Ο τυφλός προ του Σταυρού (Ιωάννης Πολέμης)




του γιώργου ξηρού


Το ποίημα  Ο τυφλός προ του Σταυρού (Ιωάννης Πολέμης),  μου το εγνώρισε ο κ. Γρηγόρης Ζαχαριάς, ο οποίος παρά το περασμένο της ηλικίας του,  το απήγγειλε απ΄ έξω, λέγοντας μου ότι το θυμάται από τα μαθητικά του χρόνια. Επίκαιρο αυτές τις ημέρες των Αγίων Παθών, αλλά και συνάμα διαχρονικό  λόγω του συμβολισμού του, το παραθέτω:



Τὶ εἶν' ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;

-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζί μὲ κάποιον πλᾶνο.

-Ποιοὶ νἆν οἱ δυὸ, ποὺ ἐκδικητής ὁ χάρος τοὺς προσμένει;

-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.

-Καὶ ποιὸς ὁ πλᾶνος ποὺ κὶ αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζὶ τους;

-Τοὺς Φαρισαίους ρώτησε, εἰναι δουλειὰ δικὴ τους!

-Θὰ πάω νὰ δῶ...



Εἶπα νὰ δῶ κὶ ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι.

Τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι

δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχή μέσα στὰ στήθη εἶν' ἄδεια,

ὅταν μὲ μάτια ὁρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!

Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμή ποὺ ἐστάθη αὐτός μπροστὰ μου

καὶ μ' εὐσπλαχνίσθη, κὶ ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ απὸ χάμου

κὶ ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλό ἐκείνο,

μοῦ εἶπε νὰ πάω στοὺ Σιλωάμ τὴ στέρνα να τα πλύνω!



Ὅταν τὸν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρὸς μου,

στὴν ὄψη του εἴδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου.

Μοσχοβολοῦσε κὶ ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά του...

Φῶς καὶ τὰ χεἰλη, κὶ ἡ φωνή, τὰ μάτια κὶ ἡ ματιά του.

Στὰ χείλη του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια του ἡ ἐλπίδα...

Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυὸ μου μάτια κὶ εἴδα

κάθε ποὺ ζεῖ καὶ ποὺ δὲν ζεῖ, κὶ εἴδα παντοῦ γραμμένη

τὴν ὄψη του, λὲς κὶ ἤτανε καθρέπτης του ἡ οἰκουμένη.



Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἀς πάω νὰ δῶ τὸν πλᾶνο

ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό. Κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω

κόσμος, περιγελάσματα κὶ ὀχλοβοή κὶ ἀντάρα

χίλιες φωνές σὰν μιὰ φωνή κὶ ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.

Ποῦ πάει; Σπρώχνει καὶ σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,

καὶ σταματᾶ προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει

τρεῖς μαυροφόρες μοὺ κρατοῦν μιὰ λιγοθυμισμένη.

Θὲ νἆναι μάνα ἡ δὐστυχη! Ξάφνω, μὲ μιὰς σωπαίνει

τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν, κρότοι

πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρῶτοι

σταυροί· κανεῖς δὲν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ! Ξανακαρφώνουν

μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται. Νὰ, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν

Πῶς; Σὺ ποὺ μοῦδωσες τὸ φῶς, ἐσένα πλᾶνο λένε;

Κὶ ἦταν γραφτό τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιὰ νὰ κλαῖνε;

Τὶ νὰ τὰ κἀνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ' οὐρανοῦ τὰ κάλλη;

Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοῦδωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!



Η ποίησή του Ιωάννη Πολέμη χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και καλοσύνη, στοιχεία άλλωστε που χαρακτήρισαν και την ίδια του τη ζωή. Ο Ιωάννης Πολέμης εντάσσεται στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή που αντιτάχτηκε στην υπερβολή και τον άκρατο ρομαντισμό, ενώ παράλληλα καθιέρωσε (όπως οι Παλαμάς, Δροσίνης) τη δημοτική γλώσσα στην ποίηση. Είναι ποιητής των χαμηλών τόνων, αισθηματικός, μελωδικός λυρικός και δραματικός. Το έργο του, που είχε πρωτοφανή λαϊκή απήχηση, διακρίνει ο μελωδικός στίχος, η απλότητα και ο αβίαστος συμβολισμός. Ο Πολέμης επικρίθηκε συχνά και από τους συγχρόνους του και από τους μετέπειτα κριτικούς για το χαμηλόφωνο ύφος του, για τον έντονο αισθηματισμό του, την έλλειψη ποιητικού βάθους και θεματικής πρωτοτυπίας, πλην όμως συντρόφευσε και συντροφεύει ανθρώπους  που δεν  ανήκουν σε αυτούς της «Υψηλής Τέχνης».



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέρεται ότι: Το χαγιάτι στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τούρκικο

Το άλογο κοιμάται όρθιο!