Η υπόθεση της κριτικής είναι ταυτόσημη με εκείνη της δημοκρατίας.
του Λικ Μπολτανσκί
Ζαν Μπερνμπόμ (Jean Birnbaum, JB): Στο
τελευταίο
σας
βιβλίο «αινίγματα και συνωμοσίες» αξιοποιείτε
την
αστυνομική
λογοτεχνία
και
τα
κατασκοπικά
μυθιστορήματα
για
να
περιγράψετε
την
παράνοια
που
υπονομεύει
αδιάκοπα
τα
θεμέλια
του
σύγχρονου
κράτους. Τι
επιπτώσεις
έχει
αυτή
η
παράνοια
στο
δημοκρατικό
ιδεώδες;
Λικ Μπολτανσκί (Luc
Boltanski,
LB): Το
μοντέρνο
κράτος, που
γεννήθηκε
μετά
το
πέρας
των
θρησκευτικών πολέμων, θεωρήθηκε
πως
είναι
αξιωματικά
φορέας
της
λεγόμενης «κρατικής λογικής»,
του «εθνικού συμφέροντος».
Προκειμένου
να
σταθεί
υπεράνω
των
διαμαχών, το
κράτος
όφειλε
να
αναπτύξει
μια
εντελώς
δική
του
ηθική,
που διακριτικά, για να μην πω μυστικά, αξιοποιήθηκε για την αυτοπροστασία
του. Μπορούμε
ακόμα
να
δούμε
την
εκδήλωση
αυτής
της
αντίληψης
στην
αγανάκτηση
που
προκαλεί
σε
ορισμένους
κύκλους
κρατικών
αξιωματούχων
ο
Τζούλιαν Ασάνζ
(Julian Assange), ο
διαχειριστής του «ουίκιλικς». Κατηγορείται
πως
παραβιάζει
την «ιδιωτική
ζωή» των
κρατών
επειδή δημοσιοποιεί διπλωματικά σημειώματα. Στην
περίπτωση αυτή το
αίτημα
της «διαφάνειας» γίνεται
αντιληπτό
ως «μεταμφιεσμένος
ολοκληρωτισμός».
Η
κριτική
του
διαδικτύου
κρούει
τον κώδωνα του κινδύνου
κατά
της
επέκτασης
μιας
επιδημίας
παράνοιας
που
η
πιο
φανερή
της
εκδήλωση
είναι
οι
«θεωρίες συνωμοσίας». Από
την άλλη,
δεν
είναι
δυνατό
να
αγνοούμε
πως
η
έλλειψη
αξιοπιστίας
των
κρατικών
δημοσίων
τοποθετήσεων
τροφοδοτεί
τον
σκεπτικισμό
της
κοινής
γνώμης. Σκεφτείτε
μόνο
τους
ισχυρισμούς
του
στρατηγού
Πάουελ (Powell) στον
ΟΗΕ
πως
το Ιράκ διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής και πώς
διαψεύστηκαν αργότερα. Το
κρατικό
ψεύδος
δεν
είναι
κάτι
καινούργιο. Πάντως
η
δημοκρατία
δεν
κατόρθωσε
να το
καταργήσει, όπως
διαπίστωνε
με
θλίψη η
Χάνα 'Αρεντ (Hannah Arendt) ήδη
στο
ωραίο
της
κείμενο
για
την
έκθεση
ΜακΝαμάρα (McNamara) σχετικά
με
τον
πόλεμο του Βιετνάμ («από το ψεύδος στη βία», 1972), που
θα
μπορούσε
να
αναφέρεται
και πολύ πιο πρόσφατες εξελίξεις...
Ευρισκόμενοι
αντιμέτωποι
σε
γεγονότα
που
επηρεάζουν
τη
ζωή
τους,
χωρίς
να
έχουν
την
παραμικρή
δυνατότητα
να
τα
ελέγξουν, πώς
είναι
δυνατό
να
μην
αναπτύσσεται
στους
πολίτες
αυτό
το
αίσθημα,
που
μεταφορικά
θα
μπορούσαμε
να
αποκαλέσουμε «μείζων
αναζήτηση
αιτιότητας»; Η
αδυναμία
αντίδρασης, ακόμα
και
πληροφόρησης, τείνει
να
ευνοεί
τον
πολλαπλασιασμό
των
αποκλινόντων
ερμηνειών
για
το
ίδιο
συμβάν,
σύμφωνα με το σχήμα των δύο αληθειών, μιας (απατηλής) επίσημης, και μιας άλλης
(πραγματικής, που είναι μυστική και κακοήθης). Αυτό
το
πολιτικό
δηλητήριο, από
το
οποίο
τόσο
πολύ
υπέφερε
ο 20ός
αιώνας, εξακολουθεί
να παραμένει απολύτως ενεργό και σήμερα.
JB: Οπότε
ισχυρίζεστε
πως
η
αμφισβήτηση
του
κράτους
αφορά
πρώτα
απ' όλα
τον
ισχυρισμό
του
πως
είναι
ο
εγγυητής
μιας
πραγματικότητας
ορθολογικής, σταθερής, προβλέψιμης, κοντολογίς «φυσιολογικής»...
LB: Πράγματι, η
κριτική
που
ασκείται
στο
κράτος
αφορά
πρωτίστως
το
πώς
περιγράφονται
επισήμως
οι
οντότητες
που
συναπαρτίζουν
την
κοινωνική
πραγματικότητα, είτε
πρόκειται
για
πρόσωπα, είτε
για
πράγματα. Η
περιγραφή
αυτή
πολύ
απέχει
από
το
να
αφορά
αποκλειστικά το
λεκτικό
επίπεδο. Έχει
σημαντικότατες
επιπτώσεις. Θα
μπορούσαμε
να
πούμε
πως
η
πρωταρχική
μορφή
αμφισβήτησης
εκφράζεται
με
το
ερώτημα «και
το
αποκαλείτε
αυτό ...;» «To αποκαλείτε
αυτό
πανεπιστήμιο; Μα
οι
αίθουσες
διδασκαλίας
βρίσκονται
σε
αξιοθρήνητη
κατάσταση
και
τα
φωτοτυπικά
είναι
πάντοτε
χαλασμένα»... «Toν
αποκαλείτε
αυτόν
πρόεδρο; Μα εκφράζεται σαν αλήτης και καθυβρίζει όποιον δεν τον
χαιρετάει»
κ.ο.κ.
Σε
ποιον
αποτείνονται
πρωτίστως
αυτά
τα ερωτήματα; Θα έλεγα στους θεσμούς, στο βαθμό που αυτοί πάνω απ' όλα είναι
αρχές απόδοσης σημασιών, και
πρώτος ρόλος τους είναι να ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων και των
συμβολικών μορφών με τις οποίες αυτές αναπαρίστανται. Θα
λέγαμε
πως
η
εμβληματική
φράση
των
θεσμών
είναι
η
αντιστροφή
της
κριτικής του
τύπου
«και
το
αποκαλείτε
αυτό
...;». Είναι
αντιθέτως
η
φράση «αυτό
που
αποκαλείται
τάδε
η
δείνα
είναι
πράγματι
τάδε
ή
δείνα». «Αυτό
που
αποκαλείται
πανεπιστήμιο
είναι
πράγματι
πανεπιστήμιο», «αυτός
που αποκαλείται πρόεδρος είναι πράγματι πρόεδρος» (ένας πρόεδρος «φυσιολογικός»,
ούτως ειπείν). Αυτός είναι και ο λόγος που η θεσμική λογική εκφράζεται ως επί
το πλείστον -σε βαθμό αφοπλιστικό ορισμένες φορές- δια της επαναλήψεως και
της ταυτολογίας.
Δεν
τα
λέω
αυτά
για
να
απαξιώσω
τους
θεσμούς. Καμία
κοινωνία
δεν
μπορεί
να
υπάρξει
χωρίς
θεσμούς. Οι
θεσμοί
διασφαλίζουν
πρωτίστως
ένα
είδος
σημειολογικής
ασφάλειας
και
μπορούν, παραδείγματος
χάριν, να
αποτρέψουν
την
ταύτιση
ενός
ανθρώπου
με
ένα
αντικείμενο, όπως
συνέβαινε
στη
δουλεία, μόνο
και
μόνο
διότι
κάποιος
δεν
έχει
χαρτιά, κοινωνικούς
δεσμούς
ή
απλά
η
εξαθλίωση
ή
η
ασθένεια
δεν του επιτρέπουν να εξασφαλίζει τα προς το ζειν.
Αλλά
η
αναγνώριση
της
σημασίας
των
θεσμών
δεν
σημαίνει
πως
είναι
φορείς
μιας
απόλυτης, ιερής
κατά
κάποιον
τρόπο, εξουσίας, όπως
συμβαίνει
στις
θεολογικές-πολιτικές
χίμαιρες,
όταν
οι
θεσμοί
διεκδικούν
άμεση
σχέση
με
θεολογικές
οντότητες
ή
με
πράγματα
σαν
την «ταυτότητα», το «έθνος», το «λαό», που
δεν
είναι
παρά
εκκοσμικευμένα
υποκατάστατα
του
Θεού. Κάτι
τέτοιο αποσκοπεί
πάντοτε
στην
απαξίωση
της
κριτικής
και
στη
γελοιοποίηση
της
ιδέας
της
αλλαγής. Αντιθέτως, αυτό
που
δίνει
ζωή
στους
θεσμούς
είναι
να
βρίσκονται
εκτεθειμένοι
στην
κριτική.
JB: Σε
ένα
δοκίμιό
σας
υπό
τον
τίτλο «περί κριτικής»,
συσχετίσατε
την
κριτική
με
τη
χειραφέτηση. Πώς
εκφράζεται
η
σχέση
αυτή
στην
κοινότυπη
καθημερινή
ζωή
κάθε
ατόμου;
LB: Στην
κοινωνιολογία, ο
όρος «κριτική» είναι
πανταχού
παρών. Αφορά
από
σχόλια
που
γίνονται
ιδιωτικά
ως
θεαματικές
εκδηλώσεις
που
συνοδεύονται
από
μαζικές
κινητοποιήσεις, και
που
στη
Γαλλία
η
υποδειγματική
τους
μορφή
εξακολουθεί
να
είναι
η
«υπόθεση Ντρέιφους». Η
κριτική
ριζώνει
στις
ατυχείς
εμπειρίες
και
στο
συναίσθημα
της
αδικίας, είτε
βιώνεται
ατομικά
είτε
συλλογικά,
από εμάς ή άλλους. Οπότε
αφορά
πάντοτε
συγκεκριμένες
καταστάσεις
και
πρόσωπα. Αλλά
η
δυνατότητα
που
έχει
να
εκφράζεται
κι
άρα
να
κοινοποιείται
και
να
μοιράζεται, είναι
ο
βασικός
τρόπος
με
τον
οποίο
τα
κοινωνικά
υποκείμενα
αντιτάσσονται
στον
κατατεμαχισμό, που
είναι
συνώνυμο
της
αδυναμίας.
Η
δυνατότητα
να
ασκείς
δημοσίως
κριτική
χωρίς
υπερβολικό
αντίτιμο, συνιστά
βασική «Λυδία
λίθο» για
το
αν
λειτουργεί
η
δημοκρατία
εν
τοις
πράγμασι.
Η κριτική όμως είναι
πολύ
δυσχερέστερη
στο πεδίο της καθημερινότητας. Είναι
προφανή
τα
εμπόδια
που
βρίσκει
στο
χώρο
εργασίας
ή
στις
επιχειρήσεις, όπου
λειτουργούν
διάφορα
αποτρεπτικά
μέσα, με
βασικότερο
την
απόλυση. Παρομοίως, παρά
την
ελευθερία
του
τύπου, είναι
προφανές
πως
ασκούνται
στα
μίντια
μια
σειρά
από
έμμεσες
μορφές
ελέγχου, συχνά
οικονομικής
φύσεως. Όσο
για
τη
λεγόμενη «συμμετοχική
δημοκρατία» στους
χώρους
κοινής
διαβίωσης, παραμένει
εν πολλοίς κενή περιεχομένου. Υπάρχουν
ατέλειωτα
τέτοια
παραδείγματα.
JB: Οπότε
για
σας
η
αναγέννηση
του
δημοκρατικού
ιδεώδους
περνάει
από
την
ανανέωση
του
κριτικού
πνεύματος
στην
καθημερινότητα;
LB : Αν
θέλουμε
να
αποκαταστήσουμε
την
πίστη
στη
δημοκρατία, χρειάζεται
να υπερασπιστούμε την υπόθεση της κριτικής. Όχι
απλά
στα
λόγια, αλλά
ξαναδίνοντάς
την
τα
μέσα
να
επηρεάζει
την
πραγματικότητα. Πρώτα
σε
τοπικό
επίπεδο, που
η
πραγματικότητα
είναι
απτή. Αλλά
επίσης
και
μέσω
διαδικασιών
ευρέως
βεληνεκούς, που
ασκούνται
εξ
αποστάσεως
και
επηρεάζουν
το
πλαίσιο
της
καθημερινότητας. Αυτός
εξάλλου
είναι
ο
αναγνωρισμένος
ρόλος
των
διαφόρων
πολιτικών
μέσων, ιδίως
της
συμμετοχικής
δημοκρατίας, που
πάντως
απέδειξαν
πολλές
φορές
την
ανεπάρκειά
τους. Σκέφτομαι εδώ π.χ. το δημοψήφισμα του 2005 για την ευρωπαϊκή συνταγματική
συνθήκη, με πρακτικά αποτελέσματα που ήταν -το ελάχιστο που μπορούμε
να πούμε- προβληματικά.
Αλλά
η
πορεία
προς
τη
χειραφέτηση, που
είναι
μια
άλλη
ονομασία
της
δημοκρατίας, προϋποθέτει
πολύ
πιο
ριζοσπαστικές
αλλαγές,
που
αφορούν
αυτό
καθαυτό το
κανονιστικό
πλαίσιο
που
έχουν
θέσει οι
θεσμοί. Σε
αυτό
το
πεδίο,
η
ισότητα
συνιστά
μια
από
τις
βασικές
δημοκρατικές
αρχές. Αλλά
φυσικά
δεν
είναι
τόσο
δύσκολο
να
διαπιστώσουμε
πως
σήμερα
υφίστανται
πολυάριθμες
ασυμμετρίες,
που
δομούν
την
κοινωνική
ζωή, με
πιο
κραυγαλέα
εκείνη
που
αφορά
την
ασυμμετρία
στην
τήρηση
των
κανόνων.
Εκεί ακριβώς νοηματοδοτείται η ιδέα της
επικυριαρχίας.
Μια
συνήθης
αντίδραση
σε
αυτήν
είναι
να
απαιτείται
μεγαλύτερη
αυστηρότητα
προς
τους
ισχυρούς, ώστε
να
εξαναγκασθούν
κι
εκείνοι
να
εφαρμόζουν
τους
κανόνες
που
επιβάλλονται
στους
άλλους. Αυτή
την
στάση
θα
μπορούσαμε
να
την
χαρακτηρίσουμε
ηθικολογική. Καταλήγει
εύκολα
σε
κάθε
μορφής
λαϊκισμό
-ακόμα
και
στον
ολοκληρωτισμό.
Αλλά
υπάρχει
κι
άλλος
τρόπος
να
μειωθούν
οι
ασυμμετρίες
όσον
αφορά
την
τήρηση
των
κανόνων. Είναι
να
δοθεί
σε
πολύ
μεγαλύτερο
αριθμό
ανθρώπων
η
δυνατότητα
να
τους
μεθερμηνεύουν. Η
κοινωνιολογία
και
η
φιλοσοφία
της
δράσης
έχουν
αποδείξει
πως
η κατά λέξη τήρηση των κανόνων εκμηδενίζει κάθε δυνατότητα δράσης. Ακόμα
και
στην
περίπτωση
του
τεϊλορισμού, μιας
από
τις
πιο
απανθρωποποιητικές
εφευρέσεις
της
βιομηχανικής
κοινωνίας, οι
ιστορικοί
έχουν
δείξει
πως
οι
εργάτες
δεν
εφάρμοζαν
πιστά
τις
οδηγίες
της
διεύθυνσης, ως
όφειλαν, αλλά
προχωρούσαν
σε
διορθώσεις, πάει
να
πει
σε
μεθερμηνεύσεις, στο
πλαίσιο
των
ομάδων
παραγωγής
τους. Κι
αυτές
οι
διορθώσεις
ήταν
αναγκαίες, όχι
μόνο
για
την
προστασία
της
αξιοπρέπειάς
τους
ως
ανθρωπίνων
όντων, αλλά
και
για
την
επίτευξη
του
έργου
που
τους
είχε
ανατεθεί. Δεν
υπάρχει
άρα
άνθρωπος
ανίκανος
να
σκεφτεί
τους
κανόνες
και
να
τους
μεθερμηνεύσει. Και
αυτή
η
ερμηνευτική
ικανότητα
εκδηλώνεται
πρωτίστως
δια
της
κριτικής, με
λόγια
και
κυρίως
με
έργα. Έτσι
εφαρμόζεται
η
εξουσία
της
ερμηνείας. Είναι
άρα
αποκαθιστώντας
την
θέση
της
κριτικής
που
θα
διασαφηνιστεί
η
αξία
της
δημοκρατίας
στην
πλειοψηφία
των
πολιτών, και
η
πολιτική
δράση
θα
αποκτήσει
ξανά
την
ισχύ
που
της
αφαιρέθηκε
λόγω
της
υποταγής
της
στις
αναγκαιότητες
της διαχείρισης και
τις
ετυμηγορίες
των «ειδικών».
Προκειμένου
να
προσανατολιστούμε
σε
μια
αλλαγή
αυτού
του
τύπου, χρειάζεται
να
ενστερνιστούμε
πλήρως
την
ανάγκη
ρήξης
με
την
πολιτική
θεολογία, ρήξης
που είναι εγγενής με την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας. Χρειάζεται
επίσης
να
απορριφθεί
κι
ένας
άλλος
αυταρχισμός, που
επικαλείται
διαρκώς
την
επιστήμη, ιδίως
στην
νεοκλασική οικονομία. Κοντολογίς, για
να
επαναλάβω
την
διατύπωση
του
φιλοσόφου
Κλοντ Λεφόρ (Claude Lefort) χρειάζεται
να
αποδεχθούμε
πως
σήμερα
οι
θεσμοί
βρίσκονται
στον
αέρα
και
η
εξουσία
που
ασκούν
στέκει
σε
ένα «κενό». Οι
υποδείξεις
των
θεσμών
δικαιολογούνται
μόνο
στον
βαθμό
που
παραμένουν
ανοικτοί
στην
μεθερμηνεία
και
την
κριτική.
Η υπόθεση της κριτικής είναι ταυτόσημη με εκείνη της δημοκρατίας.
O Luc
Boltanski
είναι φιλόσοφος, εκπρόσωπος της λεγόμενης «πρ$αγματιστικής κοινωνιολογίας»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου