Η αγοράς της τέχνης στην Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας
Η
αγορά της τέχνης θεωρείται ένα οικονομικό μοντέλο στον κόσμο της τέχνης
απαραίτητο στήριγμα και κινητήρια δύναμη για την δημιουργία και διακίνηση των
έργων τέχνης. Οι Heilbrum και Gray (1993)[1],
την αγορά της τέχνης την παραλληλίζουν με χρηματαγορά, όπου διαμορφώνεται σύμφωνα
με τις προβλέψεις των συνθηκών του εσωτερικού και
εξωτερικού περιβάλλοντος της αγοράς της τέχνης, των τιμών που προσδιορίζονται
από την προσφορά και ζήτηση αλλά και την πολιτιστική αξία του έργου που είχε στο παρελθόν, στο παρόν και θα έχει
στο μέλλον.
Η ελληνική αγορά τέχνης διαμορφώνεται σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα, αλλά και επηρεάζονται από τις διεθνείς εξελίξεις.
Η
χρυσή δεκαετία της αγοράς της ελληνικής τέχνης
– όπως αποκαλείται- των αρχών του 21ου αιώνα και μέχρι την
αρχή της οικονομικής κρίσης, αποδείχθηκε ότι ήταν συγκυριακή και μη ικανή να αντιμετωπίσει
τους κινδύνους της κρίσης. Μετά το 2010
υπήρξε κατάρρευση τιμών, γκαλερί έκλεισαν, καλλιτέχνες δεν είχαν να πωλήσουν τα
έργα τους, πολλοί χώροι τέχνης μείωσαν το προσωπικό τους, με κορύφωση τα έτη
2015-2016, διότι όπως επισημαίνουν και
άνθρωποι του χώρου, όπως οι γκαλερίστες Αρσέν και Ρουπέν Καλφαγιάν, η ελληνική
εικαστική σκηνή δεν αναπτύχθηκε με στόχο την καλλιέργεια μιας εικαστικής
κουλτούρας, ενός μουσειακού υπόβαθρου, όπως η δημιουργία ενός Εθνικού Μουσείου
Σύγχρονης Τέχνης, ώστε να διατηρήσουν και να αναπτύξουν το εικαστικό
ενδιαφέρον, δημιουργώντας ένα σταθερό δίκτυο[2].
Την
κατάσταση στην οποία βρισκόταν η αγοράς της τέχνης τη διαπιστώνουμε και από το
γεγονός ότι ενώ δημιουργήθηκε σημαντική καλλιτεχνική
δραστηριότητα στην Ελλάδα και με διεθνείς διοργανώσεις, όπως η documenta, τα αποτελέσματα δεν φάνηκαν στο εμπορικό κομμάτι.
Στην
εποχή της παγκοσμιοποίησης η τέχνη, οι
καλλιτέχνες, οι γκαλερί, όλο το δίκτυο που προαναφέραμε, πρέπει να λειτουργεί
σε ένα διεθνές περιβάλλον για την βιώσιμη ανάπτυξή τους και όπως αναφέρουν οι
αδελφοί Καλφαγιάν για να επιβιώσει ένας καλλιτέχνης ή μια γκαλερί , «Κάνει το
ελληνικό διεθνές». Οι καλλιτέχνες γνωρίζουν ότι το βιογραφικό τους
εμπλουτίζεται από συμμετοχές στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της χώρας τους αλλά και
του εξωτερικού. Πρέπει να επισημανθεί ότι η σχέση ανάμεσα στην διακίνηση των
έργων τέχνης και τη φήμη των καλλιτεχνών είναι αμφίδρομη.
Διακίνηση έργων τέχνης
Φήμη καλλιτέχνη
Πωλήσεις
Οι
καλλιτέχνες και γκαλερίστες θα πρέπει να λειτουργήσουν με εξωστρέφεια και με συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες ή γκαλερί
της Ελλάδας και του εξωτερικού, διότι έτσι ενισχύεται η αγορά της τέχνης,
μπορεί να εκτιμηθεί να συγκριθεί το έργο του καλλιτέχνη, να ανταλλάξει
καλλιτεχνικές ιδέες. Στην ανάγκη για εξωστρέφεια συνηγορεί και το ότι διαπιστώνεται μία νέα τάση: η προσέλκυση αγοραστών από τους Έλληνες της Διασποράς
όπου υπάρχουν σοβαροί συλλέκτες.
Όπως
το 2018 σχολιάζει η διευθύντρια του οίκου Bonhams -του μοναδικού πλέον διεθνούς
οίκου που ασχολείται αποκλειστικά με την ελληνική ζωγραφική δύο φορές τον χρόνο-
τα τελευταία τέσσερα χρόνια, διαπιστώνονται τάσεις εξωστρέφειας και φαίνεται
ότι η ελληνική αγορά τέχνης να παραμένει σταθερή με τάσεις ανόδου. Με περισσότερη
ζήτηση και αξία που κυριαρχούν στην ελληνική και διεθνής αγορά οι έλληνες
εικαστικοί του 19ου αιώνα, του 20ου της γενιάς του 30 και
του 60[3].
Και ενώ οι άνθρωποι της τέχνης επαναθεώρησαν τις δράσεις τους, έβρισκαν και
προσαρμόζονταν στους νέους τρόπους λειτουργίας της αγοράς, υπήρχαν τάσεις ανόδου και το 2019, ύστερα από
πολλά χρόνια, άρχισε να ανακάμπτει η εγχώρια σύγχρονη σκηνή της τέχνης, ήρθε η
εποχή της πανδημίας, προκαλώντας απορρύθμιση κάθε αγοράς, και της αγοράς της
τέχνης. Τώρα όμως υπάρχει περισσότερη γνώση για την αντιμετώπιση τέτοιων
καταστάσεων.
Νέες
προκλήσεις σημειώθηκαν, με την χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, κοινωνικών
δικτύων στην αγορά της τέχνης, με τις
δυνατότητες που προσφέρει (εκδημοκρατισμό του πολιτισμού και της τέχνης,
ανακάλυψη μορφών τέχνης, κ.ά.), αλλά και τους περιορισμούς (μη φυσική επαφή με
το έργο της τέχνης), συμβάλλοντας στην άνοδο της αγοράς της τέχνης. Γεγονός το
οποίο επισημαίνει ο Αρσέν
Καλφαγιάν[4],
και ο Ανδρέας Βέργος[5], ότι το 2020 ήταν μία καλή χρονιά, με διαπιστωμένη εμπορική
κινητικότητα και δυναμική των ελλήνων καλλιτεχνών, με πιο σύγχρονες τάσεις και
με διευρυμένο φιλότεχνο κοινό- κυρίως νεότερες ηλικίες- που είναι εξοικειωμένοι
με την σύγχρονη τεχνολογία[6].
Σύμφωνα
με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποτυπώνεται αυτή πορεία προβολής καλλιτεχνικής
δημιουργίας και εκθέσεων με τα στοιχεία να είναι πτωτικά και το 2020[7].
Από την άλλη η πανδημία επηρέασε και επηρεάζει
το διεθνή χώρο της τέχνης, όπως τα διεθνή φουάρ τέχνης, λόγω αδυναμίας
πραγματοποίησης δράσεων στον φυσικό χώρο (γεγονός που συμβαίνει και στην εν
χώρια αγορά), και μη ύπαρξης δυνατότητας να λειτουργήσουν με εξωστρέφεια οι
καλλιτέχνες και γκαλερί, για τη δημιουργία
νέων πελατών, γνωριμιών[8].
Σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε, η αγορά της τέχνης λειτουργεί με ένα δικό της οικονομικό μοντέλο, ανάμεσα σε δύο αλληλοσυνδεόμενα και αλληλοδιαμορφώμενα πεδία της «τέχνης» και της «αγοράς» στον ελληνικό αλλά και στο διεθνές περιβάλλον. Η ελληνική αγορά τέχνης επηρεάστηκε καθοριστικά από την οικονομική κρίση από το 2000 έως το 2010, ενώ από το 2016 και μετά διαπιστώθηκε μία σταθερότητα και μία ανάκαμψη η οποία ανακόπηκε το 2019 έναρξη της πανδημίας και το 2020. Έκτατε και μέχρι σήμερα αντιμετωπίζοντας τις νέες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές, τεχνολογικές προκλήσεις και προσαρμοζόμενη σε αυτές διαπιστώνεται μία δυναμική ανάκαμψη της αγοράς της τέχνης.
[1] Heilbrum. J. –Grey C.M., The
Economics of art and Culture : an American Perspective, Cambridge University
Press ,Cambridge 1993.
[2] Σύμφωνα
με τον Alloway (1972), ο
κόσμος της τέχνης είναι ένα δίκτυο, ένα ζωντανό γίγνεσθαι, που περιλαμβάνει
ανθρώπους κι οργανισμούς που ασχολούνται με την δημιουργία, διακίνηση,
αξιολόγηση και προβολή έργων τέχνης, δηλ. είναι καλλιτέχνες, κριτικοί,
θεωρητικοί της τέχνης, επιμελητές, συλλέκτες, ιμπρεσάριοι, χορηγοί, μουσεία,
γκαλερί, οίκοι δημοπρασιών, κοινό κ.ά. Οι άνθρωποι της τέχνης δεν έχουν ένα
ρόλο, αλλά εναλλασσόμενους ρόλους, δηλ. είναι ένα σύστημα με συνεχής
κινητικότητα και εναλλαγή ρόλων και λειτουργιών. Aloway L., «Network: the art word described aw
a system», Artforum, τευχος 11, 1972.
[3]
Συγκεκριμένα για τον 19ο αιώνα, οι εικαστικοί που κυριαρχούν σε πωλήσεις
είναι οι Νικόλαος Γύζης, Θεόδωρος
Ράλλης, Περικλής
Πανταζής, Γιάννης
Ιακωβίδης, Κωνσταντίνος
Βολανάκης και από τον 20ό αιώνα οι Κωνσταντίνος
Παρθένης, Μιχάλης
Οικονόμου, Κωνσταντίνος
Μαλέας. Επίσης για τη γενιά του ’30 ξεχωρίζουν οι Γιάννης
Τσαρούχης, Νίκος
Εγγονόπουλος, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Σπύρος
Βασιλείου, ενώ στη μεταπολεμική περίοδο οι πρωτοπόροι της
αφαίρεσης Γιάννης Σπυρόπουλος, Αλέκος
Κοντόπουλος. Τέλος οι νεότεροι εικαστικοί της γενιάς του ’60 που
κυριαρχούν στην ελληνική και διεθνή αγορά της τέχνης είναι οι Αλέκος
Φασιανός, Παύλος Διονυσόπουλος, Κ.
Τσόκλης, Βλάσης
Κανιάρης. Το
«χρηματιστήριο» της ελληνικής τέχνης | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr)
[4] Συνιδιοκτήτης των γκαλερί Καλφαγιάν
[5] Διευθύνει τον «Οίκο Δημοπρασιών Βέργος»
[8] Σύμφωνα με τους Egger, Mazzurana, Schultheis και Single οι φουάρ art είανι χώροι
συνάντησης, είναι οι τόποι όπου εκτίθενται τα «άγια αγαθά» όπως τονίζουν οι
συγγραφείς, στους «πιστούς της τέχνης», είναι μια «Μέκκα» για τη λατρεία της
σύγχρονης τέχνης, κυρίως ο τόπος που διαμορφώνεται η σχέση χρήματος-έργου
τέχνης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου