Κινδυνολογίες των πολιτικών και των δημοσιογράφων επικαλούμενοι την «Δημοκρατία της Βαϊμάρης»
Του Κώστα Καραβίδα
Το κυρίαρχο μοτίβο πάνω στο οποίο κατασκευάστηκε η ιδεολογική ηγεμονία του φιλελευθερισμού μετά το 1989 συντίθεται τα τελευταία χρόνια στη βάση της εργαλειακής χρήσης του ορθού λόγου και της αποθέωσης της κοινής λογικής, επιχειρώντας να περάσει διαγωνίως το μήνυμα της «θεωρίας των δυο άκρων» (κομμουνισμός= φασισμός) σε σύγχρονες συνειδήσεις που στερούνται συλλογικών ιστορικών βιωμάτων κοινότητας και αλληλεγγύης.
Από αυτή την άποψη δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση η ολοένα και πυκνότερη, το τελευταίο διάστημα, επιλεκτική αναφορά του δημόσιου, κριτικού και πολιτικού λόγου στη Βαϊμάρη. Ο Σαμαράς απευθυνόμενος στην Κ.Ο της ΝΔ πριν λίγες μέρες δήλωνε ότι «τα κόμματα των άκρων εκτινάσσονται σε επίπεδα πρωτόγνωρα.(…) Αυτό μοιάζει πολύ -το λέω να το ακούνε οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι- με το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης». Από την άλλη, στα κυρίαρχα media, σχολιαστές όπως ο Παπαχελάς κινδυνολογούν αναφερόμενοι στο ενδεχόμενο «αν γίνουν εκλογές τώρα» να «προκύψει Βουλή Βαϊμάρης», ενώ άλλοι όπως ο Καρακούσης εκφράζουν τη βεβαιότητα ότι «το σύνδρομο της Βαιμάρης απειλεί ευθέως την Ελλάδα».
Τι ακριβώς όμως ήταν η Βαϊμάρη και ποιες είναι οι αναλογίες της με το ιστορικό παρόν του κοινωνικού μετασχηματισμού της Ελλάδας και της Ευρώπης;
Τα ερωτήματα που θέτει η Βαϊμάρη στην τρέχουσα ελληνική και ευρωπαϊκή συγκυρία, για όλες τις πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται τις βασικές αρχές της νεωτερικότητας, είναι πολλαπλά και για την απάντησή τους απαιτείται διαλεκτικός στοχασμός και όχι δογματική προσήλωση. Γιατί απέτυχε και αποτυγχάνει η σοσιαλδημοκρατία; Ποια είναι τα περιθώρια προσαρμογής της σοσιαλδημοκρατίας και από ποιο σημείο και έπειτα ξεκινά η αυτοαναίρεσή της, όπως έλεγε ο Τρότσκι. Πού οδηγεί τη δημοκρατία η αξιοποίηση αντιδημοκρατικών και κοινωνικά αντιδραστικών μεθόδων στον αγώνα κατά των άκρων (συμφωνία Έμπερτ-παραστρατιωτικών); Πού οδηγεί τους λαούς το αίσθημα της ταπείνωσης και της αδικίας (Βερσαλλίες-ναζισμός); Πού οδηγεί η επαναφορά της ρητορικής του σοσιαλφασισμού από ένα τμήμα της Αριστεράς, που βλέπει ως μεγαλύτερο εχθρό του τη σοσιαλδημοκρατία; Πού οδηγεί το μίσος της σοσιαλδημοκρατίας για τις ριζοσπαστικότερες προσεγγίσεις (μίσος απέναντι στον Λήμπκνεχτ και τη Λούξεμπουργκ, επιείκεια απέναντι στον Κάπ και τον Χίτλερ). Ποιες πολιτικές δυνάμεις ενισχύονται μετά τις βαθιές οικονομικές κρίσεις; Πόσο ανεξέλεγκτη μπορεί να γίνει μια κατάσταση πραγμάτων αν υποτιμηθεί; Σε τι εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις οδηγεί η λογική της κατασκευής εσωτερικού εχθρού στη δημοκρατία; Τι συμβαίνει όταν αφήνεται κενό εξουσίας; Τι αποτελέσματα φέρνουν οι ευκαιριακές πολιτικές συμμαχίες στη βάση της αποφυγής του κινδύνου των άκρων; Πώς η αριστερά όταν πορεύεται χωρίς εθνικό αίσθημα αφήνει προνομιακό πεδίο για την καπήλευση της ιδέας της πατρίδας στους εθνικιστές και τον φασισμό; Πώς η διάτρητη θεσμική και συνταγματική συγκρότηση ενός εθνικού (Γερμανία) ή υπερεθνικού (Ε.Ε) σχηματισμού επιτρέπει και επιβάλλει με τον καιρό την αυτοκατάργησή του;
Αυτό που επιβεβαιώνουν οι περισσότερες συστημικές αναγνώσεις της Βαϊμάρης είναι η ολοκληρωτική και απροκάλυπτη πια προσχώρηση τόσο της φιλελεύθερης/αστικής δεξιάς όσο και της φιλελεύθερης/εκσυγχρονιστικής αριστεράς, με ετεροχρονισμένο ενθουσιασμό, στα credo του ιστορικού αναθεωρητισμού. Η θεμελιώδης πια παραδοχή από μεγάλο μέρος της φιλελεύθερης διανόησης της «θεωρίας των δυο άκρων» έρχεται σε μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για την ευρωπαϊκή αριστερά, περίοδο αμυντικής αμηχανίας, μετά την ολομέτωπη επίθεση του φιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες. Πρόκειται βέβαια για μια προσέγγιση εμπαθή και ανιστορική, που δεν διακρίνει την ιστορική και πολιτισμική διάζευξη που σημειώθηκε ανάμεσα στις κομμουνιστικές και τις ναζιστικές ιδέες. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι η αφαίρεση από την Αριστερά του ιστορικού, ηθικού της πλεονεκτήματος, για την απώλεια του οποίου ασφαλώς και η ίδια έχει βάλει το χεράκι της.
Ο Άγγελος Ελεφάντης αναφερόμενος στη χυδαία εξίσωση του ιστορικού αναθεωρητισμού, κομμουνισμός= ναζισμός, χωρίς να παραβλέπει τα γκουλάγκ, την κόκκινη βία και τις μαζικές εκτελέσεις, έγραψε με εφηβικό πάθος ότι «από την παράταξή μας [Αριστερά] ξεπήδησε ένας στοχαστής που έλεγε ότι ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει. Δεν ξέρω κανένα που να υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει. Στα καπιταλιστικά λογιστήρια η δημοκρατία δεν έχει ανοιγμένη μερίδα. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός έχει».
Η Ιστορία τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται από πολλούς ως ιδεολογικό καταφύγιο, με το σκεπτικό ότι για όλους έχει… ράμματα. Είναι όμως τουλάχιστον υποκριτικό να επικαλείται κανείς σήμερα την ασθενική δημοκρατία της Βαϊμάρης και την υπονόμευσή της από τα άκρα, ενώ κάνει τα στραβά μάτια στη θεσμική εκτροπή των δημοκρατικών λειτουργιών του πολιτεύματος από τις κατεξοχήν αστικές και φιλελεύθερες «δημοκρατικές» δυνάμεις. Είναι αντιφατικό να χύνονται δάκρυα για τη Βαϊμάρη και να μην τοποθετείται στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας το ζήτημα της δημοκρατίας, επαναφέροντας την κινδυνολογία των άκρων με αφορμή το δημοσκοπικό φούσκωμα της Αριστεράς. Και μάλιστα η κριτική να προέρχεται από τη γονατισμένη σοσιαλδημοκρατία που συνθηκολογεί με αντιδημοκρατικές δυνάμεις όταν είναι στην εξουσία και αισθάνεται απειλή. Όταν οδεύουμε ως ανθρωπότητα σε μετα-πολιτικές λύσεις, όταν η πανούργα Ιστορία διαγράφει πρωτόγνωρες τροχιές υπέρβασης των όποιων υπολειμμάτων της νεωτερικότητας για τον ρόλο της πολιτικής, είναι παρακινδυνευμένος κάθε λόγος περί Βαϊμάρης. Ο ιδεολογικός στραβισμός μεγάλου τμήματος της σύγχρονης φιλελεύθερης διανόησης, των αυτοαποκαλούμενων δυνάμεων της υπευθυνότητας και της λογικής, δεν μπορεί να διακρίνει ότι ο εχθρός της δημοκρατίας δεν βρίσκεται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Και αυτό συνιστά τον ουσιαστικότερο κίνδυνο της Δημοκρατίας.
Τρία βιβλία για τη γερμανική Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933) που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, πυροδότησαν σοβαρές συζητήσεις στο πολιτικό πεδίο και τον χώρο των ιδεών:
•Heinrich A. Winkler, Βαϊμάρη. Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933. μτφρ. Άντζη Σαλταμπάση, Πόλις, Αθήνα 2011.
•Φωνές από τη Βαϊμάρη, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2011
•Πήτερ Γκαίυ, Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (Γερμανία 1919-1933), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2010
Μια πολιτική ιστορία της Βαϊμάρης
Με τον όρο Δημοκρατία της Βαϊμάρης εννοούμε τη σύντομη περίοδο της πρώτης γερμανικής Δημοκρατίας που απλώνεται ανάμεσα στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1918) και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (1933). Στον πυκνό ιστορικό χρόνο της περιόδου στη Γερμανία συντελέστηκε η κατεδάφιση μιας αυτοκρατορίας (1918), μια κομμουνιστική εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα με τη συνεργασία σοσιαλδημοκρατών και παραστρατιωτικών οργανώσεων (1919, «Σπάρτακος», Λούξεμπουργκ-Λήμπκνεχτ), ένα δημοκρατικό Σύνταγμα (1919), μια ταπεινωτική ειρήνη (Βερσαλλίες 1919), δυο απόπειρες ακροδεξιών πραξικοπημάτων (Καπ 1920, Χίτλερ 1923), μια πληθωριστική έκρηξη (1923), μια περίοδος ευημερίας (1924-29), μια παγκόσμια οικονομική κρίση (1929), η δραματική ύφεση, ανεργία και φτώχεια (1930-32) και η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία με την ψήφο του γερμανικού λαού (1932-33). Το βιβλίο του γερμανού ιστορικού Βίνκλερ παρουσιάζει ευσύνοπτα και έντιμα, από σοσιαλδημοκρατική βέβαια σκοπιά, την πολιτική ιστορία του γερμανικού μεσοπολέμου. Στον πρόλογό του ο Βίνκλερ υποστηρίζει ότι η περίπτωση της Βαϊμάρης συνιστά μια διδακτική ιστορία περί δημοκρατίας. Ασφαλώς όμως έχει στο νου του τη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία που οικοδόμησαν από κοινού σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι και ατύχησε στη Βαϊμάρη.
Για τον Βίνκλερ η μεταβίβαση της εξουσίας στον Χίτλερ δεν ήταν αναπόφευκτη. Στην ανάλυσή του αποδίδει την ευθύνη για την αποτυχία της Βαϊμάρης στα λάθη και τις αδυναμίες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (του οποίου σήμερα είναι μέλος) και στην υπονόμευση του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας από «τα δυο άκρα» του πολιτικού συστήματος, δηλαδή τους κομμουνιστές και τους εθνικοσοσιαλιστές. Υποστηρίζει ακόμη ότι η Βαϊμάρη κατέρρευσε γιατί το εκσυγχρονιστικό της πρόγραμμα υπήρξε ασύμμετρο. Πέρα όμως από τις γενικές αξιολογικές κρίσεις, που ενέχουν υποκειμενικά κριτήρια, ο Βίνκλερ εξετάζει με νηφαλιότητα τα αίτια και τις συμπεριφορές των προσώπων που διαμόρφωσαν το πολιτικό κλίμα και τις εξελίξεις της εποχής. Από αυτή την άποψη το βιβλίο του είναι πολύτιμο.
Η πνευματική ιστορία της Βαϊμάρης
Αυτή η περίοδος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ωστόσο, αποτέλεσε ταυτόχρονα μια εποχή άνθησης του πολιτισμού. Το Βερολίνο της «χρυσής δεκαετίας του ΄20» συνιστούσε το πνευματικό κέντρο πολλών καλλιτεχνικών κινημάτων και ρευμάτων της μοντερνιτέ. Περιλαμβάνοντας στο πρόγραμμά της τον εξπρεσιονισμό στη ζωγραφική και τον κινηματογράφο, τον λειτουργικό μοντερνισμό του αρχιτεκτονικού Μπαουχάουζ, τον Ρίλκε και τον Γκεόργκε, τη Σχολή της Φραγκφούρτης, το περιοδικό Die Action, τον Κλέε και τον Καντίνσκι, τον Μπρεχτ και τον Μπένγιαμιν, τον Βάιλ και την Ντίντριχ, τον Αϊνστάιν και τον Χάιντεγκερ, η Βαϊμάρη συνιστά ένα από τα πιο ερεθιστικά κεφάλαια στην ιστορία των ιδεών.
Από αυτή τη σκοπιά, ο Πήτερ Γκαίυ παρουσιάζει τη συναρπαστική πνευματική κίνηση της Βαϊμάρης, το πνεύμα της οποίας μεταλαμπαδευόμενο στις ιδέες της Σχολής της Φραγκφούρτης, παραμένει σήμερα κρίσιμα επίκαιρο και βαθιά επιδραστικό στον λόγο όσων επιχειρούν να διατυπώσουν κριτική προσέγγιση του σύγχρονου κόσμου. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και οι στοχασμοί του πάνω στα ερείπια επανέρχονται στο σύγχρονο στοχασμό που καλείται να κρίνει ανάλογες καταστάσεις. Η καλλιτεχνική Βαϊμάρη, όμως, σύμφωνα με τον Γκαίυ, δεν ήταν μια κουλτούρα κλεισμένη σε γυάλα. Στο πολύ αξιόλογο βιβλίο του ο ιστορικός διαμορφώνει ένα σχήμα της εξέλιξης των πνευματικών αναζητήσεων της εποχής στηριγμένος στην πολιτική ιστορία με την οποία βλέπει παράλληλη πορεία. Από το 1918 ως το 1924, εποχή πολιτικών αναταραχών, ήταν ο καιρός του πειραματισμού στις τέχνες. Μεταξύ 1924 και 1929, όταν η Γερμανία απολάμβανε σταθερότητα, οι τέχνες πέρασαν στη φάση της Neue Sachlichkeit, της αντικειμενικότητας. Και ύστερα, ανάμεσα στα 1929 και 1933, τα χρόνια της καταστροφής, η χώρα πέρασε στη φάση του κιτς και την απίσχνασης του κριτικού λόγου.
Ο Γκαίυ περνά με θαυμάσιους ελιγμούς από την πολιτική στην πνευματική ιστορία επιδιώκοντας να αναδείξει τη στενή τους συνάφεια. Το βιβλίο του, γραμμένο στο κλίμα του αμερικανικού ΄68, υπερασπίζεται το αίτημα για μια τέχνη που να μην είναι διακοσμητική και για έναν στοχασμό που να είναι κριτικός.
Το πολυφωνικό μυθιστόρημα της Βαϊμάρης
Το βιβλίο που επιμελήθηκε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος για τη Βαϊμάρη περιλαμβάνει κείμενα ενός τόμου που κυκλοφόρησε από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια το 1994 υπό τον τίτλο The Weimar Republic Sourcebook με την επιμέλεια των Anton Kaes, Martin Jay και Edward Dimendberg. Πρόκειται για μια επιλογή κειμένων που γράφτηκαν την εποχή εκείνη από πρόσωπα που διαδραμάτισαν ρόλο και βίωσαν την περιπέτεια της Βαϊμάρης. Ανάμεσα στα κείμενα ξεχωρίζει η σκοπίμως αντιστικτική παράθεση του μανιφέστου της Ομάδας «Σπάρτακος» και της ομιλίας που απηύθυνε ο δρ. Γκαίμπελς προς τους αριστερούς της Γερμανίας, «χρησιμοποιώντας μια διφορούμενα “ριζοσπαστική” (και συγχρόνως δημαγωγική) γλώσσα την οποία βλέπουμε σήμερα να ξανανθίζει στη λαϊκιστική και εθνοτσαρλατάνικη ρητορική της νεοελληνικής ακροδεξιάς», όπως επισημαίνει εύστοχα στο εισαγωγικό του σημείωμα ο επιμελητής της ελληνικής έκδοσης. Το βιβλίο φανερώνει τον πολυφωνικό χαρακτήρα της Βαϊμάρης. Όμως ο Λυκιαρδόπουλος σχολιάζει καίρια το κατά τη γνώμη του πολυτιμότερο δίδαγμα της Βαϊμάρης: «Σε περιπτώσεις κρίσεων δεν υπάρχει “Κέντρο”, αλλά μόνον τα δυο “άκρα”».
Πόσο νερό χωράει στο κρασί της Αριστεράς;
Και τα τρία βιβλία για τη Βαϊμάρη είναι αξιανάγνωστα. Όταν όμως οι αναγνώσεις αυτών γίνονται μέσα στο πλαίσιο της επιχείρησης ιδεολογικής αυτοεπιβεβαίωσης και επαλήθευσης του κυρίαρχου φιλελεύθερου σχήματος, τότε αδικείται κατάφωρα το περιεχόμενο και το πνεύμα των εν λόγω έργων. Όσες αναγωγές της Βαϊμάρης επιχειρούνται στο σήμερα, δεν μπορούν να αποκρύψουν τις ιδεολογικές σκοπιμότητες που εξυπηρετούν. Προκειμένου να στηριχτεί σε ιστορικά παραδείγματα η συλλογιστική και τα θεωρητικά σχήματα με τα οποία ερμηνεύεται η σύγχρονη πραγματικότητα από ένα σημαντικό τμήμα της πολύπτυχης πια φιλελεύθερης σκέψης, αγνοούνται συνειδητά τα καίρια ερωτήματα που θέτουν τα βιβλία και η εμπειρία της Βαϊμάρης. Και τα καλά βιβλία πάντα θέτουν ερωτήματα περισσότερα από τις απαντήσεις που δίνουν. Ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύονται τα μαθήματα της Βαϊμάρης από τους πολλαπλούς αποδέκτες τους, τόσο στην αριστερά όσο και στη δεξιά, φανερώνει αμηχανία. Και τούτο γιατί τελικά έτσι όπως γίνεται η ανάγνωση, εμποδίζεται η κριτική ανάλυση προσκρούοντας σε ιδεολογικές παρωπίδες.
ΠΗΓΗ: RedNotebbok
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου