Τάσης Παπαϊωάννου :«Η αγωνία μου ως αρχιτέκτονα είναι τι κληροδοτώ στους επόμενους»

Του Σπυρου Γιανναρα

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ. Ξεκίνησε ως περιήγηση στην έκθεση «Δ. Ησαΐας - Τ. Παπαϊωάννου. 30 χρόνια αρχιτεκτονικής δημιουργίας» στο Μουσείο Μπενάκη και κατέληξε σ’ ένα απολαυστικό μάθημα αρχιτεκτονικής. Οσο μιλούσε ο Τάσης Παπαϊωάννου, τριγυρίζοντας για να αναδείξει μια διαδρομή από το ένα σχέδιο ή τη μακέτα στην επόμενη μέχρι την τελική φωτογραφία, ένιωθα την αγάπη του για την αρχιτεκτονική να ξεχειλίζει από μέσα του, βρίσκοντας διέξοδο στη διδασκαλία. Ξεκίνησα ισχυριζόμενος ότι μια έκθεση αρχιτεκτονικής είναι σχήμα οξύμωρο, καθώς είναι αδύνατο να εκτεθεί το τελικό έργο. «Γι’ αυτό και με τον Δημήτρη Ησαΐα θελήσαμε να μεταφέρουμε στην έκθεση το γραφείο μας, δηλαδή τον τρόπο δουλειάς μας. Την πορεία από τα σκίτσα της πρώτης ιδέας, που σιγά σιγά παίρνουν μορφή, γίνονται σχέδια προοπτικά, μακέτες». Δεν είναι κάτι παρωχημένο; «Η μακέτα είναι η τρισδιάστατη παράσταση ενός τρισδιάστατου χώρου. Με τη μακέτα αντιλαμβάνεσαι το συγκεκριμένο και το όλον ταυτόχρονα». Χρειάζεται προπαίδευση για να δει κανείς μια έκθεση αρχιτεκτονικής; «Ο κόσμος στέκεται στη φωτογραφία για να καταλάβει ένα κτίριο. Ομως το αρχιτεκτονικό σχέδιο δεν έχει αφ’ εαυτού του κάποια αξία. Είναι το μέσον που σου επιτρέπει να συνομιλήσεις με τον τεχνίτη που θα φτιάξει το κτίριο». Περπατάμε και σχολιάζει τα ζωγραφικά σχέδια και τα ξύλινα γλυπτά που συμπληρώνουν την έκθεση. Αναρωτιέμαι αν ένα κτίριο μπορεί να εμπνεύσει έναν πίνακα ή το αντίστροφο. «Η αντίστροφη πορεία. Από το ζωγραφικό, το αφηρημένο προς το συγκεκριμένο. Πάντα ψάχνεις σ’ ένα αφαιρετικό, ιδεατό επίπεδο που σου δίνει στοιχεία για τη σύλληψη ενός κτιρίου». Περπατάει πάνω στις κατόψεις που έχουν τοποθετηθεί στο πάτωμα. «Οι κατόψεις είναι η οριζόντια προβολή του κτιρίου, το ίχνος του. Οι πρώτοι άνθρωποι δεν σχεδίαζαν επί τόπου και χαράζανε πάνω στη γη. Αυτόν τον καταγωγικό δεσμό θελήσαμε να υπογραμμίσουμε», συμπληρώνει. Εχουμε ξεπεράσει τη νοοτροπία του εργολάβου της δεκαετίας του ’70; «Μεγαλύτερη απαξίωση από τις μέρες μας δεν υπήρξε στην Ελλάδα. Το ’60 είχαμε τους περισσότερους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Δεν γινόταν δημόσιο κτίριο χωρίς να προκηρύξει το κράτος διαγωνισμό, δηλαδή να απευθυνθεί σε όλους τους αρχιτέκτονες. Στις μέρες μας δεν υπάρχουν διαγωνισμοί. Πέρασε η Ολυμπιάδα και δεν προκηρύχθηκε ούτε ένας για όλα αυτά τα έργα. Εγιναν όλα με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Από τους εργολάβους δηλαδή. Υπάρχει μεγαλύτερη απαξίωση από αυτό; Επίσης δεν χτίζονται πια δημόσια κτίρια π. χ. η εφορία τάδε στεγάζεται στη δείνα πολυκατοικία κ. λπ. Λείπουν τα εμβληματικά κτίρια που διαφοροποιούνται από τα ιδιωτικά. Πόλη είναι η κοινωνία των πολιτών, δηλαδή η Δημοκρατία, δηλαδή όλοι μας. Σήμερα δεν έχουμε δημοκρατία. Γιατί; Εγώ θα απαντήσω από τη δική μου την πλευρά. Γιατί δεν έχουμε δημόσια κτίρια». Το ότι γίνονται εκθέσεις δεν είναι σημάδι ότι η αρχιτεκτονική πάει καλά; «Η μεγάλη μου αγωνία ως αρχιτέκτονα και δασκάλου, είναι τι κληροδοτώ στους επόμενους.
Παρέλαβα κάτι πολύ σημαντικό από την προηγούμενη γενιά των πατεράδων μας και βλέπω ότι αυτό που παραδίδω είναι πολύ χειρότερο. Εχουμε ευθύνη μεγάλη. Γίνεται συζήτηση για τα παραδοσιακά, τα σύγχρονα κ. λπ. Δεν έχω εμμονή με την παράδοση, παρότι δεν χτίζω εν κενώ. Εάν πρόκειται να φτιάξω στη θέση του ένα εξαιρετικά καλύτερο κτίσμα, δεν θα με πείραζε ακόμα και να γκρεμίσω ένα νεοκλασικό. Το ερώτημα, όμως, είναι τι είναι αυτό που διαδέχεται το παλιό. Ενας τρόπος ζωής κατά πολύ πιο ανυπόφορος από εκείνον που αυτά τα σπίτια εξέφραζαν. Αυτό είναι το μεγάλο διακύβευμα. Η αρχιτεκτονική δεν είναι στυλ, αλλά χώρος ζωής, αυτό που ο Κωνσταντινίδης ονομάζει «δοχείο ζωής».
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέρεται ότι: Το χαγιάτι στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τούρκικο

Το άλογο κοιμάται όρθιο!