Το Αστέρι μέσα στα Ερείπια
Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Στα περίχωρα μιας βομβαρδισμένης ουκρανικής πόλης, εκεί όπου οι πολυκατοικίες είχαν γίνει σκιές του εαυτού τους και τα παράθυρα δεν κρατούσαν πια ούτε το κρύο ούτε τα όνειρα έξω, ζούσαν δυο παιδιά: ο Μάριος και η Ελένα. Δεν ήταν αδέλφια· ο πόλεμος, όμως, τα είχε κάνει οικογένεια.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Ο ουρανός ήταν χαμηλός και μολυβένιος, και ο αέρας μύριζε καμένο ξύλο και υγρασία, όχι γιορτή. Κι όμως, μέσα στα χαλάσματα, τα παιδιά είχαν αποφασίσει να κρατήσουν ζωντανή μια μικρή τελετουργία — να φτιάξουν τα δικά τους Χριστούγεννα.
Είχαν βρει καταφύγιο στο υπόγειο ενός μισογκρεμισμένου σχολείου. Στο πάτωμα άπλωσαν ένα παλιό στρατιωτικό μαντήλι, σαν τραπεζομάντηλο. Πάνω του έβαλαν ό,τι πολύτιμο είχαν: ένα κομμάτι ξερό ψωμί, ένα μεταλλικό κουμπί που γυάλιζε σαν αστέρι και ένα μικρό ξύλινο αλογάκι — το μοναδικό παιχνίδι που είχε απομείνει από τον πατέρα του Μάριου, πριν χαθεί στο μέτωπο.
«Αυτό είναι το δέντρο μας», είπε η Ελένα, στερεώνοντας το κουμπί στην άκρη ενός σπασμένου κλαδιού.
Ο Μάριος χαμογέλασε. Είχε ξεχάσει πώς είναι να χαμογελάς χωρίς φόβο.
Οι εκρήξεις ακούγονταν μακριά, σαν βαριά τύμπανα. Κάθε φορά που η γη έτρεμε, η Ελένα έσφιγγε το χέρι του.
«Φοβάσαι;» τη ρώτησε.
«Ναι… αλλά λιγότερο όταν είμαστε μαζί», απάντησε.
Για να διώξουν το σκοτάδι, άρχισαν να μιλούν για το πριν. Η Ελένα θυμήθηκε τη γιαγιά της στο χωριό, που έψηνε γλυκά και γέμιζε το σπίτι με μυρωδιές βανίλιας. Ο Μάριος θυμήθηκε το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο διαμέρισμά τους, με τα φώτα να καθρεφτίζονται στο παράθυρο, πριν αυτό γίνει θρύψαλα. Οι αναμνήσεις έφεραν ζεστασιά σε έναν χώρο που δεν είχε πια θέρμανση.
Μα η πραγματικότητα δεν άργησε να επιστρέψει. Ένας δυνατός κρότος τους έκανε να σκύψουν ενστικτωδώς. Οι καρδιές τους χτυπούσαν σαν τρελές. Εκείνη τη στιγμή ένιωσαν πόσο διαφορετικά περνούσαν τις γιορτές από άλλα παιδιά, σε σπίτια φωτεινά, με τραγούδια, δώρα και γονείς γύρω τους. Η σκέψη πονούσε, μα τους έδινε και μια σιωπηλή υπόσχεση: αν επιζούσαν, δεν θα ξεχνούσαν ποτέ.
Ο Μάριος έβγαλε από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο χαρτί. Πάνω του είχε ζωγραφίσει έναν ήλιο.
«Δώρο για σένα», είπε.
Η Ελένα του έδωσε το ξύλινο αλογάκι.
«Για να θυμάσαι ότι μια μέρα θα τρέχουμε χωρίς φόβο».
Κάθισαν αγκαλιασμένοι στο σκοτάδι. Για λίγο, ο πόλεμος έμεινε απ’ έξω.
Και τότε, μέσα στη σιωπή, ακούστηκε από μακριά μια ανθρώπινη φωνή να τραγουδά ένα ουκρανικό χριστουγεννιάτικο κάλαντο. Ύστερα άλλη μία. Κι άλλη. Σαν να γεννιόταν μια αόρατη χορωδία μέσα στα ερείπια της πόλης — άνθρωποι που δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλον, μα ήξεραν πως μοιράζονταν την ίδια νύχτα.
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν.
«Το ακούς;» ψιθύρισε η Ελένα.
«Ναι… Σαν να μας λένε ότι ακόμα υπάρχουμε», απάντησε ο Μάριος.
Ο πόλεμος δεν σταμάτησε εκείνη τη νύχτα. Μα κάτι είχε αλλάξει μέσα τους. Κατάλαβαν πως όσο υπάρχουν χέρια να σφίγγονται και καρδιές που θυμούνται, το σκοτάδι δεν μπορεί να νικήσει ολοκληρωτικά.
Πριν αποκοιμηθούν, η Ελένα είπε σιγανά:
«Όταν τελειώσει αυτό… θα φτιάξουμε το πιο μεγάλο δέντρο της Ουκρανίας».
Ο Μάριος χαμογέλασε.
«Και στην κορυφή δεν θα βάλουμε αστέρι… αλλά ειρήνη».
Κι έτσι, μέσα στα χαλάσματα, γεννήθηκε μια μικρή, πεισματάρα ελπίδα.
Ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο φώτα και δώρα, αλλά η απόφαση να αγαπάς ακόμα κι όταν όλα γύρω σου σε μαθαίνουν να φοβάσαι.
Και ότι κάποτε, οι ιστορίες των παιδιών του πολέμου θα γίνουν ιστορίες ενός κόσμου που έμαθε, επιτέλους, να ζει χωρίς άλλους τέτοιους χειμώνες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου