Η πολιτική συνείδηση ενός ταξιτζή
Του Θανάση Θ. Νιάρχου
ΟΣΟ δραματική ή τραγική και να είναι η κατάσταση που ζούμε, δεν έχεις παρά να κάνεις μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Οχι βέβαια για να ανακουφιστείς, αλλά για να διαπιστώσεις, εκ του συστάδην, μιαν άλλη μορφή δραματικότητας ή τραγικότητας, σε σχέση με εκείνες που σου υποβάλλουν και σου επιβάλλουν τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας. Προπαντός να συνομιλήσεις με αγνώστους σου ή με ανθρώπους με τους οποίους ευκαιριακά έρχεσαι σε επαφή μαζί τους - η πιο αξιόπιστη και ανεξάντλητη πηγή για το τι ακριβώς συμβαίνει.
Ο οδηγός του ταξί που μας παρέλαβε από περίπου το μέσον της Μιχαλακοπούλου, με προορισμό τον Χολαργό, άκουγε με τρομερή προσήλωση τις ειδήσεις ενός αθλητικού ραδιοφωνικού σταθμού για προσεχείς ποδοσφαιρικές συναντήσεις. Οταν στο τέλος της διαδρομής με πολλή ευγένεια τον ρωτήσαμε πώς είναι δυνατόν μετά τις αποκαλύψεις για τη διαφθορά και τις απάτες στο ποδόσφαιρο να μην αηδιάζει ακούγοντας τις σχετικές ειδήσεις μάς απάντησε με την ίδια ομολογουμένως ευγένεια: «Μα τι λέτε κύριε; Μόνο το ποδόσφαιρο είναι διεφθαρμένο; Δεν είναι διεφθαρμένη η πολιτική, δεν είναι διεφθαρμένη η Εκκλησία; Για μένα το ποδόσφαιρο είναι η ψυχαγωγία μου».
Συγκλονιστικότερη και αμεσότερη διατύπωση του προβλήματος που, συνολικώς ή μερικώς, αντιμετωπίζει αυτήν τη στιγμή η ελληνική κοινωνία θα ήταν αδύνατον να υπάρξει. Πρόκειται για μια βεβαιότητα που εκφράζει απολύτως και τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων. Γεγονός που σημαίνει ότι δέκα εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνονται ότι για να υπάρξουν χρειάζεται να διαφθαρούν το συντομότερο - αν δεν έχουν ήδη διαφθαρεί. Σε έναν κύκλο διαφθοράς που, είτε ως ενεργών πρωταγωνιστής είτε ως υποψήφιος κομπάρσος, δεν εξαιρείται κανείς σε σχέση με έναν ολόκληρο λαό η υπόθεση έχει τελειώσει. Ο άρρωστος έχει πεθάνει κι εμείς συζητάμε ακόμη για φάρμακα και γιατροσόφια.
Βλέπει κανείς στις εφημερίδες φωτογραφίες υπουργών, πολιτικών γενικότερα, με χαμόγελα, χειραψίες και εναγκαλισμούς με διεθνείς παράγοντες της πολιτικής ζωής ή και πρόσωπα βλοσυρά, σκοτεινά και ανόρεχτα να συζητούν με τους ίδιους παράγοντες και τα θεωρεί όλα τους προσανατολισμένα προς μια λύση, προς ένα μέλλον όπου κάτι θα έχει αλλάξει - προς το καλύτερο βέβαια. Τι ψευδαίσθηση! Οποτεδήποτε στην Ιστορία μια συνθήκη - όπως σ' εμάς αυτή της διαφθοράς - παρουσιαζόταν γενικευμένη, τα πράγματα δεν άλλαξαν παρά αφού προηγήθηκε πλήρης καταστροφή. Αν το συνειδητοποιούσαμε, δεν θα ήταν οι κινήσεις μας, ενώ πάμε προς την καταστροφή, τόσο σπασμωδικές και αλλοπρόσαλλες όπως, εκ των υστέρων, με αυτές ακριβώς τις ιδιότητες τις καταγράφει πάντα η Ιστορία. Ακριβώς όπως στη σοβαρή ασθένεια ενός αγαπημένου προσώπου χρειάζεται να πεθάνει για να καταλάβουμε ότι δεν κάναμε, όσο νοσούσε, το σωστό.
Αν τουλάχιστον υπήρχε μια σεβαστή μερίδα ανθρώπων που να αγανακτεί με τη διαφθορά και να εξεγείρεται και να μη δείχνει πρόθυμη να τον ποδηγετεί αυτή - όπως το εξέφρασε ως κάτι απολύτως φυσικό ο οδηγός του ταξί - ίσως τελικά κάτι να γινόταν. Αλλά να αναγνωρίζεις πως υπάρχει διαφθορά και ταυτόχρονα να καταναλώνεις τα προϊόντα της χωρίς να σου στοιχίζει τίποτε, αντίθετα να τα ταυτίζεις με μια μορφή ελευθερίας ή ψυχαγωγίας, πρόκειται σαφέστατα για μια επίγεια κόλαση. Μέσα σε ένα κλίμα όπου ο μεγαλοαπατεώνας ενεργεί εκ του ασφαλούς και, προπαντός, πως ό,τι και να αποκαλυφθεί εις βάρος του θα διασκεδαστεί λόγω της σύγχυσης που δημιουργούν τα μέσα επικοινωνίας ενώ ο μικροαπατεώνας δεν πρόκειται να ησυχάσει αν δεν εξελιχθεί σε μεγαλοαπατεώνα, η επίκληση του κοινού περί δικαίου αισθήματος είναι απλώς ένα άλλοθι.
Και τα οποιαδήποτε μέτρα για να αλλάξει ή να εξυγιανθεί μια γενικευμένη συνθήκη διαφθοράς παίρνουν τη μορφή μιας εκδίκησης προς ανθρώπους που αισθάνονται ακόμη στα κράσπεδα ενός συστήματος, στην κορυφή του οποίου δεσπόζει ο απόλυτα διεφθαρμένος αξιωματούχος της πολιτικής, θρησκευτικής, αθλητικής και οικονομικής ζωής.
ΟΣΟ δραματική ή τραγική και να είναι η κατάσταση που ζούμε, δεν έχεις παρά να κάνεις μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Οχι βέβαια για να ανακουφιστείς, αλλά για να διαπιστώσεις, εκ του συστάδην, μιαν άλλη μορφή δραματικότητας ή τραγικότητας, σε σχέση με εκείνες που σου υποβάλλουν και σου επιβάλλουν τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας. Προπαντός να συνομιλήσεις με αγνώστους σου ή με ανθρώπους με τους οποίους ευκαιριακά έρχεσαι σε επαφή μαζί τους - η πιο αξιόπιστη και ανεξάντλητη πηγή για το τι ακριβώς συμβαίνει.
Ο οδηγός του ταξί που μας παρέλαβε από περίπου το μέσον της Μιχαλακοπούλου, με προορισμό τον Χολαργό, άκουγε με τρομερή προσήλωση τις ειδήσεις ενός αθλητικού ραδιοφωνικού σταθμού για προσεχείς ποδοσφαιρικές συναντήσεις. Οταν στο τέλος της διαδρομής με πολλή ευγένεια τον ρωτήσαμε πώς είναι δυνατόν μετά τις αποκαλύψεις για τη διαφθορά και τις απάτες στο ποδόσφαιρο να μην αηδιάζει ακούγοντας τις σχετικές ειδήσεις μάς απάντησε με την ίδια ομολογουμένως ευγένεια: «Μα τι λέτε κύριε; Μόνο το ποδόσφαιρο είναι διεφθαρμένο; Δεν είναι διεφθαρμένη η πολιτική, δεν είναι διεφθαρμένη η Εκκλησία; Για μένα το ποδόσφαιρο είναι η ψυχαγωγία μου».
Συγκλονιστικότερη και αμεσότερη διατύπωση του προβλήματος που, συνολικώς ή μερικώς, αντιμετωπίζει αυτήν τη στιγμή η ελληνική κοινωνία θα ήταν αδύνατον να υπάρξει. Πρόκειται για μια βεβαιότητα που εκφράζει απολύτως και τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων. Γεγονός που σημαίνει ότι δέκα εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνονται ότι για να υπάρξουν χρειάζεται να διαφθαρούν το συντομότερο - αν δεν έχουν ήδη διαφθαρεί. Σε έναν κύκλο διαφθοράς που, είτε ως ενεργών πρωταγωνιστής είτε ως υποψήφιος κομπάρσος, δεν εξαιρείται κανείς σε σχέση με έναν ολόκληρο λαό η υπόθεση έχει τελειώσει. Ο άρρωστος έχει πεθάνει κι εμείς συζητάμε ακόμη για φάρμακα και γιατροσόφια.
Βλέπει κανείς στις εφημερίδες φωτογραφίες υπουργών, πολιτικών γενικότερα, με χαμόγελα, χειραψίες και εναγκαλισμούς με διεθνείς παράγοντες της πολιτικής ζωής ή και πρόσωπα βλοσυρά, σκοτεινά και ανόρεχτα να συζητούν με τους ίδιους παράγοντες και τα θεωρεί όλα τους προσανατολισμένα προς μια λύση, προς ένα μέλλον όπου κάτι θα έχει αλλάξει - προς το καλύτερο βέβαια. Τι ψευδαίσθηση! Οποτεδήποτε στην Ιστορία μια συνθήκη - όπως σ' εμάς αυτή της διαφθοράς - παρουσιαζόταν γενικευμένη, τα πράγματα δεν άλλαξαν παρά αφού προηγήθηκε πλήρης καταστροφή. Αν το συνειδητοποιούσαμε, δεν θα ήταν οι κινήσεις μας, ενώ πάμε προς την καταστροφή, τόσο σπασμωδικές και αλλοπρόσαλλες όπως, εκ των υστέρων, με αυτές ακριβώς τις ιδιότητες τις καταγράφει πάντα η Ιστορία. Ακριβώς όπως στη σοβαρή ασθένεια ενός αγαπημένου προσώπου χρειάζεται να πεθάνει για να καταλάβουμε ότι δεν κάναμε, όσο νοσούσε, το σωστό.
Αν τουλάχιστον υπήρχε μια σεβαστή μερίδα ανθρώπων που να αγανακτεί με τη διαφθορά και να εξεγείρεται και να μη δείχνει πρόθυμη να τον ποδηγετεί αυτή - όπως το εξέφρασε ως κάτι απολύτως φυσικό ο οδηγός του ταξί - ίσως τελικά κάτι να γινόταν. Αλλά να αναγνωρίζεις πως υπάρχει διαφθορά και ταυτόχρονα να καταναλώνεις τα προϊόντα της χωρίς να σου στοιχίζει τίποτε, αντίθετα να τα ταυτίζεις με μια μορφή ελευθερίας ή ψυχαγωγίας, πρόκειται σαφέστατα για μια επίγεια κόλαση. Μέσα σε ένα κλίμα όπου ο μεγαλοαπατεώνας ενεργεί εκ του ασφαλούς και, προπαντός, πως ό,τι και να αποκαλυφθεί εις βάρος του θα διασκεδαστεί λόγω της σύγχυσης που δημιουργούν τα μέσα επικοινωνίας ενώ ο μικροαπατεώνας δεν πρόκειται να ησυχάσει αν δεν εξελιχθεί σε μεγαλοαπατεώνα, η επίκληση του κοινού περί δικαίου αισθήματος είναι απλώς ένα άλλοθι.
Και τα οποιαδήποτε μέτρα για να αλλάξει ή να εξυγιανθεί μια γενικευμένη συνθήκη διαφθοράς παίρνουν τη μορφή μιας εκδίκησης προς ανθρώπους που αισθάνονται ακόμη στα κράσπεδα ενός συστήματος, στην κορυφή του οποίου δεσπόζει ο απόλυτα διεφθαρμένος αξιωματούχος της πολιτικής, θρησκευτικής, αθλητικής και οικονομικής ζωής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου