδιακά, η κατάσταση έχει εξομαλυνθεί και πολλά έργα, τουλάχιστον από τις σοβαρές γκαλερί, διακινούνται και πωλούνται με παραστατικά. Με πλήρη παραστατικά διακινούνται τα έργα και μέσω των οίκων δημοπρασιών.
Η κατάσταση παραμένει ανεξέλεγκτη στον χώρο των ανεξάρτητων ντίλερ: έργα μεγάλης αξίας διακινούνται χωρίς παραστατικά, σε πορτ-μπαγκάζ πολυτελών αυτοκινήτων, από αποθήκες προς επαύλεις. Χωρίς παραστατικά ή με υποτιμολογήσεις πωλούνται συχνά και τα έργα από τα ατελιέ καλλιτεχνών απευθείας στους συλλέκτες. Οι συλλέκτες, συνήθως άνθρωποι μεγάλης οικονομικής επιφάνειας, δεν χρειάζονται παραστατικά εφόσον δεν μπορούν να τα περάσουν στα ατομικά έξοδά τους, εκτός κι αν τα έργα πρόκειται να ενταχθούν σε εταιρική συλλογή, οπότε απαιτείται πραγματικό τιμολόγιο. Το τιμολόγιο αυτό το εκδίδει συνήθως η γκαλερί ή ο ντίλερ που αντιπροσωπεύει τον καλλιτέχνη.
Μια σημαντική παράμετρος που διευκολύνει τη διακίνηση μαύρου χρήματος και τη φοροδιαφυγή είναι η ανυπαρξία επίσημων αξιολογήσεων και εκτιμήσεων των έργων τέχνης ως κινητών περιουσιακών στοιχείων. Το κενό αυτό δυσχεραίνει και τον προσδιορισμό φόρου κληρονομιάς, σε σχέση με έργα τέχνης: τα έργα μπορούν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως άνευ αξίας και δεν συνιστούν φορολογικά τεκμήρια. Οι αξίες μπορούν να οριστούν μόνο εμμέσως και μόνο από εκπαιδευμένους και έμπειρους ελεγκτές (που βέβαια δεν υπάρχουν ούτε προβλέπονται...), βάσει τιμών που επιτυγχάνονται στις δημοπρασίες, είτε βάσει των τιμών πώλησης στις εκθέσεις, επί των οποίων πάντως γίνεται γενναία έκπτωση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου