Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένα µαγικό κουτί, ένα σακί γεµάτο με παιχνίδια
Οσκαρ Μάτσερατ, τρόφιµος ψυχιατρείου, αφηγείται τα γεγονότα της ζωής του από τη στιγµή της γέννησής του στην «ελεύθερη πόλη του Ντάντσιχ», ένα τοπίο ρηµαγµένο από τον πόλεµο. Οταν, το 1927, σε ηλικία τριών ετών, ακούει τον πατέρα του να λέει πως τον προορίζει για µπακάλη, ο Οσκαρ αποφασίζει να µη µεγαλώσει. Ο Οσκαρ έχει κι άλλες παράξενες ιδιότητες: η διαπεραστική του κραυγή θρυµµατίζει τα γυαλικά• ο θησαυρός του, που δεν τον αποχωρίζεται ποτέ, είναι ένα ταµπούρλο για το οποίο είναι έτοιµος να σκοτώσει. Μέσα από την «αναξιόπιστη» αφήγησή του ξεδιπλώνεται η ιστορία της Γερµανίας κι η ιστορία του κάθε ανθρώπου που έρχεται, χωρίς να ερωτηθεί, στη φρίκη του κόσµου. Από µίσος για τη συµβολική µορφή του πατέρα (ή των πατέρων: ο Οσκαρ πιστεύει ότι είναι παιδί δύο ανδρών) καθώς και για τον φυσιολογικό κόσµο που επιβάλλουν οι πατέρες, ο Οσκαρ καθηλώνεται στην παιδική ηλικία: η απέχθεια για τον δαιµονικό, παράφρονα, άθλιο και απάνθρωπο κόσµο δηµιουργεί την παραµόρφωσή του, δίνει σχήµα στην οργή του, ενισχύει την υαλοκτόνο φωνή του. Ο Οσκαρ γίνεται καθρέφτης του ναζισµού και των «απλών ανθρώπων» που τον εξέθρεψαν καθώς και ολόκληρης της εποχής του γερµανικού οικονοµικού θαύµατος που σηµαδεύεται από ανεξίτηλες αναµνήσεις και βασανιστικές τύψεις. Οµως ο Οσκαρ δεν είναι «παιδί» - είναι νάνος, είναι ένα τέρας που εξανθρωπίζεται µε το πέρασµα του χρόνου βαδίζοντας ανάµεσα στα ερείπια. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσµίου Πολέµου ψυχαγωγεί τα στρατεύµατα µαζί µ' έναν θίασο νάνων κι αργότερα, µετά τον θάνατο της αγαπηµένης του Ροσβίτα, πρώην ερωµένης του παραπληγικού Μπέµπρα, επιστρέφει στο Ντάντσιχ και γίνεται αρχηγός µιας εγκληµατικής νεανικής συµµορίας που αυτοαποκαλείται «Ξεσκονόπανα». Η αφήγηση θυµίζει τον Χένρι Φίλντινγκ, τον Τζόναθαν Σουίφτ και τον Ραµπελέ - οι περιπέτειες µοιάζουν µεγεθυσµένες, η λογοτεχνία αποδεικνύεται ξανά και ξανά ανώτερη της πραγµατικότητας.
Υστερα, ο ρωσικός Στρατός εισβάλλει στο Ντάντσιχ - όµως πριν απ' αυτό, τη Νύχτα των Κρυστάλλων, ο εβραίος µαγαζάτορας που πουλάει παιχνίδια αυτοκτονεί - έτσι αρχίζει το δεύτερο µέρος του βιβλίου. Ολα είναι µακάβρια, όλα είναι γκροτέσκα• όλα ακροβατούν ανάµεσα στο ανυπέρβλητο και το γελοίο («Γελάστε, κύριε, γελάστε», έλεγε ο Φρανκ Βέντεκιντ στο καµπαρέ Οι Εντεκα Δήµιοι. «Γελάστε, είναι όλα τόσο τραγικά...»).
Αργότερα, βρίσκουµε τον Οσκαρ να ερωτεύεται µια νοσοκόµα - την Ντοροτέα -, να παίζει τζαζ µ' ένα µουσικό συγκρότηµα του Ντίσελντορφ, να γίνεται πλούσιος, να ζει στο «Παρισάκι»... Οµως, πόσοι θάνατοι, πόσες απώλειες, πόσες φρικαλεότητες έχουν προηγηθεί... Στο µπαρ Το Κελάρι Με Τα Κρεµµύδια οι θαµώνες συγκεντρώνονται για να κλάψουν µαζί• ξεφλουδίζουν κρεµµύδια για να διευκολύνουν τα δάκρυα: ενοχή, ντροπή, µεταµέλεια - κατάσταση αξιοθρήνητη κι αστεία.
Το ξεφλούδισµα του κρεµµυδιού έδωσε τον τίτλο στην αυτοβιογραφία του Γκύντερ Γκρας που εκδόθηκε το 2006, προκαλώντας αντιδράσεις επειδή ο συγγραφέας αποκάλυπτε ότι σε ηλικία δεκαεπτά ετών είχε εγγραφεί στη ναζιστική νεολαία, «επειδή αυτό έκαναν όλοι». Στο «Τενεκεδένιο ταµπούρλο» (1959, ελληνική έκδοση Οδυσσέας 2008, µτφ. Τούλα Σιετή) όπως και στο «Ξεφλούδισµα του κρεµµυδιού» αναλύεται ακριβώς αυτή η δύναµη του Zeitgeist, η πένθιµη διαπίστωση ότι δεν µπορείς να αποφύγεις το πνεύµα της εποχής, την κατεύθυνση του ανέµου. Και παρ' όλα αυτά, η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένα µαγικό κουτί, ένα σακί γεµάτο παιχνίδια: µια µέρα, σ' ένα χωράφι, ο Οσκαρ βρίσκει ένα κοµµένο δάχτυλο, το δάχτυλο της δολοφονηµένης Ντοροτέα• κατηγορείται για φόνο, τον κλείνουν στο ψυχιατρείο.
Η αφήγηση είναι άλλοτε πρωτοπρόσωπη, άλλοτε τριτοπρόσωπη, µερικές φορές µέσα στην ίδια πρόταση: έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν θα µάθουµε την αλήθεια - ποιος είναι ο αληθινός πατέρας του Οσκαρ; Τι απέγινε άραγε ο παππούς του, ο Γιόζεφ Κολιάιτζεκ; Πράγµατι ο Κουρτ, ο γιος της Μαρίας, είναι γιος του; Μαγική εικονοποιία, αλληγορία, µύθοι, θρησκευτικοί απόηχοι (χριστιανικοί, ιουδαϊκοί) και το ασήκωτο βάρος της Ιστορίας. Ο Οσκαρ Μάτσερατ είναι η ενσάρκωση της Νύχτας των Κρυστάλλων και ταυτοχρόνως ένας πολυσύνθετος συµβολικός χαρακτήρας που συµπυκνώνει τον πόνο, τη σκληρότητα και την αναζήτηση της ελευθερίας στη µεταπολεµική Ευρώπη. Το «τενεκεδένιο ταµπούρλο» του είναι ένα όπλο: η απλή, επαναληπτική µουσική του ακούγεται πιο περίπλοκη από τα ναζιστικά εµβατήρια. Ωστόσο, το µυθιστόρηµα δεν µπορεί να χαρακτηριστεί «αντιναζιστικό» και «πολιτικό»: οι αναφορές σε επεισόδια του πολέµου και η προβολή του τραυµατισµένου Ντάντσιχ µετουσιώνονται σε µια βαθύτερη και ευρύτερη πραγµατικότητα. Ο Γκρας κατασκευάζει έναν ολόκληρο κόσµο του µυαλού, µια κατάσταση υπερβατική: η µητέρα του Οσκαρ πεθαίνει από δυσπεψία ψαριού• ο Οσκαρ συσσωρεύει εξωφρενικές περιπέτειες που θυµίζουν τους picaresque ήρωες του πρώιµου µυθιστορήµατος - άλλοτε εργάζεται ως γυµνό µοντέλο, άλλοτε ως χαράκτης επιτύµβιων επιγραφών• στο τέλος, ο φίλος και συνταξιδιώτης του, ο Γκότφριντ Βίτλαρ, γίνεται µάρτυρας κατηγορίας κι ο Οσκαρ οµολογεί έναν φόνο που δεν έχει διαπράξει.
Στη Γερµανία «Το τενεκεδένιο ταµπούρλο» δέχτηκε σφοδρή επίθεση µεγάλου µέρους της κριτικής και της Καθολικής Εκκλησίας που το χαρακτήρισαν βλάσφηµο, ανήθικο, εµετικό και πορνογραφικό. Το πόσο ανόητοι µπορούν να γίνουν οι άνθρωποι είναι ένα από τα διαλείποντα ερωτήµατα του Γκύντερ Γκρας που επιµένει: η τέχνη µπορεί να αποτρέψει τον πόλεµο, η τέχνη µπορεί να αναβάλει τον θάνατο µέχρι το άπειρο.
ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ,Σώτης Τριανταφύλλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου