ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΙ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑΝ ΕΠΟΧΗ
Γκαστ Αβρακότος (1938 – 2005)
Θρυλικός πράκτορας της CIA, με καταγωγή από τη Λήμνο, γνωστός στους κύκλους των μυστικών υπηρεσιών με τα προσωνύμια «Μίστερ Βρόμικος» και «Τζέιμς Μποντ των φτωχών». Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ήττα των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, αλλά προετοίμασε άθελά του το φαινόμενο Μπιν Λάντεν.
Ο Γκαστ Αβράκωτος (Gust Avrakotos) γεννήθηκε το 1938 στην πόλη Αλικίπα της Πενσυλβάνιας και ήταν γιος έλληνα μετανάστη από τη Λήμνο. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μικρός το σχολείο για να βοηθήσει τη φτωχή οικογένειά του. Δούλεψε αρχικά σε χαλυβουργείο και αργότερα πουλούσε τσιγάρα στις ταβέρνες της περιοχής. Επανήλθε στο σχολείο και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ το 1962.
Την ίδια χρονιά προσλήφθηκε από τη CIA, όταν το «ευαγές ίδρυμα του Λάνγκλεϊ» άνοιξε τις πόρτες του και σε αποφοίτους μη ονομαστών πανεπιστημίων. Η γνώση της Ελληνικής ήταν το κύριο προσόν που τον έφερε στην Αθήνα λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Παρέμεινε στο κλιμάκιο της CIA στην ελληνική πρωτεύουσα έως το 1978, όταν ανακλήθηκε στην Ουάσιγκτον, επειδή «κάηκε» ως πράκτορας από τις αποκαλύψεις του συναδέλφου του Φίλιπ Έιτζι.
Στην Αθήνα ήταν ο σύνδεσμος της υπηρεσίας με τους χουντικούς και ιδιαίτερα με τον αόρατο δικτάτορα Δημήτριο Ιωαννίδη. Συνεργάστηκε άψογα μαζί τους, αφού τους συνέδεε ο σκληρός αντικομμουνισμός. Τους συμβούλεψε, μάλιστα, να μη δώσουν στον Ανδρέα Παπανδρέου διαβατήριο για το εξωτερικό, όπως ζητούσε ο Λευκός Οίκος, αλλά «να... εκτελέσουν τον αλήτη, γιατί θα επιστρέψει και θα τον βρείτε μπροστά σας»!
Η δυσκολότερη στιγμή της ελληνικής του καριέρας ήταν η δολοφονία του προϊσταμένου του Ρίτσαρντ Γουέλς από την πρωτοεμφανιζόμενη τότε «17 Νοέμβρη» (23 Δεκεμβρίου1975). Ζήτησε από τους προϊσταμένους του στην Αμερική να του δώσουν το «πράσινο φως» για να ανακαλύψει τους δολοφόνους και να τους πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Το αίτημά του απερρίφθη.
Μετά την Αθήνα, ο Αβρακότος έμεινε χωρίς δουλειά, αφού η CIA αδυνατούσε να του βρει μια αποστολή. Τον θεωρούσε άξεστο, αγροίκο και βρωμόστομο. Το προφίλ του έλληνα μετανάστη δεν ταίριαζε με τους ραφινάτους τρόπους ενός αγγλοσάξονα πράκτορα της «Εταιρείας». Αφού επέζησε μιας μεγάλης εκκαθάρισης στα τέλη της δεκαετίας του '70, τελικά βρήκε μια θέση στο σταθμό της CIA στη Βηρυτό, όπου διέπρεψε και έκανε το μεγάλο όνομα.
Στο γραφείο της Βηρυτού υπαγόταν και η περιοχή του Αφγανιστάν, στην οποία από το 1979 είχαν εισβάλει οι Σοβιετικοί για να υποστηρίξουν το φιλικό τους καθεστώς. Οι Αμερικανοί ανησύχησαν και ο πρόεδρος Κάρτερ συνέστησε ένα γραφείο στο Λευκό Οίκο για την παρακολούθηση της κατάστασης. Αρχικά, το γραφείο υπολειτουργούσε, αλλά η έλευση του Ρόναλντ Ρίγκαν στην εξουσία άλλαξε το σκηνικό.
Με την υποστήριξη της πανίσχυρης επιτροπής του Κογκρέσου για τις μυστικές υπηρεσίες, της οποίας προΐστατο ένας παθιασμένος αντικομουνιστής, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τσαρλς Γουίλσον, προετοιμάστηκε μια γιγαντιαία συγκεκαλυμμένη επιχείρηση για την ενίσχυση των αφγανών μουτζαχεντίν, που μάχονταν τους Σοβιετικούς. Ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση στην ιστορία της CIA, που της απορρόφησε το 70% του προϋπολογισμού της.
Ο Αβρακότος ήταν ο άνθρωπος που την έφερε σε πέρας. Πήγε στο Κάιρο και αγόρασε εκατοντάδες χιλιάδες «Καλάσνικοφ» από τα αποθέματα του αιγυπτιακού στρατού, ενώ σε συμφωνία με τους Πακιστανούς, οι μουτζαχεντίν εκπαιδεύτηκαν στο έδαφός τους από άνδρες της CIA. Το πρόβλημα της μεταφοράς του οπλισμού στα κακοτράχαλα εδάφη του Αφγανιστάν το αντιμετώπισε με ευφάνταστο τρόπο. Αγόρασε μουλάρια από την Κύπρο, τα φόρτωσε σε ένα καράβι και μέσω Πακιστάν τα πολεμοφόδια έφθασαν και στα πιο δυσπρόσιτα λημέρια των ανταρτών από τα συμπαθή τετράποδα.
Η χαριστική βολή για τους Σοβιετικούς ήλθε με τους αντιαεροπορικούς πυραύλους «Στίγκερ», που προμήθευσε ο Αβρακότος στους αντάρτες. Οι πύραυλοι αυτοί προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στη Σοβιετική Αεροπορία. Και χωρίς ικανή αεροπορική κάλυψη ήσαν καταδικασμένοι. Οι Σοβιετικοί βρέθηκαν τότε σε πολύ δύσκολη θέση. Η επιχείρηση «Αφγανιστάν» τους κόστιζε πάνω από 3 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, τα θύματα ήταν πολλά, η οικονομία της χώρας παρέπαιε. Έτσι, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πήρε την απόφαση να αποσύρει τις σοβιετικές δυνάμεις από την περιοχή το 1989.
Η συνεισφορά του ελληνοαμερικανού πράκτορα ήταν καθοριστική στο αποκληθέν «ρωσικό Βιετνάμ», που αποτέλεσε τον επιθανάτιο ρόγχο της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως, σε βάθος χρόνου, η επιχείρηση αυτή γύρισε εις βάρος των Αμερικανών και ο οπλισμός και τα χρήματα που έδωσαν στους Μουτζαχεντίν έθρεψαν το φαινόμενο των Ταλιμπάν και του Μπιν Λάντεν, τους οποίους σήμερα μάχονται οι Αμερικανοί στο Αφγανιστάν και όχι μόνο.
Ο Αβρακότος συνταξιοδοτήθηκε το 1989 και στη συνέχεια απασχολήθηκε ως δημοσιογράφος και αναλυτής στη News Corp. του Ρούμπερτ Μέρντοχ. Το 1997 επανήλθε ως σύμβουλος στη CIA, όταν στο τιμόνι της βρισκόταν ένας άλλος ελληνοαμερικανός, ο Τζορτζ Τένετ. Το 2003 εγκατέλειψε οριστικά το πρακτοριλίκι και την 1η Δεκεμβρίου 2005 τα εγκόσμια. Τέλεσε δύο γάμους και απέκτησε ένα γιο.
Η δράση του καλυπτόταν από πέπλο σιωπής, μέχρις ότου έγινε γνωστή το 2003 από τον αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Κράιλ στο βιβλίο του «Ο Πόλεμος του Τσάρλι Γουίλσον» («Charlie Wilson's War»). Τα δικαιώματα του βιβλίου αγόρασε ο Τομ Χανκς και χρηματοδότησε την ομώνυμη ταινία. Τη σκηνοθέτησε ο Μάικλ Νίκολς και πρωταγωνιστούν ο Τομς Χάνκς και η Τζούλια Ρόμπερτς. Το ρόλο του Αβρακότου στην ταινία ερμηνεύει ο γνωστός ηθοποιός Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν.
Σίντνεϊ Ράιλι (1874 – 1925)
Ρωσοεβραίος τυχοδιώκτης και κατάσκοπος, το πρότυπο του Ίαν Φλέμινγκ για τον Τζέιμς Μποντ. Ο «Άσσος των Κατασκόπων», όπως ονομάσθηκε, προσέφερε τις υπηρεσίες του σε τουλάχιστον τρία κράτη, κυρίως, όμως, στη Μεγάλη Βρετανία. Όλη η ζωή του κινήθηκε μεταξύ ιστορίας και μύθου.
Ο Σίντνεϊ Ράιλι (Sidney Reilly) γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου 1874 στην Οδησσό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (νυν Ουκρανίας). Το πραγματικό του όνομα, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, ήταν Σολομόν (Σλόμο) Ρόζενμπλουμ και ήταν νόθος γιος ενός εβραίου γιατρού. Σε ηλικία 19 ετών συλλαμβάνεται από την «Οχράνα» (τη μυστική αστυνομία του Τσάρου) για συμμετοχή στην επαναστατική οργάνωση «Οι Φίλοι του Διαφωτισμού». Δραπετεύει και αφού σκηνοθετεί το θάνατό του, μπαρκάρει σε ένα πλοίο με προορισμό τη Βραζιλία.
Στη νέα του πατρίδα κάνει διάφορες δουλειές με το όνομα Πέδρο. Η ζωή του αλλάζει, όταν βοηθά μια ομάδα βρετανών αξιωματικών να βγουν σώοι από μια αποστολή τους στον Αμαζόνιο. Αυτοί αναγνωρίζουν τις ικανότητές του και τον προτείνουν στις μυστικές υπηρεσίες της πατρίδας τους. Παίρνει βρετανικό διαβατήριο με το όνομα Σίντνεϊ Ρόζενμπλουμ. Το 1896 εγκαθίσταται σε μια ακριβή γειτονιά του Λονδίνου και ιδρύει τη δικά του επιχείρηση με τον τίτλο «Ozone Preparations Company» και παρέχει θεραπευτικές υπηρεσίες στους πελάτες του με το όνομα Ζίγκμουντ Ρόζενμπλουμ. Παράλληλα, κατασκοπεύει τους ρώσους εμιγκρέδες στο Λονδίνο για λογαριασμό της Σκότλαντ Γιαρντ.
Το 1897 γνωρίζεται με μια πανέμορφη νεαρή κυρία, τη Μάργκαρετ Τόμας, σύζυγο ενός γηραιού και πάμπλουτου ιερωμένου. Την ερωτεύεται σφόδρα κι ένα χρόνο αργότερα την παντρεύεται, αφού στο μεταξύ ο σύζυγός της έχει πεθάνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Κουμπάροι στο γάμο του ήταν δύο ανώτατοι υπάλληλοι των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας. Ο Σίντνεϊ Ρόζενμπλουμ είναι τώρα πλούσιος, όπως το επιθυμούσε, και εμφανίζεται με νέο όνομα, το αριστοκρατικό Σίντνεϊ Τζορτζ Ράιλι.
Η νέα του ταυτότητα του δίνει την ευκαιρία να επισκεφθεί μαζί με τη γυναίκα του τη Ρωσία το 1899. Τα επόμενα χρόνια ο Ράιλι έδωσε πολύτιμες πληροφορίες στους Άγγλους για το πετρελαϊκό πρόγραμμα της τσαρικής Ρωσίας και της Περσίας, την πρόοδο κατασκευής του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου και τα ναυτικά οχυρωματικά έργα της Ρωσίας στη Μαντζουρία. Με το αζημίωτο έθεσε στη διάθεση των Ιαπώνων τα σχέδια για τα οχυρωματικά έργα της Ρωσίας, κατά τη διάρκεια του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου (1904-1905).
Το 1905 βρίσκεται με αποστολή στη Γαλλία για τα πετρέλαια της Περσίας και του Ιράκ, που τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μεταμφιεσμένος σε παπά ανέβηκε ως φιλοξενούμενος στο γιοτ του Ροτσίλντ στην Κυανή Ακτή και έπεισε τον άγγλο επιχειρηματία Γουίλιαμ Νοξ Ντ' Αρσί, που είχε τα δικαιώματα εξόρυξης πετρελαίου στις ανωτέρω περιοχές, να τα πουλήσει στη Βρετανία, προς μεγάλη απογοήτευση των Γάλλων και των Ροτσίλντ, που είχαν σχεδόν συμφωνήσει.
Στη συνέχεια ανέλαβε ειδικές αποστολές στην Αυτοκρατορική Γερμανία, που είχε αποδυθεί σε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα εξοπλισμών. Αποκάλυψε στους προϊσταμένους του τα τεχνολογικά της επιτεύγματα στον τομέα της αεροπλοΐας και ολόκληρο το πενταετές ναυπηγικό της πρόγραμμα, τρία χρόνια πριν από την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου πήρε μέρος σε πολλές αποστολές στα μετόπισθεν του εχθρού.
Η πιο παράτολμη αποστολή που ανέλαβε ήταν η ανατροπή των Μπολσεβίκων στη Ρωσία και η δολοφονία του Λένιν. Το Μάιο του 1918 βρέθηκε στη Μόσχα για να οργανώσει την επιχείρηση, σε συνεργασία με ντόπιους αντικαθεστωτικούς. Αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, όταν θα συνεδρίαζε το Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισαρίων υπό τον Λενιν στο θέατρο Μπαλσόι. Όμως, τους πρόλαβε η σοσιαλίστρια Φάνια Καπλάν στις 30 Αυγούστου 1918, όταν αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Λένιν. Η «Τσεκά» (η μυστική υπηρεσία των Μπολσεβίκων) εξαπέλυσε πογκρόμ συλλήψεων («Ερυθρά Τρομοκρατία») και η επιχείρηση του Ράιλι ματαιώθηκε.
Ο Ράιλι αποκαλύφθηκε έπειτα από δημοσιεύματα του Τύπου και μόλις που πρόλαβε να εγκαταλείψει τη Ρωσία. Τις επόμενες μέρες καταδικάσθηκε σε θάνατο από επαναστατικό δικαστήριο. Κάποιοι συγγραφείς επιμένουν ότι ο Ράιλι συνεργάστηκε με τις ρωσικές αρχές για να εξασφαλίσει τη φυγή του, αποκαλύπτοντας ονόματα συνεργών του. Τον Σεπτέμβριο του 1925, σοβιετικοί πράκτορες της OGPU (διαδόχου της «Τσεκά»), παριστάνοντας τους αντικαθεστωτικούς, τον κάλεσαν να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ένωση για να οργανώσει ένα νέο αντάρτικο κατά του καθεστώτος. Τον παγίδευσαν μόλις πέρασε τα σύνορα και τον συνέλαβαν. Με βάση τη θανατική ποινή του 1918 εκτελέστηκε σε ένα δάσος κοντά στη Μόσχα στις 6 Νοεμβρίου 1925.
Ο Ράιλι αναμίχθηκε και στα πολιτικά πράγματα της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1924 χάλκευσε μια επιστολή του Ζινόβιεφ (ηγετικού στελέχους του ΚΚΣΕ), με την οποία δήλωνε την υποστήριξη της Μόσχας προς το κυβερνών Εργατικό κόμμα. Η επιστολή δημοσιεύτηκε στη «Ντέιλι Μέιλ» τέσσερις μέρες πριν από τις εκλογές και συνέβαλε καθοριστικά στην ήττα των Εργατικών και στην άνοδο στην εξουσία των Συντηρητικών.
Ο Ράιλι ήταν πολύγλωσσος (γνώριζε επτά γλώσσες), αγαπούσε την καλή ζωή, τον τζόγο και ήταν λάτρης του ωραίου φύλου. Παντρεύτηκε τρεις φορές και είχε αμέτρητες ερωμένες. Πολλά στοιχεία από την προσωπικότητά του χρησιμοποίησε ο Ίαν Φλέμινγκ για να διαμορφώσει τον μυθιστορηματικό του ήρωα Τζέιμς Μποντ ή πράκτορα 007. Αυτός που του διηγήθηκε αμέτρητες ιστορίες για τον «Άσσο των Κατασκόπων» ήταν ο κοινός τους φίλος, διπλωμάτης και δημοσιογράφος σερ Ρόμπερτ Μπρους Λόκχαρτ.
Μάτα Χάρι (1876 – 1917)
Η πιο διάσημη κατάσκοπος του κόσμου γεννήθηκε στην Ολλανδία, στις 7 Αυγούστου του 1876, με το όνομα Μαργκαρίτ Γκερτρούντι Ζελ. Το ερωτικό της ταμπεραμέντο φάνηκε από πολύ νωρίς, όταν εκδιώχθηκε από το σχολείο της, επειδή συνελήφθη να ερωτοτροπεί με τον διευθυντή. Στα 18 της παντρεύτηκε έναν σκωτσέζο αξιωματικό του Ναυτικού, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, όμως χώρισε 12 χρόνια αργότερα, λόγω του άστατου χαρακτήρα της.
Το 1905 αναζήτησε την τύχη της στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως χορεύτρια σε καμπαρέ της εποχής και γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη, με το όνομα Μάτα Χάρι (Mata Hari), που σε ινδονησιακή διάλεκτο σημαίνει «μάτι μιας νέας αυγής».
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γάλλοι της προσέφεραν ένα εκατομμύριο φράγκα για να αξιοποιήσει το διεθνές δίκτυο εραστών της, κατασκοπεύοντας τους Γερμανούς. Για το σκοπό αυτό πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και κατά την τελευταία αποστολή της στην Ισπανία, αποπλάνησε τον γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο, προκειμένου να του εκμαιεύσει απόρρητα σχέδια. Εκείνος με τη σειρά του υπονόησε μέσω τηλεγραφήματος στους δικούς του ότι η Μάτα Χάρι αποδέχθηκε να δουλεύει για όφελος της Γερμανίας.
Αν και αυτό δεν αποδείχθηκε ποτέ, με την επιστροφή της στο Παρίσι συνελήφθη από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, δικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και στις 15 Οκτωβρίου του 1917 εκτελέστηκε ως διπλή πράκτορας και υπεύθυνη για το θάνατο χιλιάδων στρατιωτών.
Ίαν Φλέμινγκ (1908 – 1964)
Άγγλος δημοσιογράφος, συγγραφέας και άνθρωπος των μυστικών υπηρεσιών, δημιουργός του Τζέμις Μποντ. Ο Ίαν Λάνκαστερ Φλέμινγκ (Ian Lancaster Fleming), όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 28 Μαΐου του 1908 στο Λονδίνο και μεγάλωσε σ’ ένα πλούσιο περιβάλλον, στη σκιά του επιτυχημένου μεγαλογαιοκτήμονα και βουλευτή πατέρα του, ο οποίος πέθανε όταν ο Ίαν ήταν 9 ετών.
Φοίτησε στο Κολέγιο του Ίτον, στη Στρατιωτική Ακαδημία του Σάντχαρστ, από την οποία αποχώρησε λόγω «διαφωνίας με το σύστημα» και συνέχισε τις σπουδές τους στην Αυστρία και τη Γερμανία. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος για το πρακτορείο Reuters και αργότερα ως χρηματιστής.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1939, ο Ίαν Φλέμινγκ άρχισε να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Πληροφοριών του βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού. Σύντομα χρίστηκε υποδιοικητής και αργότερα διοικητής. Στο περίφημο Δωμάτιο 39 του Υπουργείου Ναυτικών στο Γουάιτχολ του Λονδίνου σχεδίασε μυριάδες επικίνδυνες αποστολές, πολλές από τις οποίες έφερε εις πέρας ο ίδιος, ενώ προσέφερε τις γνώσεις του και στους Αμερικανούς για την οργάνωση της OSS, πρόδρομο της CIA.
Μετά το τέλος του πολέμου, εγκαταστάθηκε στη Τζαμάικα κι επιδόθηκε στη συγγραφή κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων, αξιοποιώντας τις γνώσεις και τη μεγάλη εμπειρία του. Το πρώτο βιβλίο του με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ ήταν το «Casino Royale», που εκδόθηκε το 1953. Ο Πράκτωρ 007 πρωταγωνίστησε συνολικά σε δώδεκα μυθιστορήματά του και εννέα σύντομες ιστορίες, πολλές από τις οποίες μεταφέρθηκαν και στη μεγάλη οθόνη.
Ο Ίαν Φλέμινγκ πέθανε στις 12 Αυγούστου του 1964, σε ηλικία 56 ετών, από καρδιακή προσβολή.
Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (1888 – 1935)
Άγγλος στρατιωτικός, αρχαιολόγος και συγγραφέας. Πολλοί Άραβες τον θεωρούν λαϊκό ήρωα για τους αγώνες του υπέρ της απελευθέρωσης των Αράβων από τον οθωμανικό και τον ευρωπαϊκό ζυγό. Αλλά και πολλοί Βρετανοί τον συγκαταλέγουν μεταξύ των μεγαλύτερων ηρώων της χώρας τους.
Ο Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (Thomas Edward Lawrence) -γνωστότερος ως Λόρενς της Αραβίας - γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου 1888 στο Τρίμεντοκ της βόρειας Ουαλίας. Από παιδί, ακόμα, τον είχε «κερδίσει» η αρχαιολογία. Αποφοίτησε αριστούχος από το Jesus College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στη μεσαιωνική αγγειοπλαστική, τις οποίες όμως εγκατέλειψε όταν του προτάθηκε να εργαστεί σε κάποιες βρετανικές αρχαιολογικές ανασκαφές στη Μέση Ανατολή. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους Άραβες, την κουλτούρα και τη γλώσσα τους, συλλέγοντας εμπειρίες που αργότερα αποδείχθηκαν ανεκτίμητες.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, ο Λόρενς στρατολογήθηκε ως στρατιωτικός σύνδεσμος μεταξύ των βρετανικών και των αραβικών δυνάμεων στο Κάιρο. Δύο χρόνια αργότερα, οι Άραβες επαναστάτησαν ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κι ο Λόρενς στάλθηκε στη Μέκκα. Η αποστολή του ήταν να κατασκοπεύσει τον άτακτο στρατό των διαφόρων αραβικών φυλών, αλλά γοητεύτηκε από το πνεύμα της ερήμου, ένωσε τους Άραβες σε τακτικό στρατό και τους οδήγησε σε νικηφόρες μάχες εναντίον των Τούρκων. Τις εμπειρίες του από την Αραβική Επανάσταση τις κατέγραψε στα κλασσικά βιβλία του «Επτά στύλοι της σοφίας: Ένας θρίαμβος» (εκδόσεις Εστία) και «Ανταρτοπόλεμος στην έρημο» (εκδόσεις Άγρα).
Μετά τον πόλεμο, εργάσθηκε στο βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών και το 1919 συμμετείχε στη Διάσκεψη των Παρισίων για την ειρήνη, όπου υποστήριξε ενθέρμως την ιδέα της αραβικής ανεξαρτησίας. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, η Συρία, η Παλαιστίνη και το Ιράκ παρέμειναν κάτω από την κυριαρχία της Γαλλίας και της Βρετανίας.
Το 1921 διορίστηκε σύμβουλος του Ουίστον Τσόρτσιλ στο Υπουργείο Αποικιών, θέση από την οποία παραιτήθηκε ένα χρόνο αργότερα για να καταταγεί στη βρετανική πολεμική αεροπορία. Προκειμένου να διατηρήσει την ανωνυμία του, χρησιμοποίησε ψεύτικο όνομα (Τόμας Έντουαρντ Ρος), κάτι που ανακάλυψαν οι εφημερίδες και αποπέμφθηκε. Κατάφερε να επανέλθει, με τη βοήθεια ενός υψηλόβαθμου φίλου του, τον Αύγουστο του 1925, με το όνομα Τόμας Έντουαρντ Σόου.
Από τη RAF αποχώρησε το Μάρτιο του 1935 και αποσύρθηκε στο αγρόκτημά του στο Ντόρσετ της Αγγλίας. Δύο μήνες αργότερα είχε ένα ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του και υπέστη βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Πέθανε στις 19 Μαΐου 1935.
Γερτρούδη Μπελ (1868 – 1926)
Αγγλίδα αρχαιολόγος, αραβολόγος, εξερευνήτρια, συγγραφέας, διπλωμάτης και κατάσκοπος, η γυναίκα που σχεδίασε τα σύνορα του σύγχρονου Ιράκ και δημιούργησε το περίφημο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βαγδάτης.
H Γκέρτρουντ Mάργκαρετ Λόθιαν Mπελ (Gertrude Margaret Lowthian Bell) γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1868 στο Γουάσινγκτον Χολ της κομητείας Ντάραμ της Αγγλίας. H οικογένειά της ήταν πολύ ισχυρή και είχε προοδευτικές απόψεις. Ένας θείος της ήταν βουλευτής του Φιλελεύθερου Κόμματος την εποχή του Ντισραέλι. Η νεαρή Γερτρούδη πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές της στο Queen’s College, ένα ιδιωτικό σχολείο θηλέων στο Λονδίνο και το 1886 έγινε δεκτή κατ’ εξαίρεση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου σπούδασε ιστορία.
Μη σκοπεύοντας να παντρευτεί, όπως κάθε κορίτσι της καλής κοινωνίας του καιρού της, έμαθε περσικά και το 1892 πήγε στην Περσία (σημερινό Ιράν), όπου ο θείος της ήταν πρεσβευτής της Βρετανίας. Εκεί έγραψε το πρώτο ταξιδιωτικό βιβλίο της «Εικόνες από την Περσία» και μετέφρασε στα αγγλικά τον μυστικιστή πέρση ποιητή Xαφίζ. Τα επόμενα δέκα χρόνια ταξίδεψε επανειλημμένα σε όλη τη Μέση Ανατολή, όπου έζησε για μακρά χρονικά διαστήματα, έμαθε αραβικά (μιλούσε ήδη γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, περσικά και τούρκικα), εξάσκησε την αρχαιολογία, που ήταν πάντα η μεγάλη της αγάπη και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν επικεφαλής σημαντικών αρχαιολογικών αποστολών στη Συρία και στο Ιράκ, για τις οποίες μάλιστα έγραψε στη συνέχεια, δημοφιλή άρθρα.
Το 1907 δημοσίευσε τις εντυπώσεις στο βιβλίο Syria: The Desert and the Sown. Την ίδια χρονιά αποτέλεσε δραστήριο μέλος της Κίνησης κατά της Ψήφου των Γυναικών (Anti-Suffrage League), επειδή, όπως πίστευε η γυναίκα-νοικοκυρά της εποχής της δεν ήταν ώριμη να επωμισθεί ένα τέτοιο βάρος. Νωρίτερα και συγκεκριμένα το 1901 το όνομά της είχε κάνει τον γύρο του κόσμου, όταν κατόρθωσε να επιβιώσει κρεμασμένη επί 53 ώρες από ένα σκοινί στη βορειοδυτική πλευρά των Άλπεων, κατά τη διάρκεια ενός ορειβατικού περιπάτου.
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο, η Mπελ, ο Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (ο γνωστός Λόρενς της Αραβίας) και άλλοι «αρχαιολόγοι-κατάσκοποι», στελέχωσαν τον μηχανισμό του βρετανικού κατασκοπευτικού μηχανισμού του Αραβικού Γραφείου, που έδρευε στο Κάιρο. Η πολιτική του Λονδίνου ευνοούσε και ενθάρρυνε τον ξεσηκωμό των αραβικών φυλών κατά των Οθωμανών, που κατείχαν σχεδόν όλη τη Μέση Ανατολή και τη δημιουργία εξαρτημένων καθεστώτων στην περιοχή. Η Γερτρούδη Μπελ θα συνεισφέρει τα μέγιστα στη διαμόρφωση της βρετανικής πολιτικής με την περίφημη αναφορά της Self - Determination in Mesopotamia (Η Αυτοδιάθεση στη Μεσοποταμία).
Το 1916 η Mπελ ταξίδεψε στη Bασόρα και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Bαγδάτη, αμέσως μετά την κατάληψή της από τους Βρετανούς, όπου ανέλαβε καθήκοντα συμβούλου του αποικιακού διοικητή της Μέσης Ανατολής, σερ Πέρσι Kοξ, για θέματα σχέσεων με τον αραβικό πληθυσμό. Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Μπελ σχεδίασε τα σύνορα ενός νέου κράτους της Μεσοποταμίας (μετέπειτα Ιράκ), που αποτελείτο από τις πρώην οθωμανικές επαρχίες της Mοσούλης, της Bαγδάτης και της Bασόρας. Η Μπελ έπεισε τον Γουίνστον Τσόρτσιλ (τότε Υπουργό Πολέμου) να ορίσει ως ανώτατο άρχοντα τον πρώην βασιλιά της Συρίας Φαϊζάλ. Η Μπελ είχε τόση επιρροή πάνω στον ιρακινό μονάρχη, που αποκλήθηκε «βασίλισσα του Ιράκ δίχως στέμμα».
Η Μπελ, εκτός από τις πολιτικές της δραστηριότητες, ενδιαφέρθηκε για τη διάσωση του πολιτισμού και της ιστορίας του Ιράκ, της χώρας που περιλαμβάνει τα σπουδαία κατάλοιπα των πολιτισμών της Μεσοποταμίας και την παραμονή τους στον τόπο καταγωγής τους. Συγκέντρωσε έτσι στη Βαγδάτη μεγάλο αριθμό σπουδαίων έργων τέχνης, όπως της Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας κι αυτή η συλλογή αποτέλεσε τον πυρήνα του μουσείου, το οποίο εγκαινιάσθηκε τον Ιούνιο του 1926, ένα μόλις μήνα πριν από το θάνατό της.
Η Μπελ επέστρεψε στην Αγγλία για λίγο το 1925, για να αντιμετωπίσει κάποια οικογενειακά θέματα περιουσιακού χαρακτήρα και σύντομα επέστρεψε στη Βαγδάτη. Στις 12 Ιουλίου 1926 βρέθηκε νεκρή στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού της, λόγω υπερβολικής δόσης υπνωτικών χαπιών. Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει αν αυτή η υπερβολική δόση ήταν μία σκόπιμη αυτοκτονία ή ατύχημα (ή ό,τι άλλο), τη στιγμή που είχε ζητήσει από την υπηρέτριά της να την ξυπνήσει.
Η Γερτρούδη Μπελ ήταν μια μοναχική γυναίκα με ισχυρό χαρακτήρα, απίστευτη ενεργητικότητα και δίψα για περιπέτεια. Ήταν αδύνατη, με πλούσια κοκκινωπά λαμπερά μαλλιά, διαπεραστικά γαλαζοπράσινα μάτια, τορνευτά χείλια και στρογγυλό πρόσωπο. Ντυνόταν προσεκτικά, με κυματιστές μουσελίνες. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε απέκτησε παιδιά, είχε όμως μία «παράνομη» σχέση με έναν παντρεμένο, τον ταγματάρχη Τσαρλς Ντότι-Γουάιλι, με τον οποίο είχε ανταλλάξει ερωτικές επιστολές (από το 1913 έως το 1915), ενώ μετά το θάνατό του στην Καλλίπολη αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη δουλειά της.
Σιμόν Μπολιβάρ (1783 – 1830)
Πολιτικός και στρατιωτικός, που αφιέρωσε τη ζωή του στην απελευθέρωση των ισπανικών αποικιών και οραματίστηκε μία ενωμένη Λατινική Αμερική. Γεννήθηκε ως Σιμόν Χοζέ Αντόνιο ντε λα Σαντίσιμα Τρινιδάδ Μπολίβαρ ι Πόντε Παλάθιος ι Μπλάνκο, στις 24 Ιουλίου 1783, στο Καράκας της σημερινής Βενεζουέλας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με βασκικές ρίζες. Η οικογένειά του εκμεταλλευόταν μεταλλεία χρυσού και σιδήρου και ο Μπολίβαρ χρησιμοποίησε μέρος από τα έσοδά τους για να χρηματοδοτήσει τους απελευθερωτικούς πολέμους.
Μετά το θάνατό των γονέων του, την κηδεμονία του ανέλαβε ένας θείος, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωση και την καλλιέργεια του ανιψιού του προσλαμβάνοντας άριστους παιδαγωγούς. Μεταξύ αυτών, ο Σιμόν Ροδρίγκες, ο οποίος μύησε τον νεαρό Σιμόν στα έργα σπουδαίων ευρωπαίων διανοητών, από τον Τζον Λοκ και τον Ανταμ Σμιθ ως τον Βολταίρο και τον Ρουσό. Το 1799 μετέβη στην Ισπανία για να συμπληρώσει την εκπαίδευσή του. Σ' ένα διάλειμμα των σπουδών και των ταξιδιών του παντρεύτηκε τη νεαρή ισπανίδα ευγενή Μαρία Τερέζα Ροδρίγκεθ ντελ Τόρο ι Αλάισα. Ο γάμος κράτησε λίγο, καθώς σ' ένα ταξίδι τους στο Καράκας, το 1803, η Μαρία Τερέζα προσβλήθηκε από κίτρινο πυρετό και πέθανε.
Το 1807 ο Μπολιβάρ επέστρεψε στο Καράκας και συμμετείχε στην εξέγερση κατά των ισπανών κατακτητών, που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση εξαιτίας των Ναπολεόντειων Πολέμων. Με την επικράτηση των επαναστατών, το 1810, ο Μπολιβάρ ανέλαβε την αποστολή να μεταβεί στο Λονδίνο για να ζητήσει βοήθεια από τους Άγγλους, οι οποίοι, όμως, κράτησαν αυστηρή ουδετερότητα. Το μόνο κέρδος από αυτό το ταξίδι ήταν η γνωριμία του με τον εξόριστο Φρανσίσκο ντε Μιράντα, ο οποίος το 1806 είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να ελευθερώσει τη Βενεζουέλα. Ο Μιράντα διέγνωσε τα προσόντα του Μπολίβαρ και τον έπεισε να επιστρέψει στο Καράκας για να αναλάβει την ηγεσία του απελευθερωτικού κινήματος.
H Βενεζουέλα κήρυξε την ανεξαρτησία της στις 5 Ιουλίου 1811 (Πρώτη Δημοκρατία) και ο 28χρονος Μπολίβαρ κατατάχθηκε στο στρατό. Πολύ σύντομα, όμως, άρχισαν να εκδηλώνονται διαφωνίες ανάμεσα στον Μπολιβάρ και στον Μιράντα, με αποτέλεσμα οι Ισπανοί να κατορθώσουν να επιβληθούν και πάλι. Ωστόσο, ο Μπολιβάρ ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα. Το 1812 κατέφυγε στην Καρθαγένη της Νέας Γρανάδας (σημερινή Κολομβία), όπου δημοσίευσε την πρώτη του πολιτική διακήρυξη, το «Μανιφέστο της Καρθαγένης», στο οποίο ανέλυε τις αιτίες της ήττας στη Βενεζουέλα και παρακινούσε τους επαναστάτες να συντρίψουν τους Ισπανούς. Από εκεί θα ξεκινήσει ένα χρόνο αργότερα η αποκληθείσα «Θαυμαστή Εκστρατεία» (Campana Admirable), που θα οδηγήσει το 1821 στη Μεγάλη Κολομβία.
Στις 6 Αυγούστου 1813 εισέρχεται και πάλι θριαμβευτικά στο Καράκας, επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος και ο λαός τον αποθεώνει και τον αποκαλεί «Απελευθερωτή» (El Libertador). Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, όμως, στις τάξεις των επαναστατών πολύ σύντομα οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο και έδωσαν πάλι την ευκαιρία στους Ισπανούς να καταλύσουν και τη Δεύτερη Δημοκρατία της Βενεζουέλας.
Ο Μπολιβάρ βρίσκεται εξόριστος στην Τζαμάικα και τον Δεκέμβριο του 1815 καταφεύγει στην Αϊτή, όπου ο διοικητής της Αλεξάντρ Πετιόν τον υποδέχεται ως ήρωα. Του παρέχει όπλα και πυρομαχικά, ενώ ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών και μαχητών της ελευθερίας τάσσονται στο πλευρό του. Το μόνο αίτημα του προέδρου της Αϊτής είναι η απελευθέρωση όλων των σκλάβων, στις χώρες που θα αποτίναζαν την ισπανική κυριαρχία. Σε μία σειρά επιστολών του, που γράφει στην Τζαμάικα και την Αϊτή, ο Μπολιβάρ αναλύει το όραμά του για την απελευθέρωση όλων των χωρών που βρίσκονταν υπό ισπανική κυριαρχία, από τη Χιλή και την Αργεντινή ως το Μεξικό.
Ο Μπολιβάρ εισέβαλε και πάλι στη Βενεζουέλα το 1817, εγκατέστησε επαναστατική κυβέρνηση και εξελέγη πρόεδρος της χώρας. Τα μέτρα της κατάργησης της δουλείας και της παραχώρησης γης στους στρατιώτες του απελευθερωτικού στρατού έκαναν τον Μπολιβάρ πολύ δημοφιλή στις μάζες. Συνεχίζει να απελευθερώνει εδάφη από χώρες υπό ισπανικό ζυγό και στις 7 Δεκεμβρίου 1821 ανακηρύσσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μεγάλης Κολομβίας, που περιλαμβάνει τη Βενεζουέλα, την Κολομβία, τον Παναμά και τον Ισημερινό (Εκουαδόρ). Στο Κίτο, ο Μπολιβάρ θα συναντήσει τη γυναίκα των ονείρων του, την επαναστάτρια Μανουέλα Σάενς, η οποία θα του συμπαρασταθεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1822 ο Μπολιβάρ συμμετέχει στις δυνάμεις που μάχονται για την ανεξαρτησία του Περού και στις 10 Φεβρουαρίου 1824 εκλέγεται δικτάτωρ από το Κογκρέσο των απελευθερωμένων περιοχών της χώρας. Αναδιοργανώνει στρατιωτικά και πολιτικά το νέο κράτος κι ένα χρόνο αργότερα βοηθά τους κατοίκους του Άνω Περού να αποτινάξουν τον ισπανικό ζυγό. Πρώτο του μέλημα είναι η ψήφιση Συντάγματος, που διακρίνεται για τις φιλελεύθερες αρχές του. Το Κογκρέσο του Άνω Περού για να τιμήσει τον Μπολιβάρ ονομάζει τη χώρα Βολιβία (6 Αυγούστου 1825).
Το 1826 προσπάθησε να θέσει σε εφαρμογή ένα ακόμη σχέδιό του: τη δημιουργία συνομοσπονδίας των αμερικανικών κρατών. Για το σκοπό αυτό συνήλθε στον Παναμά μια παναμερικανική συνδιάσκεψη, όπου τα κράτη της Μεγάλης Κολομβίας, το Περού, η Βολιβία, το Μεξικό, η Κεντρική Αμερική και οι Ενωμένες Επαρχίες του Ρίο ντε λα Πλάτα (η σημερινή Αργεντινή) υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας και κάλεσαν και τα υπόλοιπα κράτη της αμερικανικής ηπείρου να την προσυπογράψουν. Όμως, το μεγαλεπήβολο σχέδιό του δεν ευωδόθηκε, λόγω των αντιδράσεων και των αντιζηλιών που προκλήθηκαν. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατηγόρησαν τον Μπολιβάρ για βοναπαρτισμό.
Ο απογοητευμένος Μπολιβάρ στράφηκε στη συνέχεια στα εσωτερικά της Μεγάλης Κολομβίας, που παρουσίαζε μεγάλα προβλήματα διακυβέρνησης, εξαιτίας της μεγάλης της έκτασης, αλλά και της ύπαρξης αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων στις περιοχές, που την αποτελούσαν. Τον Απρίλιο του 1828 συγκάλεσε στην Οκάνια, Συντακτική Συνέλευση. Το σχέδιό του για ένα ομοσπονδιακό κράτος, που θα εγγυάτο και θα υπεράσπιζε τα ατομικά δικαιώματα, δεν ήταν ρεαλιστικό. Αντ' αυτού, ο Μπολιβάρ πρότεινε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους με ισχυρή κεντρική εξουσία και ισόβιο πρόεδρο, ο οποίος θα είχε το δικαίωμα επιλογής του διαδόχου του. Οι φιλελεύθεροι αντέδρασαν στις πανίσχυρες εξουσίες του προέδρου, αντιπροτείνοντας ένα σύστημα με «ψαλιδισμένες» τις εξουσίες της κεντρικής εξουσίας.
Εξοργισμένος από την εξέλιξη αυτή, ο Μπολίβαρ αποχωρεί με τους υποστηρικτές του από τη Συντακτική Συνέλευση και ανακηρύσσει τον εαυτό του δικτάτορα, στις 27 Αυγούστου 1828. Πίστευε ότι η αυταρχική αυτή λύση θα διαρκούσε λίγο, μέχρις ότου ο ίδιος ανακτήσει τις πολιτικές πρωτοβουλίες και διασώσει την ενότητα της Μεγάλης Κολομβίας. Τον Σεπτέμβριο του 1828 διαφεύγει μιας απόπειρας δολοφονίας,χάρη στον φύλακα - άγγελο, τη Μανουέλα Σάενς και στις 27 Απριλίου 1830 παραιτείται, όταν οι φυγόκεντρες τάσεις αποσυνθέτουν τη Μεγάλη Κολομβία. Σκοπεύει να φύγει στην Ευρώπη, αλλά τον προλαβαίνει ο θάνατος. Η φυματίωση από την οποία έχει προσβληθεί τον καταβάλλει στις 17 Δεκεμβρίου του 1830.
Στο νεκρικό κρεβάτι, ο Μπολίβαρ ζήτησε από τον υπασπιστή του στρατηγό Ντάνιελ Φλορένσιο Ο' Λίρι να κάψει το προσωπικό του αρχείο. Ο στρατηγός δεν υπάκουσε κι έτσι τα γραπτά του διασώθηκαν, τροφοδοτώντας με πολύτιμο υλικό τους ιστορικούς. Στα κείμενά του Μπολιβάρ διαφαίνεται η κλασσική φιλελεύθερη σκέψη του (χωρισμός των εξουσιών, ανεξιθρησκία, δικαίωμα στην ιδιοκτησία και κράτος δικαίου). Ο Μπολίβαρ υπήρξε μέγας θαυμαστής της Αμερικανικής Επανάστασης και λιγότερο της Γαλλικής. Αγαπημένα του βιβλία, τα οποία είχε πάντα μαζί του, το «Πνεύμα των Νόμων» του Μοντεσκιέ και ο «Πλούτος των Εθνών» του Άνταμ Σμιθ.
Ο Σιμόν Μπολίβαρ υπήρξε μία προσωπικότητα παγκοσμίου βεληνεκούς. Λατρεύτηκε ως ήρωας, ως αγνός και ανιδιοτελής πατριώτης, που ανάλωσε την προσωπική του περιουσία για τα ιδανικά της ελευθερίας. Ποιήματα εγράφησαν προς τιμή του και μνημεία αναγέρθηκαν σε πολλές πόλεις της Αμερικής, ενώ η μνήμη του είναι ζωντανή μέχρι σήμερα. Ο μεγάλος κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μας δίνει μια μυθιστορηματική περιγραφή των τελευταίων ημερών της ζωής του στο βιβλίο του «Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του» (εκδόσεις Λιβάνη), ενώ ο σπουδαίος έλληνας σουρεαλιστής ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος έγραψε ένα συγκλονιστικό ποίημα, το οποίο τιτλοφορεί «Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα».
ΠΗΓΗ: ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.GR
Θρυλικός πράκτορας της CIA, με καταγωγή από τη Λήμνο, γνωστός στους κύκλους των μυστικών υπηρεσιών με τα προσωνύμια «Μίστερ Βρόμικος» και «Τζέιμς Μποντ των φτωχών». Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ήττα των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, αλλά προετοίμασε άθελά του το φαινόμενο Μπιν Λάντεν.
Ο Γκαστ Αβράκωτος (Gust Avrakotos) γεννήθηκε το 1938 στην πόλη Αλικίπα της Πενσυλβάνιας και ήταν γιος έλληνα μετανάστη από τη Λήμνο. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μικρός το σχολείο για να βοηθήσει τη φτωχή οικογένειά του. Δούλεψε αρχικά σε χαλυβουργείο και αργότερα πουλούσε τσιγάρα στις ταβέρνες της περιοχής. Επανήλθε στο σχολείο και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ το 1962.
Την ίδια χρονιά προσλήφθηκε από τη CIA, όταν το «ευαγές ίδρυμα του Λάνγκλεϊ» άνοιξε τις πόρτες του και σε αποφοίτους μη ονομαστών πανεπιστημίων. Η γνώση της Ελληνικής ήταν το κύριο προσόν που τον έφερε στην Αθήνα λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Παρέμεινε στο κλιμάκιο της CIA στην ελληνική πρωτεύουσα έως το 1978, όταν ανακλήθηκε στην Ουάσιγκτον, επειδή «κάηκε» ως πράκτορας από τις αποκαλύψεις του συναδέλφου του Φίλιπ Έιτζι.
Στην Αθήνα ήταν ο σύνδεσμος της υπηρεσίας με τους χουντικούς και ιδιαίτερα με τον αόρατο δικτάτορα Δημήτριο Ιωαννίδη. Συνεργάστηκε άψογα μαζί τους, αφού τους συνέδεε ο σκληρός αντικομμουνισμός. Τους συμβούλεψε, μάλιστα, να μη δώσουν στον Ανδρέα Παπανδρέου διαβατήριο για το εξωτερικό, όπως ζητούσε ο Λευκός Οίκος, αλλά «να... εκτελέσουν τον αλήτη, γιατί θα επιστρέψει και θα τον βρείτε μπροστά σας»!
Η δυσκολότερη στιγμή της ελληνικής του καριέρας ήταν η δολοφονία του προϊσταμένου του Ρίτσαρντ Γουέλς από την πρωτοεμφανιζόμενη τότε «17 Νοέμβρη» (23 Δεκεμβρίου1975). Ζήτησε από τους προϊσταμένους του στην Αμερική να του δώσουν το «πράσινο φως» για να ανακαλύψει τους δολοφόνους και να τους πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Το αίτημά του απερρίφθη.
Μετά την Αθήνα, ο Αβρακότος έμεινε χωρίς δουλειά, αφού η CIA αδυνατούσε να του βρει μια αποστολή. Τον θεωρούσε άξεστο, αγροίκο και βρωμόστομο. Το προφίλ του έλληνα μετανάστη δεν ταίριαζε με τους ραφινάτους τρόπους ενός αγγλοσάξονα πράκτορα της «Εταιρείας». Αφού επέζησε μιας μεγάλης εκκαθάρισης στα τέλη της δεκαετίας του '70, τελικά βρήκε μια θέση στο σταθμό της CIA στη Βηρυτό, όπου διέπρεψε και έκανε το μεγάλο όνομα.
Στο γραφείο της Βηρυτού υπαγόταν και η περιοχή του Αφγανιστάν, στην οποία από το 1979 είχαν εισβάλει οι Σοβιετικοί για να υποστηρίξουν το φιλικό τους καθεστώς. Οι Αμερικανοί ανησύχησαν και ο πρόεδρος Κάρτερ συνέστησε ένα γραφείο στο Λευκό Οίκο για την παρακολούθηση της κατάστασης. Αρχικά, το γραφείο υπολειτουργούσε, αλλά η έλευση του Ρόναλντ Ρίγκαν στην εξουσία άλλαξε το σκηνικό.
Με την υποστήριξη της πανίσχυρης επιτροπής του Κογκρέσου για τις μυστικές υπηρεσίες, της οποίας προΐστατο ένας παθιασμένος αντικομουνιστής, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τσαρλς Γουίλσον, προετοιμάστηκε μια γιγαντιαία συγκεκαλυμμένη επιχείρηση για την ενίσχυση των αφγανών μουτζαχεντίν, που μάχονταν τους Σοβιετικούς. Ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση στην ιστορία της CIA, που της απορρόφησε το 70% του προϋπολογισμού της.
Ο Αβρακότος ήταν ο άνθρωπος που την έφερε σε πέρας. Πήγε στο Κάιρο και αγόρασε εκατοντάδες χιλιάδες «Καλάσνικοφ» από τα αποθέματα του αιγυπτιακού στρατού, ενώ σε συμφωνία με τους Πακιστανούς, οι μουτζαχεντίν εκπαιδεύτηκαν στο έδαφός τους από άνδρες της CIA. Το πρόβλημα της μεταφοράς του οπλισμού στα κακοτράχαλα εδάφη του Αφγανιστάν το αντιμετώπισε με ευφάνταστο τρόπο. Αγόρασε μουλάρια από την Κύπρο, τα φόρτωσε σε ένα καράβι και μέσω Πακιστάν τα πολεμοφόδια έφθασαν και στα πιο δυσπρόσιτα λημέρια των ανταρτών από τα συμπαθή τετράποδα.
Η χαριστική βολή για τους Σοβιετικούς ήλθε με τους αντιαεροπορικούς πυραύλους «Στίγκερ», που προμήθευσε ο Αβρακότος στους αντάρτες. Οι πύραυλοι αυτοί προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στη Σοβιετική Αεροπορία. Και χωρίς ικανή αεροπορική κάλυψη ήσαν καταδικασμένοι. Οι Σοβιετικοί βρέθηκαν τότε σε πολύ δύσκολη θέση. Η επιχείρηση «Αφγανιστάν» τους κόστιζε πάνω από 3 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, τα θύματα ήταν πολλά, η οικονομία της χώρας παρέπαιε. Έτσι, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πήρε την απόφαση να αποσύρει τις σοβιετικές δυνάμεις από την περιοχή το 1989.
Η συνεισφορά του ελληνοαμερικανού πράκτορα ήταν καθοριστική στο αποκληθέν «ρωσικό Βιετνάμ», που αποτέλεσε τον επιθανάτιο ρόγχο της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως, σε βάθος χρόνου, η επιχείρηση αυτή γύρισε εις βάρος των Αμερικανών και ο οπλισμός και τα χρήματα που έδωσαν στους Μουτζαχεντίν έθρεψαν το φαινόμενο των Ταλιμπάν και του Μπιν Λάντεν, τους οποίους σήμερα μάχονται οι Αμερικανοί στο Αφγανιστάν και όχι μόνο.
Ο Αβρακότος συνταξιοδοτήθηκε το 1989 και στη συνέχεια απασχολήθηκε ως δημοσιογράφος και αναλυτής στη News Corp. του Ρούμπερτ Μέρντοχ. Το 1997 επανήλθε ως σύμβουλος στη CIA, όταν στο τιμόνι της βρισκόταν ένας άλλος ελληνοαμερικανός, ο Τζορτζ Τένετ. Το 2003 εγκατέλειψε οριστικά το πρακτοριλίκι και την 1η Δεκεμβρίου 2005 τα εγκόσμια. Τέλεσε δύο γάμους και απέκτησε ένα γιο.
Η δράση του καλυπτόταν από πέπλο σιωπής, μέχρις ότου έγινε γνωστή το 2003 από τον αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Κράιλ στο βιβλίο του «Ο Πόλεμος του Τσάρλι Γουίλσον» («Charlie Wilson's War»). Τα δικαιώματα του βιβλίου αγόρασε ο Τομ Χανκς και χρηματοδότησε την ομώνυμη ταινία. Τη σκηνοθέτησε ο Μάικλ Νίκολς και πρωταγωνιστούν ο Τομς Χάνκς και η Τζούλια Ρόμπερτς. Το ρόλο του Αβρακότου στην ταινία ερμηνεύει ο γνωστός ηθοποιός Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν.
Σίντνεϊ Ράιλι (1874 – 1925)
Ρωσοεβραίος τυχοδιώκτης και κατάσκοπος, το πρότυπο του Ίαν Φλέμινγκ για τον Τζέιμς Μποντ. Ο «Άσσος των Κατασκόπων», όπως ονομάσθηκε, προσέφερε τις υπηρεσίες του σε τουλάχιστον τρία κράτη, κυρίως, όμως, στη Μεγάλη Βρετανία. Όλη η ζωή του κινήθηκε μεταξύ ιστορίας και μύθου.
Ο Σίντνεϊ Ράιλι (Sidney Reilly) γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου 1874 στην Οδησσό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (νυν Ουκρανίας). Το πραγματικό του όνομα, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, ήταν Σολομόν (Σλόμο) Ρόζενμπλουμ και ήταν νόθος γιος ενός εβραίου γιατρού. Σε ηλικία 19 ετών συλλαμβάνεται από την «Οχράνα» (τη μυστική αστυνομία του Τσάρου) για συμμετοχή στην επαναστατική οργάνωση «Οι Φίλοι του Διαφωτισμού». Δραπετεύει και αφού σκηνοθετεί το θάνατό του, μπαρκάρει σε ένα πλοίο με προορισμό τη Βραζιλία.
Στη νέα του πατρίδα κάνει διάφορες δουλειές με το όνομα Πέδρο. Η ζωή του αλλάζει, όταν βοηθά μια ομάδα βρετανών αξιωματικών να βγουν σώοι από μια αποστολή τους στον Αμαζόνιο. Αυτοί αναγνωρίζουν τις ικανότητές του και τον προτείνουν στις μυστικές υπηρεσίες της πατρίδας τους. Παίρνει βρετανικό διαβατήριο με το όνομα Σίντνεϊ Ρόζενμπλουμ. Το 1896 εγκαθίσταται σε μια ακριβή γειτονιά του Λονδίνου και ιδρύει τη δικά του επιχείρηση με τον τίτλο «Ozone Preparations Company» και παρέχει θεραπευτικές υπηρεσίες στους πελάτες του με το όνομα Ζίγκμουντ Ρόζενμπλουμ. Παράλληλα, κατασκοπεύει τους ρώσους εμιγκρέδες στο Λονδίνο για λογαριασμό της Σκότλαντ Γιαρντ.
Το 1897 γνωρίζεται με μια πανέμορφη νεαρή κυρία, τη Μάργκαρετ Τόμας, σύζυγο ενός γηραιού και πάμπλουτου ιερωμένου. Την ερωτεύεται σφόδρα κι ένα χρόνο αργότερα την παντρεύεται, αφού στο μεταξύ ο σύζυγός της έχει πεθάνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Κουμπάροι στο γάμο του ήταν δύο ανώτατοι υπάλληλοι των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας. Ο Σίντνεϊ Ρόζενμπλουμ είναι τώρα πλούσιος, όπως το επιθυμούσε, και εμφανίζεται με νέο όνομα, το αριστοκρατικό Σίντνεϊ Τζορτζ Ράιλι.
Η νέα του ταυτότητα του δίνει την ευκαιρία να επισκεφθεί μαζί με τη γυναίκα του τη Ρωσία το 1899. Τα επόμενα χρόνια ο Ράιλι έδωσε πολύτιμες πληροφορίες στους Άγγλους για το πετρελαϊκό πρόγραμμα της τσαρικής Ρωσίας και της Περσίας, την πρόοδο κατασκευής του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου και τα ναυτικά οχυρωματικά έργα της Ρωσίας στη Μαντζουρία. Με το αζημίωτο έθεσε στη διάθεση των Ιαπώνων τα σχέδια για τα οχυρωματικά έργα της Ρωσίας, κατά τη διάρκεια του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου (1904-1905).
Το 1905 βρίσκεται με αποστολή στη Γαλλία για τα πετρέλαια της Περσίας και του Ιράκ, που τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μεταμφιεσμένος σε παπά ανέβηκε ως φιλοξενούμενος στο γιοτ του Ροτσίλντ στην Κυανή Ακτή και έπεισε τον άγγλο επιχειρηματία Γουίλιαμ Νοξ Ντ' Αρσί, που είχε τα δικαιώματα εξόρυξης πετρελαίου στις ανωτέρω περιοχές, να τα πουλήσει στη Βρετανία, προς μεγάλη απογοήτευση των Γάλλων και των Ροτσίλντ, που είχαν σχεδόν συμφωνήσει.
Στη συνέχεια ανέλαβε ειδικές αποστολές στην Αυτοκρατορική Γερμανία, που είχε αποδυθεί σε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα εξοπλισμών. Αποκάλυψε στους προϊσταμένους του τα τεχνολογικά της επιτεύγματα στον τομέα της αεροπλοΐας και ολόκληρο το πενταετές ναυπηγικό της πρόγραμμα, τρία χρόνια πριν από την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου πήρε μέρος σε πολλές αποστολές στα μετόπισθεν του εχθρού.
Η πιο παράτολμη αποστολή που ανέλαβε ήταν η ανατροπή των Μπολσεβίκων στη Ρωσία και η δολοφονία του Λένιν. Το Μάιο του 1918 βρέθηκε στη Μόσχα για να οργανώσει την επιχείρηση, σε συνεργασία με ντόπιους αντικαθεστωτικούς. Αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, όταν θα συνεδρίαζε το Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισαρίων υπό τον Λενιν στο θέατρο Μπαλσόι. Όμως, τους πρόλαβε η σοσιαλίστρια Φάνια Καπλάν στις 30 Αυγούστου 1918, όταν αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Λένιν. Η «Τσεκά» (η μυστική υπηρεσία των Μπολσεβίκων) εξαπέλυσε πογκρόμ συλλήψεων («Ερυθρά Τρομοκρατία») και η επιχείρηση του Ράιλι ματαιώθηκε.
Ο Ράιλι αποκαλύφθηκε έπειτα από δημοσιεύματα του Τύπου και μόλις που πρόλαβε να εγκαταλείψει τη Ρωσία. Τις επόμενες μέρες καταδικάσθηκε σε θάνατο από επαναστατικό δικαστήριο. Κάποιοι συγγραφείς επιμένουν ότι ο Ράιλι συνεργάστηκε με τις ρωσικές αρχές για να εξασφαλίσει τη φυγή του, αποκαλύπτοντας ονόματα συνεργών του. Τον Σεπτέμβριο του 1925, σοβιετικοί πράκτορες της OGPU (διαδόχου της «Τσεκά»), παριστάνοντας τους αντικαθεστωτικούς, τον κάλεσαν να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ένωση για να οργανώσει ένα νέο αντάρτικο κατά του καθεστώτος. Τον παγίδευσαν μόλις πέρασε τα σύνορα και τον συνέλαβαν. Με βάση τη θανατική ποινή του 1918 εκτελέστηκε σε ένα δάσος κοντά στη Μόσχα στις 6 Νοεμβρίου 1925.
Ο Ράιλι αναμίχθηκε και στα πολιτικά πράγματα της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1924 χάλκευσε μια επιστολή του Ζινόβιεφ (ηγετικού στελέχους του ΚΚΣΕ), με την οποία δήλωνε την υποστήριξη της Μόσχας προς το κυβερνών Εργατικό κόμμα. Η επιστολή δημοσιεύτηκε στη «Ντέιλι Μέιλ» τέσσερις μέρες πριν από τις εκλογές και συνέβαλε καθοριστικά στην ήττα των Εργατικών και στην άνοδο στην εξουσία των Συντηρητικών.
Ο Ράιλι ήταν πολύγλωσσος (γνώριζε επτά γλώσσες), αγαπούσε την καλή ζωή, τον τζόγο και ήταν λάτρης του ωραίου φύλου. Παντρεύτηκε τρεις φορές και είχε αμέτρητες ερωμένες. Πολλά στοιχεία από την προσωπικότητά του χρησιμοποίησε ο Ίαν Φλέμινγκ για να διαμορφώσει τον μυθιστορηματικό του ήρωα Τζέιμς Μποντ ή πράκτορα 007. Αυτός που του διηγήθηκε αμέτρητες ιστορίες για τον «Άσσο των Κατασκόπων» ήταν ο κοινός τους φίλος, διπλωμάτης και δημοσιογράφος σερ Ρόμπερτ Μπρους Λόκχαρτ.
Μάτα Χάρι (1876 – 1917)
Η πιο διάσημη κατάσκοπος του κόσμου γεννήθηκε στην Ολλανδία, στις 7 Αυγούστου του 1876, με το όνομα Μαργκαρίτ Γκερτρούντι Ζελ. Το ερωτικό της ταμπεραμέντο φάνηκε από πολύ νωρίς, όταν εκδιώχθηκε από το σχολείο της, επειδή συνελήφθη να ερωτοτροπεί με τον διευθυντή. Στα 18 της παντρεύτηκε έναν σκωτσέζο αξιωματικό του Ναυτικού, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, όμως χώρισε 12 χρόνια αργότερα, λόγω του άστατου χαρακτήρα της.
Το 1905 αναζήτησε την τύχη της στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως χορεύτρια σε καμπαρέ της εποχής και γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη, με το όνομα Μάτα Χάρι (Mata Hari), που σε ινδονησιακή διάλεκτο σημαίνει «μάτι μιας νέας αυγής».
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γάλλοι της προσέφεραν ένα εκατομμύριο φράγκα για να αξιοποιήσει το διεθνές δίκτυο εραστών της, κατασκοπεύοντας τους Γερμανούς. Για το σκοπό αυτό πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και κατά την τελευταία αποστολή της στην Ισπανία, αποπλάνησε τον γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο, προκειμένου να του εκμαιεύσει απόρρητα σχέδια. Εκείνος με τη σειρά του υπονόησε μέσω τηλεγραφήματος στους δικούς του ότι η Μάτα Χάρι αποδέχθηκε να δουλεύει για όφελος της Γερμανίας.
Αν και αυτό δεν αποδείχθηκε ποτέ, με την επιστροφή της στο Παρίσι συνελήφθη από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, δικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και στις 15 Οκτωβρίου του 1917 εκτελέστηκε ως διπλή πράκτορας και υπεύθυνη για το θάνατο χιλιάδων στρατιωτών.
Ίαν Φλέμινγκ (1908 – 1964)
Άγγλος δημοσιογράφος, συγγραφέας και άνθρωπος των μυστικών υπηρεσιών, δημιουργός του Τζέμις Μποντ. Ο Ίαν Λάνκαστερ Φλέμινγκ (Ian Lancaster Fleming), όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 28 Μαΐου του 1908 στο Λονδίνο και μεγάλωσε σ’ ένα πλούσιο περιβάλλον, στη σκιά του επιτυχημένου μεγαλογαιοκτήμονα και βουλευτή πατέρα του, ο οποίος πέθανε όταν ο Ίαν ήταν 9 ετών.
Φοίτησε στο Κολέγιο του Ίτον, στη Στρατιωτική Ακαδημία του Σάντχαρστ, από την οποία αποχώρησε λόγω «διαφωνίας με το σύστημα» και συνέχισε τις σπουδές τους στην Αυστρία και τη Γερμανία. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος για το πρακτορείο Reuters και αργότερα ως χρηματιστής.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1939, ο Ίαν Φλέμινγκ άρχισε να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Πληροφοριών του βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού. Σύντομα χρίστηκε υποδιοικητής και αργότερα διοικητής. Στο περίφημο Δωμάτιο 39 του Υπουργείου Ναυτικών στο Γουάιτχολ του Λονδίνου σχεδίασε μυριάδες επικίνδυνες αποστολές, πολλές από τις οποίες έφερε εις πέρας ο ίδιος, ενώ προσέφερε τις γνώσεις του και στους Αμερικανούς για την οργάνωση της OSS, πρόδρομο της CIA.
Μετά το τέλος του πολέμου, εγκαταστάθηκε στη Τζαμάικα κι επιδόθηκε στη συγγραφή κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων, αξιοποιώντας τις γνώσεις και τη μεγάλη εμπειρία του. Το πρώτο βιβλίο του με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ ήταν το «Casino Royale», που εκδόθηκε το 1953. Ο Πράκτωρ 007 πρωταγωνίστησε συνολικά σε δώδεκα μυθιστορήματά του και εννέα σύντομες ιστορίες, πολλές από τις οποίες μεταφέρθηκαν και στη μεγάλη οθόνη.
Ο Ίαν Φλέμινγκ πέθανε στις 12 Αυγούστου του 1964, σε ηλικία 56 ετών, από καρδιακή προσβολή.
Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (1888 – 1935)
Άγγλος στρατιωτικός, αρχαιολόγος και συγγραφέας. Πολλοί Άραβες τον θεωρούν λαϊκό ήρωα για τους αγώνες του υπέρ της απελευθέρωσης των Αράβων από τον οθωμανικό και τον ευρωπαϊκό ζυγό. Αλλά και πολλοί Βρετανοί τον συγκαταλέγουν μεταξύ των μεγαλύτερων ηρώων της χώρας τους.
Ο Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (Thomas Edward Lawrence) -γνωστότερος ως Λόρενς της Αραβίας - γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου 1888 στο Τρίμεντοκ της βόρειας Ουαλίας. Από παιδί, ακόμα, τον είχε «κερδίσει» η αρχαιολογία. Αποφοίτησε αριστούχος από το Jesus College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στη μεσαιωνική αγγειοπλαστική, τις οποίες όμως εγκατέλειψε όταν του προτάθηκε να εργαστεί σε κάποιες βρετανικές αρχαιολογικές ανασκαφές στη Μέση Ανατολή. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους Άραβες, την κουλτούρα και τη γλώσσα τους, συλλέγοντας εμπειρίες που αργότερα αποδείχθηκαν ανεκτίμητες.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, ο Λόρενς στρατολογήθηκε ως στρατιωτικός σύνδεσμος μεταξύ των βρετανικών και των αραβικών δυνάμεων στο Κάιρο. Δύο χρόνια αργότερα, οι Άραβες επαναστάτησαν ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κι ο Λόρενς στάλθηκε στη Μέκκα. Η αποστολή του ήταν να κατασκοπεύσει τον άτακτο στρατό των διαφόρων αραβικών φυλών, αλλά γοητεύτηκε από το πνεύμα της ερήμου, ένωσε τους Άραβες σε τακτικό στρατό και τους οδήγησε σε νικηφόρες μάχες εναντίον των Τούρκων. Τις εμπειρίες του από την Αραβική Επανάσταση τις κατέγραψε στα κλασσικά βιβλία του «Επτά στύλοι της σοφίας: Ένας θρίαμβος» (εκδόσεις Εστία) και «Ανταρτοπόλεμος στην έρημο» (εκδόσεις Άγρα).
Μετά τον πόλεμο, εργάσθηκε στο βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών και το 1919 συμμετείχε στη Διάσκεψη των Παρισίων για την ειρήνη, όπου υποστήριξε ενθέρμως την ιδέα της αραβικής ανεξαρτησίας. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, η Συρία, η Παλαιστίνη και το Ιράκ παρέμειναν κάτω από την κυριαρχία της Γαλλίας και της Βρετανίας.
Το 1921 διορίστηκε σύμβουλος του Ουίστον Τσόρτσιλ στο Υπουργείο Αποικιών, θέση από την οποία παραιτήθηκε ένα χρόνο αργότερα για να καταταγεί στη βρετανική πολεμική αεροπορία. Προκειμένου να διατηρήσει την ανωνυμία του, χρησιμοποίησε ψεύτικο όνομα (Τόμας Έντουαρντ Ρος), κάτι που ανακάλυψαν οι εφημερίδες και αποπέμφθηκε. Κατάφερε να επανέλθει, με τη βοήθεια ενός υψηλόβαθμου φίλου του, τον Αύγουστο του 1925, με το όνομα Τόμας Έντουαρντ Σόου.
Από τη RAF αποχώρησε το Μάρτιο του 1935 και αποσύρθηκε στο αγρόκτημά του στο Ντόρσετ της Αγγλίας. Δύο μήνες αργότερα είχε ένα ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του και υπέστη βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Πέθανε στις 19 Μαΐου 1935.
Γερτρούδη Μπελ (1868 – 1926)
Αγγλίδα αρχαιολόγος, αραβολόγος, εξερευνήτρια, συγγραφέας, διπλωμάτης και κατάσκοπος, η γυναίκα που σχεδίασε τα σύνορα του σύγχρονου Ιράκ και δημιούργησε το περίφημο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βαγδάτης.
H Γκέρτρουντ Mάργκαρετ Λόθιαν Mπελ (Gertrude Margaret Lowthian Bell) γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1868 στο Γουάσινγκτον Χολ της κομητείας Ντάραμ της Αγγλίας. H οικογένειά της ήταν πολύ ισχυρή και είχε προοδευτικές απόψεις. Ένας θείος της ήταν βουλευτής του Φιλελεύθερου Κόμματος την εποχή του Ντισραέλι. Η νεαρή Γερτρούδη πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές της στο Queen’s College, ένα ιδιωτικό σχολείο θηλέων στο Λονδίνο και το 1886 έγινε δεκτή κατ’ εξαίρεση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου σπούδασε ιστορία.
Μη σκοπεύοντας να παντρευτεί, όπως κάθε κορίτσι της καλής κοινωνίας του καιρού της, έμαθε περσικά και το 1892 πήγε στην Περσία (σημερινό Ιράν), όπου ο θείος της ήταν πρεσβευτής της Βρετανίας. Εκεί έγραψε το πρώτο ταξιδιωτικό βιβλίο της «Εικόνες από την Περσία» και μετέφρασε στα αγγλικά τον μυστικιστή πέρση ποιητή Xαφίζ. Τα επόμενα δέκα χρόνια ταξίδεψε επανειλημμένα σε όλη τη Μέση Ανατολή, όπου έζησε για μακρά χρονικά διαστήματα, έμαθε αραβικά (μιλούσε ήδη γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, περσικά και τούρκικα), εξάσκησε την αρχαιολογία, που ήταν πάντα η μεγάλη της αγάπη και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν επικεφαλής σημαντικών αρχαιολογικών αποστολών στη Συρία και στο Ιράκ, για τις οποίες μάλιστα έγραψε στη συνέχεια, δημοφιλή άρθρα.
Το 1907 δημοσίευσε τις εντυπώσεις στο βιβλίο Syria: The Desert and the Sown. Την ίδια χρονιά αποτέλεσε δραστήριο μέλος της Κίνησης κατά της Ψήφου των Γυναικών (Anti-Suffrage League), επειδή, όπως πίστευε η γυναίκα-νοικοκυρά της εποχής της δεν ήταν ώριμη να επωμισθεί ένα τέτοιο βάρος. Νωρίτερα και συγκεκριμένα το 1901 το όνομά της είχε κάνει τον γύρο του κόσμου, όταν κατόρθωσε να επιβιώσει κρεμασμένη επί 53 ώρες από ένα σκοινί στη βορειοδυτική πλευρά των Άλπεων, κατά τη διάρκεια ενός ορειβατικού περιπάτου.
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο, η Mπελ, ο Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (ο γνωστός Λόρενς της Αραβίας) και άλλοι «αρχαιολόγοι-κατάσκοποι», στελέχωσαν τον μηχανισμό του βρετανικού κατασκοπευτικού μηχανισμού του Αραβικού Γραφείου, που έδρευε στο Κάιρο. Η πολιτική του Λονδίνου ευνοούσε και ενθάρρυνε τον ξεσηκωμό των αραβικών φυλών κατά των Οθωμανών, που κατείχαν σχεδόν όλη τη Μέση Ανατολή και τη δημιουργία εξαρτημένων καθεστώτων στην περιοχή. Η Γερτρούδη Μπελ θα συνεισφέρει τα μέγιστα στη διαμόρφωση της βρετανικής πολιτικής με την περίφημη αναφορά της Self - Determination in Mesopotamia (Η Αυτοδιάθεση στη Μεσοποταμία).
Το 1916 η Mπελ ταξίδεψε στη Bασόρα και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Bαγδάτη, αμέσως μετά την κατάληψή της από τους Βρετανούς, όπου ανέλαβε καθήκοντα συμβούλου του αποικιακού διοικητή της Μέσης Ανατολής, σερ Πέρσι Kοξ, για θέματα σχέσεων με τον αραβικό πληθυσμό. Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Μπελ σχεδίασε τα σύνορα ενός νέου κράτους της Μεσοποταμίας (μετέπειτα Ιράκ), που αποτελείτο από τις πρώην οθωμανικές επαρχίες της Mοσούλης, της Bαγδάτης και της Bασόρας. Η Μπελ έπεισε τον Γουίνστον Τσόρτσιλ (τότε Υπουργό Πολέμου) να ορίσει ως ανώτατο άρχοντα τον πρώην βασιλιά της Συρίας Φαϊζάλ. Η Μπελ είχε τόση επιρροή πάνω στον ιρακινό μονάρχη, που αποκλήθηκε «βασίλισσα του Ιράκ δίχως στέμμα».
Η Μπελ, εκτός από τις πολιτικές της δραστηριότητες, ενδιαφέρθηκε για τη διάσωση του πολιτισμού και της ιστορίας του Ιράκ, της χώρας που περιλαμβάνει τα σπουδαία κατάλοιπα των πολιτισμών της Μεσοποταμίας και την παραμονή τους στον τόπο καταγωγής τους. Συγκέντρωσε έτσι στη Βαγδάτη μεγάλο αριθμό σπουδαίων έργων τέχνης, όπως της Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας κι αυτή η συλλογή αποτέλεσε τον πυρήνα του μουσείου, το οποίο εγκαινιάσθηκε τον Ιούνιο του 1926, ένα μόλις μήνα πριν από το θάνατό της.
Η Μπελ επέστρεψε στην Αγγλία για λίγο το 1925, για να αντιμετωπίσει κάποια οικογενειακά θέματα περιουσιακού χαρακτήρα και σύντομα επέστρεψε στη Βαγδάτη. Στις 12 Ιουλίου 1926 βρέθηκε νεκρή στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού της, λόγω υπερβολικής δόσης υπνωτικών χαπιών. Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει αν αυτή η υπερβολική δόση ήταν μία σκόπιμη αυτοκτονία ή ατύχημα (ή ό,τι άλλο), τη στιγμή που είχε ζητήσει από την υπηρέτριά της να την ξυπνήσει.
Η Γερτρούδη Μπελ ήταν μια μοναχική γυναίκα με ισχυρό χαρακτήρα, απίστευτη ενεργητικότητα και δίψα για περιπέτεια. Ήταν αδύνατη, με πλούσια κοκκινωπά λαμπερά μαλλιά, διαπεραστικά γαλαζοπράσινα μάτια, τορνευτά χείλια και στρογγυλό πρόσωπο. Ντυνόταν προσεκτικά, με κυματιστές μουσελίνες. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε απέκτησε παιδιά, είχε όμως μία «παράνομη» σχέση με έναν παντρεμένο, τον ταγματάρχη Τσαρλς Ντότι-Γουάιλι, με τον οποίο είχε ανταλλάξει ερωτικές επιστολές (από το 1913 έως το 1915), ενώ μετά το θάνατό του στην Καλλίπολη αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη δουλειά της.
Σιμόν Μπολιβάρ (1783 – 1830)
Πολιτικός και στρατιωτικός, που αφιέρωσε τη ζωή του στην απελευθέρωση των ισπανικών αποικιών και οραματίστηκε μία ενωμένη Λατινική Αμερική. Γεννήθηκε ως Σιμόν Χοζέ Αντόνιο ντε λα Σαντίσιμα Τρινιδάδ Μπολίβαρ ι Πόντε Παλάθιος ι Μπλάνκο, στις 24 Ιουλίου 1783, στο Καράκας της σημερινής Βενεζουέλας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με βασκικές ρίζες. Η οικογένειά του εκμεταλλευόταν μεταλλεία χρυσού και σιδήρου και ο Μπολίβαρ χρησιμοποίησε μέρος από τα έσοδά τους για να χρηματοδοτήσει τους απελευθερωτικούς πολέμους.
Μετά το θάνατό των γονέων του, την κηδεμονία του ανέλαβε ένας θείος, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωση και την καλλιέργεια του ανιψιού του προσλαμβάνοντας άριστους παιδαγωγούς. Μεταξύ αυτών, ο Σιμόν Ροδρίγκες, ο οποίος μύησε τον νεαρό Σιμόν στα έργα σπουδαίων ευρωπαίων διανοητών, από τον Τζον Λοκ και τον Ανταμ Σμιθ ως τον Βολταίρο και τον Ρουσό. Το 1799 μετέβη στην Ισπανία για να συμπληρώσει την εκπαίδευσή του. Σ' ένα διάλειμμα των σπουδών και των ταξιδιών του παντρεύτηκε τη νεαρή ισπανίδα ευγενή Μαρία Τερέζα Ροδρίγκεθ ντελ Τόρο ι Αλάισα. Ο γάμος κράτησε λίγο, καθώς σ' ένα ταξίδι τους στο Καράκας, το 1803, η Μαρία Τερέζα προσβλήθηκε από κίτρινο πυρετό και πέθανε.
Το 1807 ο Μπολιβάρ επέστρεψε στο Καράκας και συμμετείχε στην εξέγερση κατά των ισπανών κατακτητών, που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση εξαιτίας των Ναπολεόντειων Πολέμων. Με την επικράτηση των επαναστατών, το 1810, ο Μπολιβάρ ανέλαβε την αποστολή να μεταβεί στο Λονδίνο για να ζητήσει βοήθεια από τους Άγγλους, οι οποίοι, όμως, κράτησαν αυστηρή ουδετερότητα. Το μόνο κέρδος από αυτό το ταξίδι ήταν η γνωριμία του με τον εξόριστο Φρανσίσκο ντε Μιράντα, ο οποίος το 1806 είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να ελευθερώσει τη Βενεζουέλα. Ο Μιράντα διέγνωσε τα προσόντα του Μπολίβαρ και τον έπεισε να επιστρέψει στο Καράκας για να αναλάβει την ηγεσία του απελευθερωτικού κινήματος.
H Βενεζουέλα κήρυξε την ανεξαρτησία της στις 5 Ιουλίου 1811 (Πρώτη Δημοκρατία) και ο 28χρονος Μπολίβαρ κατατάχθηκε στο στρατό. Πολύ σύντομα, όμως, άρχισαν να εκδηλώνονται διαφωνίες ανάμεσα στον Μπολιβάρ και στον Μιράντα, με αποτέλεσμα οι Ισπανοί να κατορθώσουν να επιβληθούν και πάλι. Ωστόσο, ο Μπολιβάρ ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα. Το 1812 κατέφυγε στην Καρθαγένη της Νέας Γρανάδας (σημερινή Κολομβία), όπου δημοσίευσε την πρώτη του πολιτική διακήρυξη, το «Μανιφέστο της Καρθαγένης», στο οποίο ανέλυε τις αιτίες της ήττας στη Βενεζουέλα και παρακινούσε τους επαναστάτες να συντρίψουν τους Ισπανούς. Από εκεί θα ξεκινήσει ένα χρόνο αργότερα η αποκληθείσα «Θαυμαστή Εκστρατεία» (Campana Admirable), που θα οδηγήσει το 1821 στη Μεγάλη Κολομβία.
Στις 6 Αυγούστου 1813 εισέρχεται και πάλι θριαμβευτικά στο Καράκας, επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος και ο λαός τον αποθεώνει και τον αποκαλεί «Απελευθερωτή» (El Libertador). Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, όμως, στις τάξεις των επαναστατών πολύ σύντομα οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο και έδωσαν πάλι την ευκαιρία στους Ισπανούς να καταλύσουν και τη Δεύτερη Δημοκρατία της Βενεζουέλας.
Ο Μπολιβάρ βρίσκεται εξόριστος στην Τζαμάικα και τον Δεκέμβριο του 1815 καταφεύγει στην Αϊτή, όπου ο διοικητής της Αλεξάντρ Πετιόν τον υποδέχεται ως ήρωα. Του παρέχει όπλα και πυρομαχικά, ενώ ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών και μαχητών της ελευθερίας τάσσονται στο πλευρό του. Το μόνο αίτημα του προέδρου της Αϊτής είναι η απελευθέρωση όλων των σκλάβων, στις χώρες που θα αποτίναζαν την ισπανική κυριαρχία. Σε μία σειρά επιστολών του, που γράφει στην Τζαμάικα και την Αϊτή, ο Μπολιβάρ αναλύει το όραμά του για την απελευθέρωση όλων των χωρών που βρίσκονταν υπό ισπανική κυριαρχία, από τη Χιλή και την Αργεντινή ως το Μεξικό.
Ο Μπολιβάρ εισέβαλε και πάλι στη Βενεζουέλα το 1817, εγκατέστησε επαναστατική κυβέρνηση και εξελέγη πρόεδρος της χώρας. Τα μέτρα της κατάργησης της δουλείας και της παραχώρησης γης στους στρατιώτες του απελευθερωτικού στρατού έκαναν τον Μπολιβάρ πολύ δημοφιλή στις μάζες. Συνεχίζει να απελευθερώνει εδάφη από χώρες υπό ισπανικό ζυγό και στις 7 Δεκεμβρίου 1821 ανακηρύσσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μεγάλης Κολομβίας, που περιλαμβάνει τη Βενεζουέλα, την Κολομβία, τον Παναμά και τον Ισημερινό (Εκουαδόρ). Στο Κίτο, ο Μπολιβάρ θα συναντήσει τη γυναίκα των ονείρων του, την επαναστάτρια Μανουέλα Σάενς, η οποία θα του συμπαρασταθεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1822 ο Μπολιβάρ συμμετέχει στις δυνάμεις που μάχονται για την ανεξαρτησία του Περού και στις 10 Φεβρουαρίου 1824 εκλέγεται δικτάτωρ από το Κογκρέσο των απελευθερωμένων περιοχών της χώρας. Αναδιοργανώνει στρατιωτικά και πολιτικά το νέο κράτος κι ένα χρόνο αργότερα βοηθά τους κατοίκους του Άνω Περού να αποτινάξουν τον ισπανικό ζυγό. Πρώτο του μέλημα είναι η ψήφιση Συντάγματος, που διακρίνεται για τις φιλελεύθερες αρχές του. Το Κογκρέσο του Άνω Περού για να τιμήσει τον Μπολιβάρ ονομάζει τη χώρα Βολιβία (6 Αυγούστου 1825).
Το 1826 προσπάθησε να θέσει σε εφαρμογή ένα ακόμη σχέδιό του: τη δημιουργία συνομοσπονδίας των αμερικανικών κρατών. Για το σκοπό αυτό συνήλθε στον Παναμά μια παναμερικανική συνδιάσκεψη, όπου τα κράτη της Μεγάλης Κολομβίας, το Περού, η Βολιβία, το Μεξικό, η Κεντρική Αμερική και οι Ενωμένες Επαρχίες του Ρίο ντε λα Πλάτα (η σημερινή Αργεντινή) υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας και κάλεσαν και τα υπόλοιπα κράτη της αμερικανικής ηπείρου να την προσυπογράψουν. Όμως, το μεγαλεπήβολο σχέδιό του δεν ευωδόθηκε, λόγω των αντιδράσεων και των αντιζηλιών που προκλήθηκαν. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατηγόρησαν τον Μπολιβάρ για βοναπαρτισμό.
Ο απογοητευμένος Μπολιβάρ στράφηκε στη συνέχεια στα εσωτερικά της Μεγάλης Κολομβίας, που παρουσίαζε μεγάλα προβλήματα διακυβέρνησης, εξαιτίας της μεγάλης της έκτασης, αλλά και της ύπαρξης αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων στις περιοχές, που την αποτελούσαν. Τον Απρίλιο του 1828 συγκάλεσε στην Οκάνια, Συντακτική Συνέλευση. Το σχέδιό του για ένα ομοσπονδιακό κράτος, που θα εγγυάτο και θα υπεράσπιζε τα ατομικά δικαιώματα, δεν ήταν ρεαλιστικό. Αντ' αυτού, ο Μπολιβάρ πρότεινε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους με ισχυρή κεντρική εξουσία και ισόβιο πρόεδρο, ο οποίος θα είχε το δικαίωμα επιλογής του διαδόχου του. Οι φιλελεύθεροι αντέδρασαν στις πανίσχυρες εξουσίες του προέδρου, αντιπροτείνοντας ένα σύστημα με «ψαλιδισμένες» τις εξουσίες της κεντρικής εξουσίας.
Εξοργισμένος από την εξέλιξη αυτή, ο Μπολίβαρ αποχωρεί με τους υποστηρικτές του από τη Συντακτική Συνέλευση και ανακηρύσσει τον εαυτό του δικτάτορα, στις 27 Αυγούστου 1828. Πίστευε ότι η αυταρχική αυτή λύση θα διαρκούσε λίγο, μέχρις ότου ο ίδιος ανακτήσει τις πολιτικές πρωτοβουλίες και διασώσει την ενότητα της Μεγάλης Κολομβίας. Τον Σεπτέμβριο του 1828 διαφεύγει μιας απόπειρας δολοφονίας,χάρη στον φύλακα - άγγελο, τη Μανουέλα Σάενς και στις 27 Απριλίου 1830 παραιτείται, όταν οι φυγόκεντρες τάσεις αποσυνθέτουν τη Μεγάλη Κολομβία. Σκοπεύει να φύγει στην Ευρώπη, αλλά τον προλαβαίνει ο θάνατος. Η φυματίωση από την οποία έχει προσβληθεί τον καταβάλλει στις 17 Δεκεμβρίου του 1830.
Στο νεκρικό κρεβάτι, ο Μπολίβαρ ζήτησε από τον υπασπιστή του στρατηγό Ντάνιελ Φλορένσιο Ο' Λίρι να κάψει το προσωπικό του αρχείο. Ο στρατηγός δεν υπάκουσε κι έτσι τα γραπτά του διασώθηκαν, τροφοδοτώντας με πολύτιμο υλικό τους ιστορικούς. Στα κείμενά του Μπολιβάρ διαφαίνεται η κλασσική φιλελεύθερη σκέψη του (χωρισμός των εξουσιών, ανεξιθρησκία, δικαίωμα στην ιδιοκτησία και κράτος δικαίου). Ο Μπολίβαρ υπήρξε μέγας θαυμαστής της Αμερικανικής Επανάστασης και λιγότερο της Γαλλικής. Αγαπημένα του βιβλία, τα οποία είχε πάντα μαζί του, το «Πνεύμα των Νόμων» του Μοντεσκιέ και ο «Πλούτος των Εθνών» του Άνταμ Σμιθ.
Ο Σιμόν Μπολίβαρ υπήρξε μία προσωπικότητα παγκοσμίου βεληνεκούς. Λατρεύτηκε ως ήρωας, ως αγνός και ανιδιοτελής πατριώτης, που ανάλωσε την προσωπική του περιουσία για τα ιδανικά της ελευθερίας. Ποιήματα εγράφησαν προς τιμή του και μνημεία αναγέρθηκαν σε πολλές πόλεις της Αμερικής, ενώ η μνήμη του είναι ζωντανή μέχρι σήμερα. Ο μεγάλος κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μας δίνει μια μυθιστορηματική περιγραφή των τελευταίων ημερών της ζωής του στο βιβλίο του «Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του» (εκδόσεις Λιβάνη), ενώ ο σπουδαίος έλληνας σουρεαλιστής ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος έγραψε ένα συγκλονιστικό ποίημα, το οποίο τιτλοφορεί «Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα».
ΠΗΓΗ: ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.GR
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου