Στην ταινία «Δεσμά αίματος» Ενα αστέρι γεννιέται
ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΤΟ TRAILER ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Η Μαρκέλλα Γιαννάτου στην ταινία «Δεσμά αίματος» σε κερδίζει με το πρόσωπο, το σώμα αλλά και τον εσωτερικό της κόσμο
Η Μαρκέλλα Γιαννάτου, μια χαρισματική (και ελκυστική) παρουσία προκαλεί τον Γιάννη Στάνκογλου σε σκηνή από τα «Δεμά αίματος» του Νίκου Παναγιωτόπουλου
Ξεκαθαρίζω εξαρχής: το μόνο σίγουρο με τα «Δεσμά αίματος» (Ελλάδα, 2012) του Νίκου Παναγιωτόπουλου είναι ότι σήμαναν τη «γέννηση» μιας νέας ελληνίδας κινηματογραφικής σταρ. Βγάζει τέτοιον ερωτισμό ο τρόπος που ο φακός του Παναγιωτόπουλου «συλλαμβάνει» τη Μαρκέλλα Γιαννάτου ώστε τελικά νιώθεις ότι ο σκηνοθέτης κάνει στους θεατές το ίδιο δώρο που κατ' αρχάς έκανε στον εαυτό του. Μόνο που τη βλέπεις αυτή την κοπέλα - που θυμίζει την Κάτια Δανδουλάκη κάμποσα χρόνια πίσω - αρκεί.
Από την άλλη πλευρά. μια σκέτα όμορφη παρουσία δεν θα σήμαινε απολύτως τίποτε σε μια τέτοια ταινία αν συγχρόνως ο δημιουργός δεν αναζητούσε το τι συμβαίνει μέσα της, τον εσωτερικό κόσμο της, έναν κόσμο όπου βλέπουμε την αγνότητα, την αξιοπρέπεια, τη διαστροφή και το μυστήριο να γίνονται τα συστατικά ενός κοκτέιλ που φτιάχνει ένα - τουλάχιστον - ενδιαφέρον σύνολο.
Η Μαργαρίτα (διόλου τυχαία η ηρωίδα έχει το όνομα λουλουδιού) ζει στον αέρα - μεταφορικά και κυριολεκτικά. Το επάγγελμά της, αεροσυνοδός. Οταν πετάει βλέπει τον ήλιο να της χαμογελά και δεν τη νοιάζει για το τι γίνεται κάτω. Αλλά όποτε βρίσκεται στη γη δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει στη ζωή της. Μια περίεργη αντίφαση.
Μαθαίνουμε ότι ζει με τον πατέρα της (Νικήτας Τσακίρογλου), καθηλωμένο σε μια πολυθρόνα όπου περιμένει τον θάνατο. Το σπίτι μυρίζει γεροντίλα, το μόνο άρωμά του είναι εκείνη. Μαθαίνουμε ότι δεν γνώρισε ποτέ τη μητέρα της - ούτε καν σε φωτογραφία. Γιατί άραγε; Μαθαίνουμε ότι ο πατέρας της τη μεγάλωσε μέσα σε χάρτες που ζωγράφιζε σε όλη του τη ζωή (καθ' ότι χαρτογράφος), αλλά η ίδια δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να χαρτογραφήσει τη δική της ζωή.
Προκύπτει μια γνωριμία, μια σχέση που στηρίζεται αποκλειστικά στο σεξ - η Μαργαρίτα αναφέρεται στον άνδρα (Γιάννης Στάνκογλου) απλώς με το γράμμα Κ.
Το σεξ που ακολουθεί μέσα από προκλητικές αλλά ουδέποτε χυδαίες σκηνές, στις οποίες ο φακός λειτουργεί σαν το μάτι του ηδονοβλεψία, δεν έχει πάθος, χωρίς όμως να γίνεται μηχανικά.
Ισως τελικά, όπως ακούμε, ένας άνδρας και μια γυναίκα μπορεί να μην είναι τίποτε το μεγαλύτερο παρά μόνο μερικές στιγμές.
Ισως τελικά κάποιες ταινίες να μην είναι τίποτε περισσότερο από μερικές διάσπαρτες ωραίες εικόνες, ή μια - δυο έξυπνες ατάκες από 'δώ κι από 'κεί. Ισως τελικά ο ρόλος κάποιων ταινιών να είναι ότι υπάρχουν για να ψάχνονται οι ίδιες για το τι τελικά είναι. Οπως ακριβώς συμβαίνει με την κεντρική ηρωίδα στα «Δεσμά αίματος».
Το ερώτημα είναι αν σε αυτές τις περιπτώσεις σού κάνει κέφι ή όχι να παρακολουθήσεις. Εμένα μου έκανε κέφι να δω πού πηγαίνει αυτή η παράξενη ιστορία της Μαργαρίτας. Πρόσεχα την προσωπική της αφήγηση που καλύπτει το σύνολο της ταινίας (κάτι που θυμίζει την εποχή της nouvelle vague και κυρίως ταινία του Φρανσουά Τρυφό), μαζί με τις μελαγχολικές νότες ενός πιάνου (μουσική).
Νομίζω ότι είναι πολύ χαρμόσυνο, τελικά, που σκηνοθέτες όπως ο Νίκος Παναγιωτόπουλος εξακολουθούν να γυρίζουν ταινίες. Γιατί φτιάχνουν κόσμους-προεκτάσεις του δικού τους και, χωρίς πάντα να είναι επιτυχημένοι, σχεδόν πάντα σου κινούν την περιέργεια. Ακόμη και αυτό μπορεί πλέον να θεωρηθεί επιτυχία.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
Η Μαρκέλλα Γιαννάτου στην ταινία «Δεσμά αίματος» σε κερδίζει με το πρόσωπο, το σώμα αλλά και τον εσωτερικό της κόσμο
Η Μαρκέλλα Γιαννάτου, μια χαρισματική (και ελκυστική) παρουσία προκαλεί τον Γιάννη Στάνκογλου σε σκηνή από τα «Δεμά αίματος» του Νίκου Παναγιωτόπουλου
Ξεκαθαρίζω εξαρχής: το μόνο σίγουρο με τα «Δεσμά αίματος» (Ελλάδα, 2012) του Νίκου Παναγιωτόπουλου είναι ότι σήμαναν τη «γέννηση» μιας νέας ελληνίδας κινηματογραφικής σταρ. Βγάζει τέτοιον ερωτισμό ο τρόπος που ο φακός του Παναγιωτόπουλου «συλλαμβάνει» τη Μαρκέλλα Γιαννάτου ώστε τελικά νιώθεις ότι ο σκηνοθέτης κάνει στους θεατές το ίδιο δώρο που κατ' αρχάς έκανε στον εαυτό του. Μόνο που τη βλέπεις αυτή την κοπέλα - που θυμίζει την Κάτια Δανδουλάκη κάμποσα χρόνια πίσω - αρκεί.
Από την άλλη πλευρά. μια σκέτα όμορφη παρουσία δεν θα σήμαινε απολύτως τίποτε σε μια τέτοια ταινία αν συγχρόνως ο δημιουργός δεν αναζητούσε το τι συμβαίνει μέσα της, τον εσωτερικό κόσμο της, έναν κόσμο όπου βλέπουμε την αγνότητα, την αξιοπρέπεια, τη διαστροφή και το μυστήριο να γίνονται τα συστατικά ενός κοκτέιλ που φτιάχνει ένα - τουλάχιστον - ενδιαφέρον σύνολο.
Η Μαργαρίτα (διόλου τυχαία η ηρωίδα έχει το όνομα λουλουδιού) ζει στον αέρα - μεταφορικά και κυριολεκτικά. Το επάγγελμά της, αεροσυνοδός. Οταν πετάει βλέπει τον ήλιο να της χαμογελά και δεν τη νοιάζει για το τι γίνεται κάτω. Αλλά όποτε βρίσκεται στη γη δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει στη ζωή της. Μια περίεργη αντίφαση.
Μαθαίνουμε ότι ζει με τον πατέρα της (Νικήτας Τσακίρογλου), καθηλωμένο σε μια πολυθρόνα όπου περιμένει τον θάνατο. Το σπίτι μυρίζει γεροντίλα, το μόνο άρωμά του είναι εκείνη. Μαθαίνουμε ότι δεν γνώρισε ποτέ τη μητέρα της - ούτε καν σε φωτογραφία. Γιατί άραγε; Μαθαίνουμε ότι ο πατέρας της τη μεγάλωσε μέσα σε χάρτες που ζωγράφιζε σε όλη του τη ζωή (καθ' ότι χαρτογράφος), αλλά η ίδια δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να χαρτογραφήσει τη δική της ζωή.
Προκύπτει μια γνωριμία, μια σχέση που στηρίζεται αποκλειστικά στο σεξ - η Μαργαρίτα αναφέρεται στον άνδρα (Γιάννης Στάνκογλου) απλώς με το γράμμα Κ.
Το σεξ που ακολουθεί μέσα από προκλητικές αλλά ουδέποτε χυδαίες σκηνές, στις οποίες ο φακός λειτουργεί σαν το μάτι του ηδονοβλεψία, δεν έχει πάθος, χωρίς όμως να γίνεται μηχανικά.
Ισως τελικά, όπως ακούμε, ένας άνδρας και μια γυναίκα μπορεί να μην είναι τίποτε το μεγαλύτερο παρά μόνο μερικές στιγμές.
Ισως τελικά κάποιες ταινίες να μην είναι τίποτε περισσότερο από μερικές διάσπαρτες ωραίες εικόνες, ή μια - δυο έξυπνες ατάκες από 'δώ κι από 'κεί. Ισως τελικά ο ρόλος κάποιων ταινιών να είναι ότι υπάρχουν για να ψάχνονται οι ίδιες για το τι τελικά είναι. Οπως ακριβώς συμβαίνει με την κεντρική ηρωίδα στα «Δεσμά αίματος».
Το ερώτημα είναι αν σε αυτές τις περιπτώσεις σού κάνει κέφι ή όχι να παρακολουθήσεις. Εμένα μου έκανε κέφι να δω πού πηγαίνει αυτή η παράξενη ιστορία της Μαργαρίτας. Πρόσεχα την προσωπική της αφήγηση που καλύπτει το σύνολο της ταινίας (κάτι που θυμίζει την εποχή της nouvelle vague και κυρίως ταινία του Φρανσουά Τρυφό), μαζί με τις μελαγχολικές νότες ενός πιάνου (μουσική).
Νομίζω ότι είναι πολύ χαρμόσυνο, τελικά, που σκηνοθέτες όπως ο Νίκος Παναγιωτόπουλος εξακολουθούν να γυρίζουν ταινίες. Γιατί φτιάχνουν κόσμους-προεκτάσεις του δικού τους και, χωρίς πάντα να είναι επιτυχημένοι, σχεδόν πάντα σου κινούν την περιέργεια. Ακόμη και αυτό μπορεί πλέον να θεωρηθεί επιτυχία.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου