ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ:1992 «Εχω κλάψει»
Του Δημήτρη Ν. Μανιάτη
κλικ στον τιτλο
«Επιτροπές κι επιτροπές,/ και στις ειδήσεις κάθε μέρα, νέα μέτρα,/ όμως εμείς, ρεαλιστές,/ κάνουμε αντίσταση, τις νύχτες, μες στα κέντρα./ Με ουίσκι, τσιφτετέλια και λουλουδοπόλεμο,/ και να γίνεται η πίστα σαν Ιράκ εμπόλεμο».
Ιδού ένα τραγούδι με το οποίο γινόταν χαμός το σωτήριο έτος 1992 πολύ πριν η τρόικα εγκατασταθεί στο κλεινόν άστυ, επιβλέποντας τους όρους του Μνημονίου. Για την ιστορία, την παραπάνω σουρεαλιστική επιτυχία ερμήνευε η Ρίτα Σακελλαρίου και ο εθνικός εγωισμός εκείνης της χρονιάς είχε και συνέχεια.
Θυμηθείτε ας πούμε πως στον - όχι τόσο τότε -προβεβλημένο διαγωνισμό της Eurovision η Ελλάδα είχε στείλει την Κλεοπάτρα με το «Ολου του κόσμου η ελπίδα» και σαφή εθνικό υπαινιγμό για την ταυτότητά μας. Θέλετε κι άλλο; Η Κωνσταντίνα τότε ακριβώς κυκλοφορεί δίσκο με τίτλο «Μια Ελλάδα φως» ενώ και η Γλυκερία ερμηνεύει τραγούδι με εθνικό προβληματισμό - το 1992 πάντα: «Για δες πώς καταντήσαμε,/ ρε φίλε μου καμπούρη,/ που κάποτε αγοράζαμε/ δυο φράγκα το κουλούρι./ Δώσε, σου λεν συνέχεια,/ δώσε και ξαναδώσε/ το αίμα, την ανάσα σου/ και την Ελλάδα σώσε».
Και αν αναζητάτε απάντηση στο εθνικό φολκλόρ της εποχής, λάβετε υπόψη σας πως το 1992 υπογράφεται η σημαντικότερη συνθήκη στην ιστορία της μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ενωσης (τότε ΕΟΚ). Η ενσωμάτωση και της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ίσως πυροδοτεί έναν ευρωσκεπτικισμό και μια εθνική αναδίπλωση και σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Ταυτόχρονα, βέβαια, τα μικροαστικά στρώματα έχουν αναρριχηθεί για τα καλά στα βουνά της Παραλιακής με συντροφιά χιλιάδες γαρίφαλα, κοστούμια με βάτες και τσιφτετέλια που θα πληρώναμε πολύ αργότερα.
Σε αυτό το φόντο και την ίδια στιγμή που ένα νέο παιδί λέει το pop τραγουδάκι «1992 μαζί με αυτό τον χρόνο μαζί και μεις οι δύο» (ναι, ο Σάκης Ρουβάς είναι), προκαλεί αίσθηση η φάλτσα φωνή ενός γκριζομάλλη επιπλοποιού από τον Πειραιά. Ο Χρήστος Κυριαζής κυκλοφορεί το 1992 τον δίσκο «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» στην Columbia και σε παραγωγή δική του και του Αντώνη Τουρκογιώργη.
Κι αν απορείτε με την εμπλοκή του δεύτερου στον δίσκο του πρώτου, κρατήστε μία σημείωση: ο φάλτσος βάρδος που κάνει αμέσως επιτυχία και γίνεται εξώφυλλο σε περιοδικά δεν έχει πέσει σαν αλεξιπτωτιστής στο μουσικό πεδίο.
Τη δεκαετία του '80 είχε φτιάξει το ροκ γκρουπ Πρόκες που έπαιζε σε μπαράκια και ζαχαροπλαστεία ενώ το 1986 έχει ήδη κάνει μια μεγάλη επιτυχία το «Ελα μωράκι μου» αλλά και το «Βράδυ Σαββάτου» που ερμήνευσε και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Από τον δίσκο «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» σχεδόν όλα τα τραγούδια γίνονται σουξέ. Εδώ εξάλλου περιλαμβάνονται τα: «Ξέρω γιατί θέλεις να με πονάς», «Δεν προσκύνησα», «Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια», «Επιμένω» και άλλα.
Υπάρχει όμως ένα κομμάτι που τραγουδιέται απ' όλη την Ελλάδα και χτυπάει κόκκινο (στο μεταξύ ο δίσκος γίνεται πλατινένιος με άνεση...). Αναφέρομαι στο «Εχω κλάψει» το οποίο ο Κυριαζής έχει γράψει πριν από έναν χρόνο (1991) όπως αναγράφεται στο εσώφυλλο του δίσκου. Στον μύθο και τη φήμη του ευαίσθητου καλλιτέχνη συμβάλλει βέβαια και το απαραίτητο φλογερό ειδύλλιο της εποχής.
Ο Κυριαζής έχει υπάρξει ζευγάρι με τη μεσογειακή Βάνα Μπάρμπα και το κουσκούς θέλει το «Εχω κλάψει» να έχει γραφτεί για εκείνη. Το καλογυρισμένο βιντεοκλίπ του κομματιού ενισχύει την άποψη, αφού εδώ πρωταγωνιστεί η Βάνα ως Τσιγγάνα σε καταυλισμό στο Ζεφύρι Αττικής.
Ο Χρήστος Κυριαζής εμφανίζεται σε κέντρα της εποχής στη Συγγρού, όπου και γίνεται το αδιαχώρητο. Οι συναυλίες του καλοκαιριού είναι επίσης πολύ μαζικές ενώ ο δημιουργός εμπνέεται για τα χειροποίητα τραγούδια του από το τρίπτυχο: «Αγάπη για τη μάνα - Θρησκεία - Γυναίκες». Η παράλληλη και βασική του ιδιότητα ως επιπλοποιού (με σπουδές στην Ιταλία) εξιτάρει ακόμη πιο πολύ το κοινό των 90s που μετεωρίζεται μεταξύ της μεγάλης πίστας, των νέων club τύπου «Mercedes» με μοντέλες και βαριά πόρτα και άρα αναζητάει τον τρίτο δρόμο μιας πιο θνητής προσέγγισης στα θέματα των τραγουδιών.
Οχι, ο Χρήστος Κυριαζής δεν ήταν ακριβώς ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ούτε ανακάλυψε την πυρίτιδα του εξωστρεφούς και έντεχνου λαϊκού που εκπροσώπησε. Είχε κλάψει όμως για πολλές γυναίκες, το παραδέχθηκε και αυτό εκτιμήθηκε απ' την εγωιστική ελληνική κοινωνία του 1992.
κλικ στον τιτλο
«Επιτροπές κι επιτροπές,/ και στις ειδήσεις κάθε μέρα, νέα μέτρα,/ όμως εμείς, ρεαλιστές,/ κάνουμε αντίσταση, τις νύχτες, μες στα κέντρα./ Με ουίσκι, τσιφτετέλια και λουλουδοπόλεμο,/ και να γίνεται η πίστα σαν Ιράκ εμπόλεμο».
Ιδού ένα τραγούδι με το οποίο γινόταν χαμός το σωτήριο έτος 1992 πολύ πριν η τρόικα εγκατασταθεί στο κλεινόν άστυ, επιβλέποντας τους όρους του Μνημονίου. Για την ιστορία, την παραπάνω σουρεαλιστική επιτυχία ερμήνευε η Ρίτα Σακελλαρίου και ο εθνικός εγωισμός εκείνης της χρονιάς είχε και συνέχεια.
Θυμηθείτε ας πούμε πως στον - όχι τόσο τότε -προβεβλημένο διαγωνισμό της Eurovision η Ελλάδα είχε στείλει την Κλεοπάτρα με το «Ολου του κόσμου η ελπίδα» και σαφή εθνικό υπαινιγμό για την ταυτότητά μας. Θέλετε κι άλλο; Η Κωνσταντίνα τότε ακριβώς κυκλοφορεί δίσκο με τίτλο «Μια Ελλάδα φως» ενώ και η Γλυκερία ερμηνεύει τραγούδι με εθνικό προβληματισμό - το 1992 πάντα: «Για δες πώς καταντήσαμε,/ ρε φίλε μου καμπούρη,/ που κάποτε αγοράζαμε/ δυο φράγκα το κουλούρι./ Δώσε, σου λεν συνέχεια,/ δώσε και ξαναδώσε/ το αίμα, την ανάσα σου/ και την Ελλάδα σώσε».
Και αν αναζητάτε απάντηση στο εθνικό φολκλόρ της εποχής, λάβετε υπόψη σας πως το 1992 υπογράφεται η σημαντικότερη συνθήκη στην ιστορία της μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ενωσης (τότε ΕΟΚ). Η ενσωμάτωση και της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ίσως πυροδοτεί έναν ευρωσκεπτικισμό και μια εθνική αναδίπλωση και σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Ταυτόχρονα, βέβαια, τα μικροαστικά στρώματα έχουν αναρριχηθεί για τα καλά στα βουνά της Παραλιακής με συντροφιά χιλιάδες γαρίφαλα, κοστούμια με βάτες και τσιφτετέλια που θα πληρώναμε πολύ αργότερα.
Σε αυτό το φόντο και την ίδια στιγμή που ένα νέο παιδί λέει το pop τραγουδάκι «1992 μαζί με αυτό τον χρόνο μαζί και μεις οι δύο» (ναι, ο Σάκης Ρουβάς είναι), προκαλεί αίσθηση η φάλτσα φωνή ενός γκριζομάλλη επιπλοποιού από τον Πειραιά. Ο Χρήστος Κυριαζής κυκλοφορεί το 1992 τον δίσκο «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» στην Columbia και σε παραγωγή δική του και του Αντώνη Τουρκογιώργη.
Κι αν απορείτε με την εμπλοκή του δεύτερου στον δίσκο του πρώτου, κρατήστε μία σημείωση: ο φάλτσος βάρδος που κάνει αμέσως επιτυχία και γίνεται εξώφυλλο σε περιοδικά δεν έχει πέσει σαν αλεξιπτωτιστής στο μουσικό πεδίο.
Τη δεκαετία του '80 είχε φτιάξει το ροκ γκρουπ Πρόκες που έπαιζε σε μπαράκια και ζαχαροπλαστεία ενώ το 1986 έχει ήδη κάνει μια μεγάλη επιτυχία το «Ελα μωράκι μου» αλλά και το «Βράδυ Σαββάτου» που ερμήνευσε και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Από τον δίσκο «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» σχεδόν όλα τα τραγούδια γίνονται σουξέ. Εδώ εξάλλου περιλαμβάνονται τα: «Ξέρω γιατί θέλεις να με πονάς», «Δεν προσκύνησα», «Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια», «Επιμένω» και άλλα.
Υπάρχει όμως ένα κομμάτι που τραγουδιέται απ' όλη την Ελλάδα και χτυπάει κόκκινο (στο μεταξύ ο δίσκος γίνεται πλατινένιος με άνεση...). Αναφέρομαι στο «Εχω κλάψει» το οποίο ο Κυριαζής έχει γράψει πριν από έναν χρόνο (1991) όπως αναγράφεται στο εσώφυλλο του δίσκου. Στον μύθο και τη φήμη του ευαίσθητου καλλιτέχνη συμβάλλει βέβαια και το απαραίτητο φλογερό ειδύλλιο της εποχής.
Ο Κυριαζής έχει υπάρξει ζευγάρι με τη μεσογειακή Βάνα Μπάρμπα και το κουσκούς θέλει το «Εχω κλάψει» να έχει γραφτεί για εκείνη. Το καλογυρισμένο βιντεοκλίπ του κομματιού ενισχύει την άποψη, αφού εδώ πρωταγωνιστεί η Βάνα ως Τσιγγάνα σε καταυλισμό στο Ζεφύρι Αττικής.
Ο Χρήστος Κυριαζής εμφανίζεται σε κέντρα της εποχής στη Συγγρού, όπου και γίνεται το αδιαχώρητο. Οι συναυλίες του καλοκαιριού είναι επίσης πολύ μαζικές ενώ ο δημιουργός εμπνέεται για τα χειροποίητα τραγούδια του από το τρίπτυχο: «Αγάπη για τη μάνα - Θρησκεία - Γυναίκες». Η παράλληλη και βασική του ιδιότητα ως επιπλοποιού (με σπουδές στην Ιταλία) εξιτάρει ακόμη πιο πολύ το κοινό των 90s που μετεωρίζεται μεταξύ της μεγάλης πίστας, των νέων club τύπου «Mercedes» με μοντέλες και βαριά πόρτα και άρα αναζητάει τον τρίτο δρόμο μιας πιο θνητής προσέγγισης στα θέματα των τραγουδιών.
Οχι, ο Χρήστος Κυριαζής δεν ήταν ακριβώς ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ούτε ανακάλυψε την πυρίτιδα του εξωστρεφούς και έντεχνου λαϊκού που εκπροσώπησε. Είχε κλάψει όμως για πολλές γυναίκες, το παραδέχθηκε και αυτό εκτιμήθηκε απ' την εγωιστική ελληνική κοινωνία του 1992.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου