Πινελιές απόγνωσης. Η αγορά τέχνης στην Ελλάδα της κρίσης
Στην «εντατική» φαίνεται πως βρίσκεται και επίσημα πλέον η αγορά έργων τέχνης στην Ελλάδα, όπως μας δηλώνουν οι καθ' ύλην αρμόδιοι, την ώρα που στο εξωτερικό τα εκατομμύρια εξακολουθούν να πέφτουν βροχή στις δημοπρασίες
Οι τιμές έχουν πάρει την κατιούσα. Τα ρεκόρ είναι σχεδόν μόνο αρνητικά. Οι γκαλερί μετά βίας επιβιώνουν. Τα έργα τέχνης αλλάζουν χέρια σε εξευτελιστικές - σε κάποιες περιπτώσεις - τιμές. Στους τοίχους των σαλονιών αφίσες καλούνται να καλύψουν το κενό που έχουν αφήσει οι πίνακες, καθώς είναι πλέον σύνηθες τα αυθεντικά έργα τέχνης να ξεπουλιούνται για να αποπληρωθούν δάνεια και φόροι.
Στη διεθνή αγορά οι νεοεκατομμυριούχοι ολιγάρχες που προστίθενται στο παιχνίδι - κυρίως από τη Ρωσία, τη Μέση Ανατολή και την Κίνα - πίσω από τον κάθε καμβά με διάσημη υπογραφή που ακριβοπληρώνουν δεν βλέπουν (μόνο) ένα σπουδαίο έργο που μπορεί να αποτέλεσε τομή στην ιστορία της τέχνης, αλλά ένα γερό χαρτί που μπορεί να αντέξει ακόμη και την ώρα που οι δείκτες στα χρηματιστήρια του κόσμου κάνουν θεαματικές βουτιές.
Για ποιον λόγο όμως η αντίδραση της αντίστοιχης ελληνικής αγοράς είναι εκ διαμέτρου αντίθετη και γιατί αποδεικνύεται πως η ελληνική τέχνη δεν αποτελεί ασφαλή επένδυση; «Διότι οι τιμές ήταν μια φούσκα», απαντά ο έμπειρος δημοπράτης Πέτρος Βέργος. «Πριν από την οικονομική κρίση είχαν ανέβει υπερβολικά. Η πλειονότητα θεωρούσε πως η αγορά της τέχνης λειτουργεί όπως το Χρηματιστήριο και τώρα έχει απογοητευτεί. Το αποτέλεσμα είναι οι τιμές να έχουν πέσει έως και 50% σε αρκετές περιπτώσεις.
Ενα έργο του Λύτρα, για παράδειγμα, σήμερα θα μείνει στις 200.000 ευρώ όταν πριν από λίγα χρόνια εκτοξευόταν στο ένα εκατ. ευρώ, ειδικά αν ο δημοπράτης ήξερε ότι ενδιαφερόταν μια μεγάλη τράπεζα να το αγοράσει. Ενας Βολανάκης, αγαπημένος των ελλήνων εφοπλιστών στο Λονδίνο, προ κρίσης έφτανε και τις 500.000 ευρώ, ενώ σήμερα κινείται περί τις 150.000 ευρώ», δίνει το στίγμα ο ιδιοκτήτης του οίκου δημοπρασιών.
«Η διακοπή των πωλήσεων έγινε απότομα κοντά στο Πάσχα, μόλις ανακοινώθηκαν τα πρώτα μέτρα φοροκυνηγητού. Αστειευόμαστε με τους συναδέλφους ότι πρέπει πλέον να βγάζουμε αναμνηστικές φωτογραφίες δίπλα στα έργα μας που πωλούνται», λέει στα «ΝΕΑ» ο καταξιωμένος ζωγράφος Αλέξης Βερούκας. «Υπάρχει απελπισία πλέον στην αγορά και με τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας στο 23%, από τους υψηλότερους της Ευρώπης, ουδείς τολμά να αγοράσει».
«Κατά συνέπεια έχει μειωθεί περισσότερο από 50% και ο τζίρος. Οι γκαλερί τα βγάζουν πέρα με μεγάλη δυσκολία», προσθέτει η γκαλερίστρια Αγγελική Αντωνοπούλου. «Καταστράφηκε η μεσαία τάξη. Η ψυχολογία όλων αυτών των ανθρώπων είναι πολύ άσχημη. Οταν δεν μπορούν να πληρώσουν το δάνειό τους δεν θα έρθουν να αγοράσουν έργο», συμπληρώνει. «Εχει χαθεί ο αυθορμητισμός στην αγορά», υποστηρίζει ο υπεύθυνος μιας από τις ιστορικότερες γκαλερί της Αθήνας, της Αίθουσας Τέχνης Αθηνών, Αλέξανδρος Λιακόπουλος. «Τώρα πλέον αγοράζει μόνο όποιος είναι πολύ σίγουρος και όποιος ανήκει στα υψηλά βαλάντια. Ο περαστικός θα το σκεφτεί. Λεφτά υπάρχουν, πάντως», εκτιμά. «Δεν εξανεμίζονται. Απλώς, έχουν αλλάξει χέρια και αυτά τα χέρια δεν είναι ακόμη έτοιμα να απλωθούν. Ισως επενδύουν σε χώρους που δεν έχουν προβολή. Αν αγοράσουν ένα ακριβό έργο τέχνης, ο πωλητής τουλάχιστον θα θελήσει να μάθει το όνομά τους, και αυτοί προτιμούν να μείνουν προς το παρόν στο σκοτάδι».
Κίνδυνος για πλαστά
«Υπό τις παρούσες συνθήκες ελλοχεύει ο κίνδυνος ανάπτυξης του λαθρεμπορίου, ειδικά σε μια μικρή αγορά όπως η δική μας που ασφυκτιά από την έλλειψη επενδύσεων», επισημαίνει ο Αλέξης Βερούκας, ενώ τα πλαστά βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν ειδικά στις απευθείας συναλλαγές, καθώς σχεδόν πάντα βρίσκεται μια θεία, που λειτουργεί ως κάλυψη των επιτηδείων, και η οποία έχει έναν «ξεχασμένο» Παρθένη, τον οποίο ξεπουλά όσο όσο. Αρδην όμως έχει αλλάξει και η σχέση προσφοράς και ζήτησης. «Οι περισσότεροι είναι σε απόγνωση. Θέλουν να ξεφορτωθούν έργα και ζητούν μετρητά εδώ και τώρα. Θέλουν να γίνει η δουλειά χέρι με χέρι. Δεν θέλουν να βγει το έργο σε δημοπρασία», παρατηρεί ο Πέτρος Βέργος. Αλλοι επιλέγουν τις δημοπρασίες του εξωτερικού, με σκοπό να αφήσουν σε τράπεζες του εξωτερικού τις εισπράξεις τους. Απόφαση που δεν είναι πάντα επιτυχημένη καθώς στις δημοπρασίες με ελληνικά έργα τέχνης στο Λονδίνο μένει απούλητο έως και το 60% των έργων, όπως συνέβη πρόσφατα με διοργάνωση του οίκου Sotheby's.
Το αποτέλεσμα είναι η απαξίωση των τιμών και της αξίας των έργων ή η εξισορρόπηση μιας κατάστασης που είχε ξεφύγει από το πλαίσιο της λογικής; «Οι τιμές πλέον φτάνουν τα φυσιολογικά όρια, εκεί όπου έπρεπε να είναι, αλλά χρειάζεται ένα διάστημα προσαρμογής. Είναι γεγονός πως στην αγορά κυκλοφορούν πολύ καλά έργα σε ευπρεπείς τιμές, γι' αυτό και δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να πουλήσει κάποιος, αλλά για να αγοράσει», παραδέχονται όσοι γνωρίζουν την αγορά. «Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ελληνική τέχνη δεν είναι διεθνής, όπως και ότι δεν είναι δυνατόν όλα τα έργα ενός καλλιτέχνη να είναι εξίσου καλά και να πωλούνται στις ίδιες, υπερβολικές τιμές».
Οι τρόποι πληρωμής δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά, καθώς οι δόσεις και οι επιταγές ήταν πάντα μέρος του παιχνιδιού. Οι εκπτώσεις είναι μεγαλύτερες αν πρόκειται για πληρωμή τοις μετρητοίς. Η κρίση ωστόσο έχει φέρει αλλαγές στον προγραμματισμό, καθώς οι περισσότερες γκαλερί έχουν μειώσει τον αριθμό και αυξάνουν τη διάρκεια των εκθέσεων. Οταν εμπλέκονται στην παραγωγή προτείνουν στους καλλιτέχνες φθηνότερα υλικά και έργα μικρότερων διαστάσεων. Αρκετές επιλέγουν να τροποποιήσουν το πρόγραμμά τους και να εντάξουν «εμπορικούς» ζωγράφους σε σχέση με καλλιτέχνες που φτιάχνουν εγκαταστάσεις, για παράδειγμα, οι οποίες δεν είναι ευπώλητες. Και οι δημοπράτες προχωρούν στη δημιουργία ιστοσελίδων απευθείας πώλησης για να αποφύγουν τα έξοδα εκτύπωσης καταλόγου, ασφαλίστρων και μεταφορικών.
Ποιος αγοράζει αυτές τις δύσκολες ώρες; «Ελάχιστοι συλλέκτες, όσοι ψάχνουν ευκαιρίες, όσοι έχουν χρήματα και καινούργια σπίτια και όσοι δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στο εξωτερικό», φτιάχνει το προφίλ των αγοραστών ελληνικής τέχνης ο Πέτρος Βέργος. «Οι περισσότεροι όμως θέλουν να πωλήσουν και όταν δεν το καταφέρνουν βγάζουν την πικρία τους είτε προς το ίδιο το έργο είτε προς τον καλλιτέχνη».
Ωστόσο, παράλληλα ανοίγουν όλο και περισσότεροι πολυχώροι, που συνδυάζουν το ποτό ή το φαγητό με μια εικαστική έκθεση. Οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες δεν συνδέουν την εμφάνιση τέτοιων χώρων με την κρίση, ουδείς όμως μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι εκεί το κοινό είναι πιο ευρύ και οι τιμές των έργων συχνά πολύ χαμηλότερες, αν και δεν θα βρει κάποιος εύκολα έργο ενός καλλιτέχνη που έχει συνεργασία με γκαλερί σε ένα καφέ-μπαρ που φιλοξενεί και εκθέσεις.
«Και στη δική μας περίπτωση πάντως έχει μειωθεί η κίνηση», λέει η Ντόρα Ρίζου από τον πολυχώρο Black Duck, που λειτουργεί την τελευταία τετραετία. «Ο κόσμος προτιμά τα φθηνά έργα, ενώ ακόμη και ευκατάστατοι πελάτες κάνουν παζάρια. Υπάρχουν περιπτώσεις που κλείνουν ένα έργο και μετά δεν έρχονται να το παραλάβουν». Αλλωστε, η κρίση έχει γίνει αιτία, όπως εξηγεί, να σπάνε τα ταμπού και έτσι ακόμη και γνωστοί καλλιτέχνες επιλέγουν έναν πολυχώρο για να δει τη δουλειά τους - και πιθανόν να αγοράσει - περισσότερος κόσμος.
Διαφορετική ωστόσο άποψη έχει η Ιφιγένεια Παπαμικρουλέα εκ μέρους του πολυχώρου Taf, που λειτουργεί τριάμισι χρόνια. «Αν και δεν πουλάμε απευθείας έργα - τα εκθέτουμε και οι ενδιαφερόμενοι αγοράζουν από τα εργαστήρια των καλλιτεχνών - παρατηρούμε ότι το κοινό εξακολουθεί να ενδιαφέρεται και να αγοράζει», ενώ και ο Κωνσταντίνος Δαγριτζίκος του Six D.O.G.S. εκτιμά πως «όσοι αγοράζουν τέχνη ανήκουν στο οικονομικό επίπεδο εκείνο που τους επιτρέπει να αποκτούν τα έργα που θέλουν».
Υπάρχει φως στο τούνελ της αγοράς της τέχνης ή τελικά όσοι έχουν αγοράσει έργα ελλήνων καλλιτεχνών έπαιξαν λάθος χαρτί; «Η τέχνη είναι όπως τα ακίνητα. Χαμένος δεν βγαίνεις, απλώς τώρα η αγορά έχει κάνει κοιλιά μέχρι οι τιμές να ξεφουσκώσουν. Οι εξελίξεις πάντως θα κριθούν και από τις διεθνείς συνθήκες», υποστηρίζει η Αγγελική Αντωνοπούλου.
ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου