Η επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης
Όταν πρωτοϊδρύθηκε το κράτος των Οθωμανών στις αρχές του 14ου αιώνα, αποτελούσε μια μικρή ηγεμονία στις παρυφές του ισλαμικού κόσμου, αφοσιωμένη ολόψυχα στον Γαζά, τον ιερό πόλεμο ενάντια στους Χριστιανούς απίστους. Σιγά-σιγά, το άσημο αυτό κρατίδιο κυρίεψε και απορρόφησε τα πρώην βυζαντινά εδάφη της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων, για να γίνει στο τέλος, με την κατάκτηση των αραβικών περιοχών το 1517, η κυριότερη δύναμη του ισλαμικού κόσμου.Η κατάκτηση των Βαλκανίων από τους Οθωμανούς ξεκινά τον πρώτο καιρό της βασιλείας του Μουράτ Ά, για να φτάσει μέχρι τον θάνατο του Μωάμεθ 'Β του Πορθητή, στα 1481. Αυτά τα 125 χρόνια μπορεί να φαίνονται πολλά στους παραδοσιακούς βαλκανικούς ιστοριογράφους, που έχουν την τάση να παρουσιάζουν την κατάκτηση σαν ένα ξαφνικό γεγονός, σημειώνει ο Ζωρζ Καστελλάν.
Στην πραγματικότητα, για όλα τα χριστιανικά κράτη, μεγάλα και μικρά, η επιχείρηση έγινε σε δύο φάσεις διαφορετικής διάρκειας: μια πρώτη, κατά την οποία οι Οθωμανοί άφησαν στη θέση του τον ηγεμόνα αλλά σαν φόρου υποτελή και μια δεύτερη φάση, όπου φρόντισαν να τον εξαφανίσουν και μετέτρεψαν την επικράτειά του σε επαρχία της αυτοκρατορίας.
Το πιο σημαντικό παράδειγμα είναι του ίδιου του Βυζαντίου, που ο βασιλέας υπήρξε υποτελής του σουλτάνου από το 1372, πριν να πέσει μαζί με το κράτος στα 1453. Η συλλογική μνήμη των λαών προτίμησε να ξεχάσει την πρώτη φάση, πολύ λίγο ένδοξη, για να δοξάσει καλύτερα τους ήρωες των τελευταίων μαχών. Έτσι, μεταμόρφωσε σε εποποιία, κάτι που στην πραγματικότητα ήταν ένα συνονθύλευμα από διπλωματικές σκευωρίες, δηλαδή προδοσίες, που κατέληξε σε τραγωδία για τους χριστιανικούς λαούς, τονίζει ο Καστελλάν.
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης
Ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής (γνωστός και ως Μεχμέτ Φατίχ ή Μεχμέτ Β’ ) ξεκίνησε τη μακρά του βασιλεία (1451-1481) με την επαναφορά της τάξης σε ένα Σαράι που είχε αναστατωθεί από δύο παραιτήσεις και δύο επανόδους στην εξουσία του πατέρα του. Έβαλε να θανατώσουν τον αδελφό του Αχμέτ και εξόρισε τη βαλιδέ σουλτάνα Μάρα, σύζυγο του Μουράτ (του πατέρα του) στο δεσποτάτο της Σερβίας, από όπου αυτή καταγόταν. Κυρίως, ξαναπήρε στα χέρια του την ηγεσία του σώματος των γενιτσάρων. Για πρώτη φορά στην οθωμανική ιστορία οι γενίτσαροι απαίτησαν από το νέο σουλτάνο ένα φιλοδώρημα για να τον αναγνωρίσουν. Έκπληκτος ο Μωάμεθ, υποχώρησε αλλά άλλαξε τον αρχηγό τους, τον αγά, και ενσωμάτωσε στη στρατιά τους μια καινούρια φουρνιά αντρών του ντεβσιρμέ. Έτσι οι γενίτσαροι έγιναν αυτό για το οποίο προορίζονταν: η ιδιωτική φρουρά του σουλτάνου και ένα όργανο εξουσίας στη προσωπική του διάθεση.
Ο 19χρονος σουλτάνος ονειρευόταν την κατάκτηση και άρχισε αμέσως τις προετοιμασίες της επίθεσης κατά του Βυζαντίου. Ο κύριος στόχος του ήταν να αποκαταστήσει την αυτοκρατορία του προπάππου του Βαγιαζήτ, υποτάσσοντας στην άμεση οθωμανική εξουσία όλα τα εδάφη της Ευρώπης νότια του Δούναβη και όλα τα εδάφη της Ασίας δυτικά του Ευφράτη. Ως πρώτο στόχο έθεσε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης καθώς θεώρουσε ότι με τον τρόπο αυτό θα εξασφάλιζε τον κύρος και την υπόληψη που ήταν απαραίτητα για την οικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας.
Παρά τις διαμαρτυρίες του αυτοκράτορα και το συντομότατο χρονικό διάστημα των τριών μηνών, έβαλε να χτιστεί στη δυτική όχθη του Βοσπόρου το φρούριο Ρούμελι Χισάρ, έξι χιλιόμετρα μακριά, στα βόρεια της πόλης, απέναντι από το Ανάντολι Χισάρ, που χτίστηκε από τον Βαγιαζήτ στην ανατολική όχθη.
Έβαλε εκεί φρουρά από τετρακόσιους γενίτσαρους και ένα πυροβολικό ικανό να απαγορεύσει το πέρασμα σε κάθε ύποπτο πλοίο. Στη συνέχεια διέταξε τα στρατεύματά του να καταλάβουν τις μικρές κωμοπόλεις έξω από τους προμαχώνες της πόλης. Μετά κάλεσε τον Κωνσταντίνο να παραδώσει το Βυζάντιο. Ήταν αρχές του φθινοπώρου του 1452.
Ενώ ο οθωμανικός στρατός πέρασε τον χειμώνα τελειοποιώντας το πυροβολικό του με τεράστια κανόνια, από την πλευρά των χριστιανών, ο αυτοκράτορας έκανε απεγνωσμένες εκκλήσεις στον πάπα και στις ιταλικές πόλεις, Βενετία και Γένοβα, που διέθεταν ακόμα βάσεις στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο πέλαγος. Ο πάπας απάντησε στέλνοντας έναν απεσταλμένο του, τον καρδινάλιο Ισίδωρο, παλιό μητροπολίτη της Μόσχας. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, στη βασιλική της Αγίας Σοφίας, ο καρδινάλιος κήρυξε την ένωση και τέλεσε τη λειτουργία ακολουθώντας το καθολικό τυπικό. Έγινε σκάνδαλο που έκανε να ξεσπάσει το αντι-λατινικό μίσος του πλήθους που, όπως λέγεται, κάποιος από το περιβάλλον του αυτοκράτορα συνόψισε με την περίφημη φράση «Κρειττότερον έστι ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκου ή καλύπτραν λατινικήν».
Ο τελευταίος πατριάρχης που ορίστηκε από τον αυτοκράτορα, ο Γρηγόριος Μελισσηνός, είχε ήδη καταφύγει στη Ρώμη από το 1450, έτσι κατά την πολιορκία δεν υπήρχε ούτε πατριάρχης στο Βυζάντιο. Όσο για τους χριστιανούς μονάρχες ήταν απασχολημένοι με τις δικές τους αντιζηλίες και ανταγωνισμούς. Μόνο η Γένοβα έστειλε 700 άντρες της φρουράς της στη Χίο, που διοικητής τους ήταν ο Ιουστινιάνης. Αμέσως μετά έκλεισε ο Κεράτιος κόλπος με μια βαριά αλυσίδα.
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης κράτησε 54 ημέρες, από τις 6 Απριλίου ως τις 29 Μαΐου. Οι υπερασπιστές της διέθεταν γύρω στους 8.500 άνδρες ενώ ο τακτικός οθωμανικός στρατός ξεπερνούσε τους 50.000. Τα κανόνια που σφυροκοπούσαν την πόλη ξεπερνούσαν κάθε προηγούμενο σε μέγεθος. Οθωμανικές και δυτικές πηγές συμφωνούν ότι οι Οθωμανοί μπήκαν στην πόλη με γενική έφοδο, διασχίζοντας ένα από τα ρήγμτα που άνοιξαν τα κανόνια. Η κύρια τακτική δύναμη των υπερασπιστών ήταν ένα απόσπασμα Γενοβέζων μισθοφόρων, ενώ όταν ο αρχηγός τους πληγώθηκε και αποσύρθηκε το ηθικό των αμυνόμενων κατέρρευσε. Στην υπεράσπιση των τειχών συμμετείχαν ακόμη ο Βενετός μπάιλος και ο διεκδικητής του οθωμανικού θρόνου Ορχάν. Στη διάρκεια της πολιορκίας, αναφέρει ο Χαλίλ Ιναλτζίκ, πολλοί από τους Ρωμιούς μισθοφόρους του αυτοκράτορα έφυγαν για τις εστίες τους, και σημειώθηκαν ταραχές ανάμεσα στους ντόπιους και τους Ιταλούς.
Όταν ο αυτοκράτορας αρνήθηκε να παραδοθεί οι Οθωμανοί προετοίμασαν την τελευταία τους έφοδο για τις 29 Μαΐου. Το πρωί της 29ης Μαίου ο οθωμανικός στρατός ξεπερνώντας κάθε αντίσταση μπήκε στην Πόλη από ένα ρήγμα του τείχους. Κατά την επόμενη 25ετία ο Μωάμεθ ο Β’ επιδόθηκε σε διαδοχικές εκστρατείες, που κατέληξαν στη δημιουργία μιας συγκεντρωτικής αυτοκρατορίας στη Ρούμελη και τη Μικρά Ασία.
*********
Σύμφωνα με τον Braudel, στα Βαλκάνια και στην Εγγύς Ανατολή, η οθωμανική κυριαρχία συνέπεσε με μια έκδηλη υλική ευημερία και με έντονη δημογραφική άνοδο. Πόλεις δυναμικές κάνουν την εμφάνισή τους. Η Κωνσταντινούπολή το 1453 μετά βίας αριθμεί 80.000 κατοίκους, και πάλι δεν είναι βέβαιο. Τον 16ο αιώνα, αφού έχει γίνει Ισταμπούλ, φτάνει τις 700.000, μαζί με την ελληνική συνοικία του Πέραν, στην άλλη πλευρά του Κεράτιου, και με το Σκούταρι, που βρίσκεται στην Ασία, στην απέναντι πλευρά του Βοσπόρου.
Αυτή η πρωτεύουσα, όπου μεγάλη χλιδή και απίστευτη αθλιότητα συνυπάρχουν, όπως και σε όλες τις μεγάλες πόλεις, δημιούργησε ζηλεμένα πρότυπα ενός αυτοκρατορικού πολιτισμού, που ακτινοβολεί στα πέρατα της οικουμένης, την εποχή των Οσμανλήδων, και στέλνει παντού τα σχέδια των τεράστιων τζαμιών της, όπως το Σουλεϊμανιέ, το τέμενος που ανεγέρθηκε για τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή.
Το πραγματικό αυτό οθωμανικό μεγαλείο, που στη συνέχεια όλοι το αρνήθηκαν, ήρθε σταδιακά στο φως χάρη στις έρευνες των ιστορικών: τα πλουσιότατα τουρκικά αρχεία που ταξινομήθηκαν, άρχισαν να τίθενται στη διάθεση των ερευνητών και να αποκαλύπτουν ένα-ένα τα γρανάζια μιας γραφειοκρατίας πολύπλοκης, ακριβούς, προοδευτικής, αυταρχικής, ικανής να συντάξει λεπτομερείς καταγραφές, να εκπονήσει μια ομοιογενή εσωτερική πολιτική, να συγκεντρώσει αποθέματα χρυσού και αργύρου, να εγκαταστήσει συστηματικά νομάδες εποίκους στα Βαλκάνια ως ασπίδα της Αυτοκρατορίας απέναντι στην Ευρώπη, να δημιουργήσει ένα σύστημα υποχρεωτικής εργασίας και έναν αυστηρά και σκληρά εκπαιδευμένο στρατό.
Κατά τα χρόνια του Σουλεϊμάν Α΄ (1520-1566) χάρη στις αλλεπάλληλες στρατιωτικές επιτυχίες που σημείωνε, από τις χώρες της Ευρώπης μέχρι τα παράλια του Ινδικού Ωκεανού, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε οικειοποιηθεί τον τίτλο μιας παγκόσμιας δύναμης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία του ύστερου 16ου αιώνα, με τη διοικητική και οργανωτική της παράδοση, τη δημοσιονομική της πολιτική, το γαιοκτητικό της σύστημα και τη στρατιωτική της δομή, αποτελούσε ένα από τα πιο προωθημένα παραδείγματα μεσανατολικού κράτους.
Αλλά τον 17ο αιώνα, ύστερα από αδιάκοπες πολεμικές συγκρούσεις, η ισορροπία έγειρε προς το μέρος της Δύσης. Η ισχύς των Οθωμανών εκφυλίστηκε και κατά τον 18ο αιώνα η ολοφάνερη ανωτερότητα των Δυτικών οδήγησε στην πολιτική και οικονομική εξάρτηση της αυτοκρατορίας από την Ευρώπη. Στην τελευταία της φάση, η επιβίωση και η ενδεχόμενη κατάρρευση της αυτοκρατορίας μετατράπηκε σε ευρωπαϊκό πολιτικό πρόβλημα, το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα. Η πολιτική ζωή του οθωμανικού κράτους συνεχίστηκε υπό ευρωπαϊκή κηδεμονία ως το 1920.
Πηγές:
-Ιναλτζίκ, Χαλίλ, Η Οθωμανική Αυτοκρατορία-Η κλασική εποχή 1300-1600, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995
-Καστελλάν, Ζωρζ, Η Ιστορία των Βαλκανίων, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα χ.χ.
-Braudel, Fernard, H γραμματική των πολιτισμών, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2007.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου