Τι ήταν το σχέδιο Μάρσαλ
Ονομάστηκε από εγχώρια και διεθνή Μέσα «νέο σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα». Οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ελληνικό χρέος παραπέμπουν στη χρηματοδοτική ανάσα που είχε λάβει η Ελλάδα και η Ευρώπη από τις ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μια ενίσχυση που από κάποιους θεωρήθηκε σωτηρία και από άλλους μέσο ελέγχου της πολιτικής του ελληνικού κράτους από τις ΗΠΑ - μια μορφή οικονομικής διπλωματίας και προάσπισης των αμερικανικών γεωπολιτικών συμφερόντων.
Στα ερείπια του πολέμου, σε μια Δυτική Ευρώπη που βρισκόταν αντιμέτωπη με τη φτώχεια και την ανεργία, οι Ηνωμένες Πολιτείες φοβούνταν ότι ο κομμουνισμός θα κέρδιζε ψηφοφόρους και τα ευρωπαϊκά κράτη θα περιέρχονταν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ενωσης.
«[…]το κύριο χαρακτηριστικό της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Σοβιετική Ένωση θα πρέπει να είναι μία υπομονετική αλλά σταθερή και άγρυπνη ανάσχεση (containment) των επεκτατικών τάσεων της […]».-George Kennan, Αμερικανός διπλωμάτης
Με τα λόγια αυτά δόθηκε το στίγμα της αμερικανικής πολιτικής που ακολουθήθηκε τα επόμενα χρόνια1. Στις 12 Μαρτίου του 1947 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν, αγορεύοντας στο Κογκρέσο, δεσμεύθηκε ότι η χώρα του θα παρείχε γενναία οικονομική ενίσχυση στα κράτη που θα επιθυμούσαν και θα «[…]αντιστέκονταν σε απόπειρες καθυπόταξης από οπλισμένες μειοψηφίες ή από ξένες πιέσεις[…]».
Οι θέσεις, αυτές, της αμερικανικής εξουσίας εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη δια μέσου του Σχεδίου Μάρσαλ. Επρόκειτο για οικονομική βοήθεια που χορηγήθηκε σε χώρες της Ευρώπης. Αποσκοπούσε αφενός στην τόνωση των οικονομιών τους, (που με σημαντικά δάνεια χρηματοδότησαν έτσι τις κατεστραμμένες από τον πόλεμο αγορές τους) και αφετέρου, εξυπηρετούσε άμεσα την αμερικανική εξωτερική πολιτική, που επιθυμούσε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να περιέλθουν οι χώρες αυτές, εξαιτίας ανέχειας, στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Η χορηγία της βοήθειας αυτής δεν έγινε με διμερείς διαδικασίες αλλά, με όρους που τέθηκαν από την Ουάσιγκτον. Αυτοί περιλάμβαναν την καταστολή των κομουνιστικών απειλών και την έμμεση περιστολή της ανεξαρτησίας των δικαιούχων κρατών, μιας και με όπλο το μπλοκάρισμα των πιστώσεων η αμερικανική ηγεσία μπορούσε να πιέσει τις κυβερνήσεις σε περίπτωση που αρνούνταν να ανταποκριθούν στις επιθυμίες της. Τον Ιούλιο του 1947 ιδρύθηκε η «Επιτροπή για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία» (OEEC), που αποσκοπούσε στη διαχείριση του Σχεδίου Μάρσαλ, ενώ το 1949 ακολούθησε η ίδρυση από τους Σοβιετικούς του «Συμβουλίου Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας (COMECON).
Πρώτοι παραλήπτες της βοήθειας που παρείχε το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν οι χώρες που κατά τη γνώμη της Αμερικανικής ηγεσίας κινδύνευαν άμεσα από την εξάπλωση του κομμουνισμού δηλαδή, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ήδη την ίδια περίοδο, δηλαδή αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, στην Ελλάδα, κομμουνιστές αντάρτες είχαν έρθει σε ένοπλη αντιπαράθεση ενάντια στην φιλομοναρχική κυβέρνηση η οποία υποστηριζόταν από τους Βρετανούς που διατηρούσαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στην χώρα. Στις 21 Φεβρουαρίου του 1947, όμως, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διέκοπτε κάθε βοήθεια στην Ελλάδα, αδυνατώντας να επωμιστεί το βάρος4. Η αμερικανική κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα, θεωρώντας ότι αν η Ελλάδα έπεφτε στα χέρια των κομμουνιστών, τότε όλη η Μέση Ανατολή και ένα μέρος της Βόρειας Αφρικής θα υπαγόταν στον έλεγχο της Μόσχας. Oι Αμερικανοί αντικατέστησαν τους Βρετανούς και η παρέμβαση τους αυτή κατέληξε στην επικράτηση της μοναρχικής κυβέρνησης τον Αύγουστο του 19495.
Με τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο έχουμε την απαρχή ενός αμερικανικού παρεμβατισμού που με πρόσχημα τον κομμουνιστικό κίνδυνο «πρόσφερε» την πλήρη συμπαράσταση, οικονομική και στρατιωτική σε οποιαδήποτε χώρα κινδύνευε να συμπεριληφθεί στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης6. Ο παρεμβατισμός αυτός καθόρισε, την αμερικανική εξωτερική πολιτική για τα επόμενα είκοσι χρόνια, ενώ παράλληλα αποτέλεσε και τον ακρογωνιαίο λίθο του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization ή NATO) που ιδρύθηκε στις 4 Απριλίου του 1949.
Ο όρος "Σχέδιο Μάρσαλ" εδραιώθηκε ως μεταφορική έννοια, οποιουδήποτε μεγάλης κλίμακας κρατικού προγράμματος, που έχει ως στόχο να λύσει ένα κοινωνικό πρόβλημα. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους Αμερικανούς φιλελεύθερους όταν ζητούν ομοσπονδιακή οικονομική κάλυψη για να διορθωθεί κάποια "αποτυχία" στον ιδιωτικό τομέα.
Η Ελλάδα εγκαινίαζε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου με τον Εμφύλιο και στην κατεχόμενη μεταπολεμική Γερμανία η βιομηχανική παραγωγή είχε πέσει στο ένα τρίτο σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Ο αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν με τον υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ αποφασίζουν το 1947 να χρηματοδοτήσουν οι ΗΠΑ την ανάκαμψη της Ευρώπης. Με το σχέδιο Μάρσαλ (επισήμως γνωστό ως Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανάκαμψης) δόθηκαν από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη πάνω από 13 δισ. δολάρια την εποχή εκείνη. Διαγράφηκε το προπολεμικό γαλλικό χρέος και λίγα χρόνια αργότερα μέρος και του γερμανικού. Οπως έχει γράψει ο Μαρκ Μαζάουερ, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, «ο Μάρσαλ είχε συνειδητοποιήσει ότι τα πραγματικά οφέλη της αποφασιστικής παρέμβασής του δεν ήταν ποσοτικά, αλλά κυρίως ψυχολογικά. Μονάχα η αυτοπεποίθηση που παρείχε μια ισχυρή κυβερνητική ηγεσία θα ήταν σε θέση να καθησυχάσει τις αγορές».
Συνολικά 16 κράτη (Ισλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Βρετανία, Δανία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Δυτική Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία) συμμετείχαν στο σχέδιο Μάρσαλ. Όπως δημοσιεύουν «Τα Νέα», την περίοδο 1948-1949 το πρώτο πακέτο ελληνικής ενίσχυσης φτάνει τα 175 εκατ. δολάρια. Συνολικά από το 1948 μέχρι και το 1951 η χώρα μας παίρνει 366 εκατ. δολάρια. Μεγαλύτερη ενίσχυση δόθηκε στις μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις της εποχής. Το ποσό που έλαβε η Γαλλία στη διάρκεια της τετραετίας ξεπέρασε τα δύο δισ. δολάρια, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο πήρε πάνω από 3 δισ.
Οι όροι της βοήθειας τέθηκαν από την Ουάσιγκτον. Στην Ελλάδα τη διαχείριση της οικονομικής ενίσχυσης ανέλαβε η Αμερικανική Οικονομική Αποστολή (AMAG) που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1947. Ο αρχηγός της αποστολής, Πολ Πόρτερ σε έκθεσή του είχε αναφερθεί στο πρόβλημα της ελληνικής γραφειοκρατίας και στα φαινόμενα διαφθοράς που είχαν διαβρώσει την πολιτική και επιχειρηματική ζωή του τόπου. Η AMAG υπέδειξε στην ελληνική κυβέρνηση τη λήψη σκληρών μέτρων. Επέτρεψε εισαγωγές βασικών αγαθών πρώτης ανάγκης και προώθησε την έκτακτη φορολόγηση εμπορικών και βιομηχανικών τάξεων. Τα έργα ανασυγκρότησης που άρχισαν μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου περιελάμβαναν αποκατάσταση των δρόμων, του σιδηροδρομικού δικτύου, των λιμανιών και της διώρυγας της Κορίνθου. Το δεύτερο κύμα επενδύσεων στόχευσε στην αναζωογόνηση της γεωργίας. Στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης με το σχέδιο Μάρσαλ το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν αυξήθηκε από 15% μέχρι και 25% την περίοδο της τετραετίας, ενώ η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 40% σε σύγκριση με την προπολεμική περίοδο.
Η οικονομική βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ διαιρέθηκε ανάμεσα στις συμμετέχουσες χώρες, βασισμένη στο "κατά κεφαλήν" εισόδημα. Περισσότερη ενίσχυση δόθηκε στις μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις, καθώς επικρατούσε η άποψη ότι η αποκατάστασή τους ήταν στοιχειώδης για την γενική αναβίωση της Ευρώπης. Ακόμη, περισσότερη "κατά κεφαλήν" βοήθεια δόθηκε στους Συμμάχους του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ λιγότερη δόθηκε σε αυτούς που αποτελούσαν τις Δυνάμεις του Άξονα, ή σε αυτούς που απλώς παρέμειναν ουδέτεροι. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την ενίσχυση του σχεδίου Μάρσαλ ανά χώρα και έτος (σε εκατομμύρια δολλάρια) από Το Σχέδιο Μάρσαλ Πενήντα Χρόνια Μετά. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη ομοφωνία όσον αφορά τα ακριβή ποσά, καθώς διάφοροι στοχαστές διαφωνούν στο ποια ακριβώς στοιχεία της Αμερικανικής βοήθειας εκείνη την περίοδο, ήταν μέρος του σχεδίου Μάρσαλ.
Οι πρώτοι ιστορικοί του σχεδίου Μάρσαλ το είδαν ως μία ολοκληρωτική επιτυχία της γενναιοδωρίας των Αμερικανών. Η κριτική όμως του σχεδίου Μάρσαλ, έγινε δημοφιλής σε ιστορικούς της ρεβιζιονιστικής σχολής, όπως ο Walter LaFeber, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Υποστήριζαν πώς το σχέδιο ήταν δείγμα του Αμερικανικού οικονομικού ιμπεριαλισμού και πώς αποτελούσε απόπειρα απόκτησης του ελέγχου της Δυτικής Ευρώπης, όπως ακριβώς οι Σοβιετικοί ήλεγχαν την Ανατολική. Όντας κάθε άλλο από γενναιόδωρο, οι κριτικοί του σχεδίου Μάρσαλ, υποστήριξαν πώς ήταν αποτέλεσμα των γεωπολιτικών στόχων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο οικονομολόγος Tyler Cowen, παρατήρισε πώς τα κράτη που έλαβαν την μεγαλύτερη "κατά κεφαλήν" ενίσχυση (Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία, Ελλάδα) είδαν τη μικρότερη ανάπτυξη ανάμεσα στα έτη 1947 και 1955, ενώ τα κράτη που έλαβαν την μικρότερη ενίσχυση (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία) αναπτύχθηκαν περισσότερο από τα υπόλοιπα. Πρέπει όμως να τονισθεί πως τα τελευταία ήταν και τα πιο κατεστραμμένα, άρα είχαν και τις μεγαλύτερες προοπτικές αποκατάστασης.
To 1942 η Επιτροπή Οικονομικής Ανάπτυξης ανέδειξε ένα επιστημονικό επιτελείο για το ομόλογο τμήμα του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων. Οι ιδρυτές ήταν διευθυντές των βιομηχανιών ατσαλιού και ηλεκτρισμού όπως και των αυτοκινητοβιομηχανιών της Αμερικής, οι οποίοι όφειλαν το κέρδος τους στην παραγωγή πολεμικού υλικού. Αντιμετωπίζοντας μια περίοδο ειρήνης, φοβήθηκαν πως θα ήταν υποχρεωμένοι να ανταγωνιστούν εταιρίες σε επίπεδο μιας ελεύθερης αγοράς. Τα οικονομικά συμφέροντα των εταιριών, συνέπεσαν με τα πολιτικά συμφέροντα του προέδρου Τρούμαν (τα οποία, ακόμα λαμβάνουν κριτικές ως τα υπαίτια ενός "μεγάλου κράτους") και έτσι δημιουργήθηκε μια συμμαχία μεταξύ κράτους και εταιριών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου