Κολλημένοι στην «Τσιμινιέρα...»
Του Νικόλα Ζώη
Μπορεί, πρόσφατα, η «κομματική» χρήση των τραγουδιών «Καλημέρα Hλιε» και «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» να απαγορεύτηκε από τους «διαχειριστές» τους. Ομως το playlist των πολιτικών ομιλιών ή συγκεντρώσεων δεν θα μείνει άδειο. Δεν είναι λίγες οι μελωδίες και οι στίχοι που ακόμα και αν γράφτηκαν για ελαφρώς διαφορετικό λόγο, ταυτίστηκαν με έλληνες πολιτικούς ή τα κατορθώματά τους
«Από τα τέλη του '80, τα μεγάφωνα παίζανε και μερικά ροκ τραγούδια. Το "Another brick in the wall" των Πινκ Φλόιντ ή το "The wind of change" των Σκόρπιονς. Νομίζω ότι αν οι δημιουργοί τους έβλεπαν τι συμβαίνει στη χώρα, θα μας παρότρυναν να τα ξανακούσουμε», λέει ο Μανόλης Θεοδωράκης, ο οποίος από το 1989 μέχρι το 2004 είχε «κατά κάποιον τρόπο έναν ρόλο μουσικής επιμέλειας» στις συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ. Το ξένο τραγούδι, φυσικά, καταλάμβανε μικρό μόνο μέρος του ρεπερτορίου που ακουγόταν λίγες ώρες πριν από τις ομιλίες ή από τα ηχεία του πράσινου προεκλογικού περιπτέρου. Οχι ότι τα «Carmina Burana», νωρίς επιλεγμένα από τον σκληρό πυρήνα του κόμματος, δεν έκαναν τα βουνά να λυγίζουν και τη Νέα Δημοκρατία να αναζητά τη μεγαλοπρέπεια στον Σταμάτη Σπανουδάκη. Ομως από τις πρώτες πνοές του, ο άνεμος της αλλαγής μίλαγε στον κόσμο κυρίως με στίχο ελληνικό. Οπως λέει ο Μανόλης Θεοδωράκης, τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και του Γιάννη Μαρκόπουλου δεν έλειπαν από την πολιτική δισκοθήκη: το «Πνευματικό Εμβατήριο» σε ποίηση Αγγελου Σικελιανού με τον εύγλωττο στίχο «Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα», τα «Παραπονεμένα λόγια», αλλά και «Το ροκ της καντίνας» της Ελένης Καραΐνδρου στη δεκαετία του '80 ή το «Δυνατά» με τη φωνή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη την επόμενη.
Από το «Οχι δεν πουλάμε» του Θωμά Μπακαλάκου που αφηγούνταν τα παράπονα των αγροτών μέχρι το «Καλημέρα ήλιε» του Μάνου Λοΐζου που παρέπεμπε στο έμβλημα του ΠΑΣΟΚ και το «Θα σε ξαναβρώ στους μπαξέδες» του Ηλία Ανδριόπουλου (με την αναφορά στην 3η Σεπτεμβρίου, ημέρα ανατροπής της απόλυτης μοναρχίας το 1843 αλλά και ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ), οι ελπίδες των μη προνομιούχων συμπυκνώνονταν σε στίχους και μελωδίες, έστω και αν είχαν γραφτεί για ελαφρώς διαφορετικούς λόγους. Ακόμα και ο ίδιος ο Παπανδρέου θα ταυτιζόταν με τραγούδια όπως το «Αυτός ο άνθρωπος» της Ρίτας Σακελαρίου, εξαιτίας φυσικά και της δικής του αρεσκείας στον ρυθμό και τους στίχους του. Το γαλάζιο στρατόπεδο από την άλλη, σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που θυμούνται παλαιότερες συγκεντρώσεις, έδειχνε προτίμηση σε καλλιτέχνες όπως η Μπέσυ Αργυράκη ή η Νάνα Μούσχουρη - στην τελευταία ειδικά από το 1994, όταν εκλέχτηκε και ευρωβουλευτής - και πολλοί ήταν εκείνοι που απορούσαν με τη λιτή και ελλιπούς συμβολισμού μουσική του παλέτα.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα έμενε (και μάλλον μένει) πιστό σε τραγούδια όπως αυτά της «Ρωμιοσύνης» του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, σε εκείνο «Το δέντρο» που, σύμφωνα με τον Μάνο Λοΐζο και τον Φώντα Λάδη, φύτρωσε με «κόκκινα τα φύλλα και ολόγλυκα τα μήλα» στο κέντρο της Αθήνας, ή στο «Αννα μην κλαις» (γιατί θα γυρέψουμε βερεσέ από τον μπακάλη) σε ποίηση Μπρεχτ, μελοποιημένη από τον Θάνο Μικρούτσικο. Ενώ το ΚΚΕ εσωτερικού διαφοροποιούταν από τον πρόγονό του με ροκ ή κλασικές μελωδίες, όπως ο «Υμνος στη χαρά», που ο Λεωνίδας Κύρκος λάτρευε να παίζει στη φυσαρμόνικα.
Στις δεκαετίες του '70 και του '80 μερικά άσματα, όπως το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» του Λοΐζου ή αρκετά του Θεοδωράκη, έπαιζαν στα μεγάφωνα περισσότερων από ενός κομμάτων, χωρίς αλληλοκατηγορίες για σφετερισμό. Σε παλιότερες εποχές, μάλιστα, το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων δεν ακουγόταν σχεδόν καθόλου.
Λίγο μετά το 1934, για παράδειγμα, κανείς δεν παραπονέθηκε όταν το «Θα ξανάρθεις» εκείνης της χρονιάς, σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και στίχους Αλέκου Σακελλάριου, αφιερωνόταν από τους φιλοβενιζελικούς στον αγαπημένο τους πολιτικό, που έπειτα από μπόλικες περιπέτειες είχε αποχωρήσει από την επίσημη πολιτική δράση και την Ελλάδα. Ενώ από τη δεκαετία του '60 και έπειτα, ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας θα έμενε αξέχαστος με τη βοήθεια - μεταξύ άλλων - στίχων γραμμένων λίγα χρόνια νωρίτερα, και χωρίς διαμαρτυρίες από τον δημιουργό τους. Ο ιρλανδός ποιητής Μπρένταν Μπίαν που έγραψε το «Γελαστό παιδί» για έναν συμπατριώτη του που σκοτώθηκε από πυρά ομοεθνών του δεν θα μπορούσε να γνωρίζει αν ο δολοφονημένος το 1965 φοιτητής έσφυζε από αισιοδοξία, η συμμετοχή του τραγουδιού όμως στη θεατρική παράσταση του 1962 «Ενας όμηρος» σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και μετάφραση του Βασίλη Ρώτα, βρήκε λίγο αργότερα ένα μέρος του ακροατηρίου, πρόθυμο να ταυτίσει τον Πέτρουλα - ή τον Γρηγόρη Λαμπράκη και τον Αλέκο Παναγούλη κατά άλλους - με εκείνο τον παλαιότερο ήρωα.
«Ο έμμετρος λόγος είναι έτσι και αλλιώς πιο εύκολος στην απομνημόνευση», λέει σήμερα ο μουσικός ερευνητής Πέτρος Δραγουμάνος. «Ενας στίχος μπορεί να λέει πιο πολλά και από ένα ολόκληρο κείμενο, ενώ επιτρέπει αρκετούς συνειρμούς ή ταυτίσεις», συμπληρώνει. Σε αυτόν τον κανόνα μοιάζει να εμπίπτει το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» που έκανε το δισκογραφικό του ντεμπούτο το 1971 στα «Ριζίτικα» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παραμένει άγνωστο το όνομα της μπουάτ όπου για πρώτη φορά το τραγούδησαν αντιδικτατορικά χείλη, σύντομα όμως η «α καπέλα» ερμηνεία του συνδέθηκε με τον αγώνα εναντίον της χούντας, από οποιονδήποτε πολιτικό φορέα και αν προερχόταν. Η μουσική επιστράτευση πάντως δεν επαναπαύτηκε ούτε όταν το καθεστώς των συνταγματαρχών έδωσε τη θέση του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο.Οταν εκείνος επέστρεψε από το Παρίσι εν μέσω επευφημιών, δεν ήταν λίγοι αυτοί που είτε στην παρέα τους είτε στις εφημερίδες τους τον υποδέχτηκαν με το «Ενας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά», στην ερμηνεία του Σώτου Παναγόπουλου και του Τζίμη Μακούλη, αυτή που λέγεται πως άρεσε και στον ίδιο.
Στον 21ο αιώνα όμως, η «συμβολοποίηση» των τραγουδιών αρχίζει να χάνει λίγη από τη ροπή της. Κάνει μερικές από τις σπάνιες πια εμφανίσεις της σε συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου, όπου στο άκουσμα του «Αερικού» (σε έναν στίχο που λέει «όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει») η ελευθεριακή μερίδα του κοινού ζητωκραυγάζει ενθουσιασμένη. Ενας από τους λόγους του εντοπισμού όλο και λιγότερων, αλλά και πιο αποδυναμωμένων τραγουδιών-συμβόλων, είναι και ότι «σήμερα τον ρόλο της μουσικής επένδυσης των συγκεντρώσεων αναλαμβάνουν ομάδες με ειδικούς στην επικοινωνία και περισσότερες μουσικές επιλογές», λέει ο Μανόλης Θεοδωράκης. «Τέτοιου είδους συνδέσεις δημιουργούσαν κυρίως οι μικρότερες ηλικίες. Σήμερα όμως οι προτιμήσεις των νέων αλλάζουν ταχύτερα, επομένως η ημερομηνία λήξης μιας τάσης είναι συντομότερη», λέει ο Πέτρος Δραγουμάνος. Πλέον, με τον υπερηχητικό ρυθμό ανανέωσης της δισκοθήκης του δικτυωμένου πια ψηφοφόρου, η ταύτιση τραγουδιών με πολιτικά πρόσωπα ή καταστάσεις μοιάζει να παραμένει στην ιδιωτική σφαίρα και για μικρότερο χρονικό διάστημα.
Εχει άραγε ελπίδες ή και κάποιο σοβαρό λόγο «μια μέρα να ξανάρθει»; Το πιθανότερο είναι πως το «πολιτικό» τραγούδι, είτε στρατευμένο είτε στρατολογημένο, θα υπάρχει - έστω και μέσα σε ένα δωμάτιο για τρία-τέσσερα λεπτά - όσο θα υπάρχει και η ικανότητα του ακροατηρίου να εξηγεί τα πράγματα ή να τα αφηγείται με τη μορφή στίχων και μελωδιών. Αντε και εικόνων ή βίντεο, και μόνο αν είναι περιεκτικά και εύκολα στην απομνημόνευση.
Τα Νέα
Μπορεί, πρόσφατα, η «κομματική» χρήση των τραγουδιών «Καλημέρα Hλιε» και «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» να απαγορεύτηκε από τους «διαχειριστές» τους. Ομως το playlist των πολιτικών ομιλιών ή συγκεντρώσεων δεν θα μείνει άδειο. Δεν είναι λίγες οι μελωδίες και οι στίχοι που ακόμα και αν γράφτηκαν για ελαφρώς διαφορετικό λόγο, ταυτίστηκαν με έλληνες πολιτικούς ή τα κατορθώματά τους
«Από τα τέλη του '80, τα μεγάφωνα παίζανε και μερικά ροκ τραγούδια. Το "Another brick in the wall" των Πινκ Φλόιντ ή το "The wind of change" των Σκόρπιονς. Νομίζω ότι αν οι δημιουργοί τους έβλεπαν τι συμβαίνει στη χώρα, θα μας παρότρυναν να τα ξανακούσουμε», λέει ο Μανόλης Θεοδωράκης, ο οποίος από το 1989 μέχρι το 2004 είχε «κατά κάποιον τρόπο έναν ρόλο μουσικής επιμέλειας» στις συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ. Το ξένο τραγούδι, φυσικά, καταλάμβανε μικρό μόνο μέρος του ρεπερτορίου που ακουγόταν λίγες ώρες πριν από τις ομιλίες ή από τα ηχεία του πράσινου προεκλογικού περιπτέρου. Οχι ότι τα «Carmina Burana», νωρίς επιλεγμένα από τον σκληρό πυρήνα του κόμματος, δεν έκαναν τα βουνά να λυγίζουν και τη Νέα Δημοκρατία να αναζητά τη μεγαλοπρέπεια στον Σταμάτη Σπανουδάκη. Ομως από τις πρώτες πνοές του, ο άνεμος της αλλαγής μίλαγε στον κόσμο κυρίως με στίχο ελληνικό. Οπως λέει ο Μανόλης Θεοδωράκης, τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και του Γιάννη Μαρκόπουλου δεν έλειπαν από την πολιτική δισκοθήκη: το «Πνευματικό Εμβατήριο» σε ποίηση Αγγελου Σικελιανού με τον εύγλωττο στίχο «Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα», τα «Παραπονεμένα λόγια», αλλά και «Το ροκ της καντίνας» της Ελένης Καραΐνδρου στη δεκαετία του '80 ή το «Δυνατά» με τη φωνή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη την επόμενη.
Από το «Οχι δεν πουλάμε» του Θωμά Μπακαλάκου που αφηγούνταν τα παράπονα των αγροτών μέχρι το «Καλημέρα ήλιε» του Μάνου Λοΐζου που παρέπεμπε στο έμβλημα του ΠΑΣΟΚ και το «Θα σε ξαναβρώ στους μπαξέδες» του Ηλία Ανδριόπουλου (με την αναφορά στην 3η Σεπτεμβρίου, ημέρα ανατροπής της απόλυτης μοναρχίας το 1843 αλλά και ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ), οι ελπίδες των μη προνομιούχων συμπυκνώνονταν σε στίχους και μελωδίες, έστω και αν είχαν γραφτεί για ελαφρώς διαφορετικούς λόγους. Ακόμα και ο ίδιος ο Παπανδρέου θα ταυτιζόταν με τραγούδια όπως το «Αυτός ο άνθρωπος» της Ρίτας Σακελαρίου, εξαιτίας φυσικά και της δικής του αρεσκείας στον ρυθμό και τους στίχους του. Το γαλάζιο στρατόπεδο από την άλλη, σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που θυμούνται παλαιότερες συγκεντρώσεις, έδειχνε προτίμηση σε καλλιτέχνες όπως η Μπέσυ Αργυράκη ή η Νάνα Μούσχουρη - στην τελευταία ειδικά από το 1994, όταν εκλέχτηκε και ευρωβουλευτής - και πολλοί ήταν εκείνοι που απορούσαν με τη λιτή και ελλιπούς συμβολισμού μουσική του παλέτα.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα έμενε (και μάλλον μένει) πιστό σε τραγούδια όπως αυτά της «Ρωμιοσύνης» του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, σε εκείνο «Το δέντρο» που, σύμφωνα με τον Μάνο Λοΐζο και τον Φώντα Λάδη, φύτρωσε με «κόκκινα τα φύλλα και ολόγλυκα τα μήλα» στο κέντρο της Αθήνας, ή στο «Αννα μην κλαις» (γιατί θα γυρέψουμε βερεσέ από τον μπακάλη) σε ποίηση Μπρεχτ, μελοποιημένη από τον Θάνο Μικρούτσικο. Ενώ το ΚΚΕ εσωτερικού διαφοροποιούταν από τον πρόγονό του με ροκ ή κλασικές μελωδίες, όπως ο «Υμνος στη χαρά», που ο Λεωνίδας Κύρκος λάτρευε να παίζει στη φυσαρμόνικα.
Στις δεκαετίες του '70 και του '80 μερικά άσματα, όπως το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» του Λοΐζου ή αρκετά του Θεοδωράκη, έπαιζαν στα μεγάφωνα περισσότερων από ενός κομμάτων, χωρίς αλληλοκατηγορίες για σφετερισμό. Σε παλιότερες εποχές, μάλιστα, το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων δεν ακουγόταν σχεδόν καθόλου.
Λίγο μετά το 1934, για παράδειγμα, κανείς δεν παραπονέθηκε όταν το «Θα ξανάρθεις» εκείνης της χρονιάς, σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και στίχους Αλέκου Σακελλάριου, αφιερωνόταν από τους φιλοβενιζελικούς στον αγαπημένο τους πολιτικό, που έπειτα από μπόλικες περιπέτειες είχε αποχωρήσει από την επίσημη πολιτική δράση και την Ελλάδα. Ενώ από τη δεκαετία του '60 και έπειτα, ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας θα έμενε αξέχαστος με τη βοήθεια - μεταξύ άλλων - στίχων γραμμένων λίγα χρόνια νωρίτερα, και χωρίς διαμαρτυρίες από τον δημιουργό τους. Ο ιρλανδός ποιητής Μπρένταν Μπίαν που έγραψε το «Γελαστό παιδί» για έναν συμπατριώτη του που σκοτώθηκε από πυρά ομοεθνών του δεν θα μπορούσε να γνωρίζει αν ο δολοφονημένος το 1965 φοιτητής έσφυζε από αισιοδοξία, η συμμετοχή του τραγουδιού όμως στη θεατρική παράσταση του 1962 «Ενας όμηρος» σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και μετάφραση του Βασίλη Ρώτα, βρήκε λίγο αργότερα ένα μέρος του ακροατηρίου, πρόθυμο να ταυτίσει τον Πέτρουλα - ή τον Γρηγόρη Λαμπράκη και τον Αλέκο Παναγούλη κατά άλλους - με εκείνο τον παλαιότερο ήρωα.
«Ο έμμετρος λόγος είναι έτσι και αλλιώς πιο εύκολος στην απομνημόνευση», λέει σήμερα ο μουσικός ερευνητής Πέτρος Δραγουμάνος. «Ενας στίχος μπορεί να λέει πιο πολλά και από ένα ολόκληρο κείμενο, ενώ επιτρέπει αρκετούς συνειρμούς ή ταυτίσεις», συμπληρώνει. Σε αυτόν τον κανόνα μοιάζει να εμπίπτει το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» που έκανε το δισκογραφικό του ντεμπούτο το 1971 στα «Ριζίτικα» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παραμένει άγνωστο το όνομα της μπουάτ όπου για πρώτη φορά το τραγούδησαν αντιδικτατορικά χείλη, σύντομα όμως η «α καπέλα» ερμηνεία του συνδέθηκε με τον αγώνα εναντίον της χούντας, από οποιονδήποτε πολιτικό φορέα και αν προερχόταν. Η μουσική επιστράτευση πάντως δεν επαναπαύτηκε ούτε όταν το καθεστώς των συνταγματαρχών έδωσε τη θέση του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο.Οταν εκείνος επέστρεψε από το Παρίσι εν μέσω επευφημιών, δεν ήταν λίγοι αυτοί που είτε στην παρέα τους είτε στις εφημερίδες τους τον υποδέχτηκαν με το «Ενας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά», στην ερμηνεία του Σώτου Παναγόπουλου και του Τζίμη Μακούλη, αυτή που λέγεται πως άρεσε και στον ίδιο.
Στον 21ο αιώνα όμως, η «συμβολοποίηση» των τραγουδιών αρχίζει να χάνει λίγη από τη ροπή της. Κάνει μερικές από τις σπάνιες πια εμφανίσεις της σε συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου, όπου στο άκουσμα του «Αερικού» (σε έναν στίχο που λέει «όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει») η ελευθεριακή μερίδα του κοινού ζητωκραυγάζει ενθουσιασμένη. Ενας από τους λόγους του εντοπισμού όλο και λιγότερων, αλλά και πιο αποδυναμωμένων τραγουδιών-συμβόλων, είναι και ότι «σήμερα τον ρόλο της μουσικής επένδυσης των συγκεντρώσεων αναλαμβάνουν ομάδες με ειδικούς στην επικοινωνία και περισσότερες μουσικές επιλογές», λέει ο Μανόλης Θεοδωράκης. «Τέτοιου είδους συνδέσεις δημιουργούσαν κυρίως οι μικρότερες ηλικίες. Σήμερα όμως οι προτιμήσεις των νέων αλλάζουν ταχύτερα, επομένως η ημερομηνία λήξης μιας τάσης είναι συντομότερη», λέει ο Πέτρος Δραγουμάνος. Πλέον, με τον υπερηχητικό ρυθμό ανανέωσης της δισκοθήκης του δικτυωμένου πια ψηφοφόρου, η ταύτιση τραγουδιών με πολιτικά πρόσωπα ή καταστάσεις μοιάζει να παραμένει στην ιδιωτική σφαίρα και για μικρότερο χρονικό διάστημα.
Εχει άραγε ελπίδες ή και κάποιο σοβαρό λόγο «μια μέρα να ξανάρθει»; Το πιθανότερο είναι πως το «πολιτικό» τραγούδι, είτε στρατευμένο είτε στρατολογημένο, θα υπάρχει - έστω και μέσα σε ένα δωμάτιο για τρία-τέσσερα λεπτά - όσο θα υπάρχει και η ικανότητα του ακροατηρίου να εξηγεί τα πράγματα ή να τα αφηγείται με τη μορφή στίχων και μελωδιών. Αντε και εικόνων ή βίντεο, και μόνο αν είναι περιεκτικά και εύκολα στην απομνημόνευση.
Τα Νέα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου