ΒΙΒΛΙΟ:Εύστοχος σχολιασμός νεοελλήνων διανοητών
ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ
Πρόταση Λόγου και Πολιτισμού
εκδ. Αρμός, σελ. 422
Ο Σωτήρης Γουνελάς, με έναν προσεκτικό και εύστοχο σχολιασμό, προσεγγίζει νεοέλληνες διανοητές (Κυριαζόπουλο, Παπαϊωάννου, Καστοριάδη, Αξελό, Λορεντζάτο, Ράμφο και Γιανναρά), με σαφείς προτιμήσεις αλλά και καίριες ερμηνείες ικανές να προχωρήσουν την επιστημονική έρευνα.
Στο πόνημά του αναλύει συγκεκριμένα έργα των ανωτέρω στοχαστών, στην αρχή με μια ιδιαίτερη σύζευξη εξηγητικού και περιγραφικού τύπου με οριοθετημένο θεολογικό προσανατολισμό. Το αξιοπρόσεκτο όμως στην περίπτωση αυτή, που θα κινητοποιούσε το ενδιαφέρον και του μη ειδικού σε θεολογικά ζητήματα αλλά απαιτητικού θεωρητικά αναγνώστη, είναι ότι ο θεολογικός του λόγος διαλέγεται σοβαρά και με συστηματικότητα με τη φιλοσοφική επιχειρηματολογία, γεγονός που αναδεικνύει όχι μόνο τη φιλοσοφική σκευή αλλά και τον πλούσιο πνευματικό εξοπλισμό του συγγραφέα.
Ο Γουνελάς δεν επιθυμεί με τη γραφή του δογματικά να καταρρίψει φιλοσοφικές αντιλήψεις προτάσσοντας τη θεολογική του ερμηνεία, παρότι η θεολογική κατεύθυνση είναι διάχυτη στο έργο του. Αναδεικνύει τον λόγο του με πλούσια θεωρητική οργάνωση και όπου είναι απαραίτητο σπεύδει να δηλώσει την εμμονή του για το πρόκριμα των θεολογικών σπουδών έναντι της θύραθεν παιδείας. Ετσι, αν και είναι δυνατό να δημιουργήσει αμφιλεγόμενες εξηγητικές διακρίσεις ιδιαιτέρως εκεί που προκρίνει την πατερική διδασκαλία έναντι της επιστημονικής, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως, ως φιλελεύθερος ή ελευθερόφρων στοχαστής από τους ευσεβιστικούς κύκλους, δογματικός από τους εκκοσμικευμένους στα θεολογικά πράγματα αλλά και ανέκκλητα μεταφυσικός αναφορικά με τη φιλοσοφική έρευνα.
Ενδεχομένως από την πλευρά των στοχαστών που προσεγγίζουν παρόμοια ζητήματα με αμιγώς επιστημονική επιχειρηματολογία ο λόγος του συγγραφέα να ξενίζει, εμφανίζοντας ίσως και ιδιόρρυθμα κάποια ασύμμετρα ερμηνευτικά δεδομένα στη σκέψη νεοελλήνων φιλοσόφων όπως λόγου χάρη στον Κυριαζόπουλο και στον Παπαϊωάννου, επιμένοντας να εστιάζει σε γνωστικές όψεις που για μακρά περίοδο δεν απασχόλησαν την πρωτοπορία του στοχασμού στη σχολιαστική γραμματεία των ανωτέρω φιλοσόφων.
Ο Γουνελάς επιμένει και κατά τη γνώμη μου δικαιώνεται. Αναφερόμενος στον Κυριαζόπουλο αναδεικνύει έντονα τη θεολογική όψη ενοτήτων του, ιδιαιτέρως στο έργο του «Ενώπιον της Τεχνικής», τονίζοντας θεολογικές προσεγγίσεις του πρόωρα χαμένου φιλοσόφου, σύμφωνα με τον οποίο η προσκόλληση σε μια καταναλωτική αντίληψη που μας εκχωρεί η δημιουργία ενός τεχνικού πολιτισμού δημιουργεί ένα αντιφατικό ήθος επειδή μας ωθεί σε γενικεύσεις και μονομέρειες.
Με τον Παπαϊωάννου, από την άλλη, παρότι δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις πάνω στις πολιτικοκοινωνικές του θεωρήσεις, ο Γουνελάς δημιουργεί μια αρκετά σημαντική στοχαστική εστία για σειρά ερμηνειών πάνω στο ζήτημα της εικόνας. Επιλέγει τις απόψεις του φιλοσόφου που διέπρεψε στη Γαλλία πάνω στη συγκριτική μελέτη της βυζαντινής αγιογραφίας, επισημαίνοντας ότι ο Παπαϊωάννου είναι από τους λίγους διανοητές που εμβαθύνει στο μυστηριακό και μυστικό περιεχόμενο της τέχνης περιγράφοντας τη σχέση του αρχαίου ελληνισμού με τη βυζαντινή πραγματικότητα με κριτική αντίληψη αλλά και σαφή αναγνώριση για το βυζαντινό πολιτισμικό μόρφωμα.
Με κριτική διάθεση
Δεν θα προχωρήσω σε άλλη παρουσίαση, μόνο αφήνω για το τέλος τις ερμηνευτικές του προσεγγίσεις για τους Ράμφο και Γιανναρά, επισημαίνοντας, ενίοτε καυστικά, τη ροπή του Στέλιου Ράμφου προς μια δυτικότροπη αντίληψη δικαιολόγησης σύγχρονων πολιτικών πρακτικών, η οποία σαφώς απέχει από παλαιότερα συγγράμματά του τα οποία εστίαζαν συνεπέστερα στο «ορθόδοξο» ήθος. Συνακόλουθα δεν κρύβει ο Γουνελάς την προτίμησή του για τα συγγράμματα του Χρήστου Γιανναρά, πάντοτε όμως με κριτική διάθεση και χωρίς επίπεδη και απλουστευτική μεροληψία. Αν και θεωρεί ότι τα κείμενα του Γιανναρά διακρίνονται για πνευματική εντιμότητα, ηθική φιλοτιμία, συνοχή και συνέπεια στη θεολογική τους αναφορά, ο Γουνελάς τηρεί τις αναγκαίες στοχαστικές αποστάσεις αποφεύγοντας ταυτίσεις και νοηματικές εξισώσεις.
Είναι γεγονός ότι το επίπονο σημείο μιας κριτικής αποτελεί η εύρεση των κριτηρίων για μια (οιονεί;) αντικειμενικότητα της επιστημονικής αρτιότητας ενός πονήματος. Ενα παρόμοιο σκεπτικό ενδεχομένως να παρεισφρέει σε τούτο τον διάλογο του συγγραφέα με τη νεοελληνική διανόηση καθώς και με την αντιπαράθεση και διερεύνηση φιλοσοφικών ή θεολογικών εννοιών που εμφανίζονται στα έργα των εν λόγω διανοητών. Ομως η γνωστική διαδρομή του παρέχει τέρψη στον αναγνώστη γιατί και η ανάλυσή του είναι μεστή αλλά και η επιχειρηματολογία -τηρουμένων των αναλογιών του θεωρητικού προσανατολισμού- είναι σοβαρή και η στοχαστική του διάθεση σφύζουσα.
Στον χώρο του θεολογικού επιστητού είναι διάχυτη η αντίληψη για το ενδεχόμενο αντιμετώπισης της θεολογίας με βιωματικούς όρους οι οποίοι είναι δυνατόν να συγκροτήσουν θεωρία – θα προτιμούσα τον όρο: διδασκαλία βάσει βιωματικών αρχών. Οι όροι συγκρότησης της επιστήμης ως κανονιστικού συστήματος έγκυρων γνώσεων είναι διαφορετικοί από γνωστικούς τομείς που προτάσσουν το βίωμα μέσω της «αποκάλυψης». O Σωτήρης Γουνελάς τολμά να ασκήσει κριτική σε ζητήματα που ομογάλακτοι συνάδελφοί του με τυπικά ευρύτερες «ακαδημαϊκές» ιδιότητες δεν αγγίζουν το αντίστοιχο θεωρητικό πεδίο ενώ ο ίδιος το θίγει συστηματικά. Κοντολογίς, δεν απεμπολεί τη θεολογική του ταυτότητα αλλά τη χρησιμοποιεί γόνιμα για την αμοιβαιότητα της επικοινωνίας.
Δίχως αμφιβολία είναι μια αξιοπρόσεκτη μελέτη, συνοπτική μεν αλλά ιδιαιτέρως χρηστική για τον στίβο του διεπιστημονικού διαλόγου.
* Ο κ. Θανάσης Σακελλαριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Έντυπη Έκδοση, Η Καθημερινή, Θανάσης Σακελλαριάδης Πρόταση Λόγου και Πολιτισμού
εκδ. Αρμός, σελ. 422
Ο Σωτήρης Γουνελάς, με έναν προσεκτικό και εύστοχο σχολιασμό, προσεγγίζει νεοέλληνες διανοητές (Κυριαζόπουλο, Παπαϊωάννου, Καστοριάδη, Αξελό, Λορεντζάτο, Ράμφο και Γιανναρά), με σαφείς προτιμήσεις αλλά και καίριες ερμηνείες ικανές να προχωρήσουν την επιστημονική έρευνα.
Στο πόνημά του αναλύει συγκεκριμένα έργα των ανωτέρω στοχαστών, στην αρχή με μια ιδιαίτερη σύζευξη εξηγητικού και περιγραφικού τύπου με οριοθετημένο θεολογικό προσανατολισμό. Το αξιοπρόσεκτο όμως στην περίπτωση αυτή, που θα κινητοποιούσε το ενδιαφέρον και του μη ειδικού σε θεολογικά ζητήματα αλλά απαιτητικού θεωρητικά αναγνώστη, είναι ότι ο θεολογικός του λόγος διαλέγεται σοβαρά και με συστηματικότητα με τη φιλοσοφική επιχειρηματολογία, γεγονός που αναδεικνύει όχι μόνο τη φιλοσοφική σκευή αλλά και τον πλούσιο πνευματικό εξοπλισμό του συγγραφέα.
Ο Γουνελάς δεν επιθυμεί με τη γραφή του δογματικά να καταρρίψει φιλοσοφικές αντιλήψεις προτάσσοντας τη θεολογική του ερμηνεία, παρότι η θεολογική κατεύθυνση είναι διάχυτη στο έργο του. Αναδεικνύει τον λόγο του με πλούσια θεωρητική οργάνωση και όπου είναι απαραίτητο σπεύδει να δηλώσει την εμμονή του για το πρόκριμα των θεολογικών σπουδών έναντι της θύραθεν παιδείας. Ετσι, αν και είναι δυνατό να δημιουργήσει αμφιλεγόμενες εξηγητικές διακρίσεις ιδιαιτέρως εκεί που προκρίνει την πατερική διδασκαλία έναντι της επιστημονικής, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως, ως φιλελεύθερος ή ελευθερόφρων στοχαστής από τους ευσεβιστικούς κύκλους, δογματικός από τους εκκοσμικευμένους στα θεολογικά πράγματα αλλά και ανέκκλητα μεταφυσικός αναφορικά με τη φιλοσοφική έρευνα.
Ενδεχομένως από την πλευρά των στοχαστών που προσεγγίζουν παρόμοια ζητήματα με αμιγώς επιστημονική επιχειρηματολογία ο λόγος του συγγραφέα να ξενίζει, εμφανίζοντας ίσως και ιδιόρρυθμα κάποια ασύμμετρα ερμηνευτικά δεδομένα στη σκέψη νεοελλήνων φιλοσόφων όπως λόγου χάρη στον Κυριαζόπουλο και στον Παπαϊωάννου, επιμένοντας να εστιάζει σε γνωστικές όψεις που για μακρά περίοδο δεν απασχόλησαν την πρωτοπορία του στοχασμού στη σχολιαστική γραμματεία των ανωτέρω φιλοσόφων.
Ο Γουνελάς επιμένει και κατά τη γνώμη μου δικαιώνεται. Αναφερόμενος στον Κυριαζόπουλο αναδεικνύει έντονα τη θεολογική όψη ενοτήτων του, ιδιαιτέρως στο έργο του «Ενώπιον της Τεχνικής», τονίζοντας θεολογικές προσεγγίσεις του πρόωρα χαμένου φιλοσόφου, σύμφωνα με τον οποίο η προσκόλληση σε μια καταναλωτική αντίληψη που μας εκχωρεί η δημιουργία ενός τεχνικού πολιτισμού δημιουργεί ένα αντιφατικό ήθος επειδή μας ωθεί σε γενικεύσεις και μονομέρειες.
Με τον Παπαϊωάννου, από την άλλη, παρότι δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις πάνω στις πολιτικοκοινωνικές του θεωρήσεις, ο Γουνελάς δημιουργεί μια αρκετά σημαντική στοχαστική εστία για σειρά ερμηνειών πάνω στο ζήτημα της εικόνας. Επιλέγει τις απόψεις του φιλοσόφου που διέπρεψε στη Γαλλία πάνω στη συγκριτική μελέτη της βυζαντινής αγιογραφίας, επισημαίνοντας ότι ο Παπαϊωάννου είναι από τους λίγους διανοητές που εμβαθύνει στο μυστηριακό και μυστικό περιεχόμενο της τέχνης περιγράφοντας τη σχέση του αρχαίου ελληνισμού με τη βυζαντινή πραγματικότητα με κριτική αντίληψη αλλά και σαφή αναγνώριση για το βυζαντινό πολιτισμικό μόρφωμα.
Με κριτική διάθεση
Δεν θα προχωρήσω σε άλλη παρουσίαση, μόνο αφήνω για το τέλος τις ερμηνευτικές του προσεγγίσεις για τους Ράμφο και Γιανναρά, επισημαίνοντας, ενίοτε καυστικά, τη ροπή του Στέλιου Ράμφου προς μια δυτικότροπη αντίληψη δικαιολόγησης σύγχρονων πολιτικών πρακτικών, η οποία σαφώς απέχει από παλαιότερα συγγράμματά του τα οποία εστίαζαν συνεπέστερα στο «ορθόδοξο» ήθος. Συνακόλουθα δεν κρύβει ο Γουνελάς την προτίμησή του για τα συγγράμματα του Χρήστου Γιανναρά, πάντοτε όμως με κριτική διάθεση και χωρίς επίπεδη και απλουστευτική μεροληψία. Αν και θεωρεί ότι τα κείμενα του Γιανναρά διακρίνονται για πνευματική εντιμότητα, ηθική φιλοτιμία, συνοχή και συνέπεια στη θεολογική τους αναφορά, ο Γουνελάς τηρεί τις αναγκαίες στοχαστικές αποστάσεις αποφεύγοντας ταυτίσεις και νοηματικές εξισώσεις.
Είναι γεγονός ότι το επίπονο σημείο μιας κριτικής αποτελεί η εύρεση των κριτηρίων για μια (οιονεί;) αντικειμενικότητα της επιστημονικής αρτιότητας ενός πονήματος. Ενα παρόμοιο σκεπτικό ενδεχομένως να παρεισφρέει σε τούτο τον διάλογο του συγγραφέα με τη νεοελληνική διανόηση καθώς και με την αντιπαράθεση και διερεύνηση φιλοσοφικών ή θεολογικών εννοιών που εμφανίζονται στα έργα των εν λόγω διανοητών. Ομως η γνωστική διαδρομή του παρέχει τέρψη στον αναγνώστη γιατί και η ανάλυσή του είναι μεστή αλλά και η επιχειρηματολογία -τηρουμένων των αναλογιών του θεωρητικού προσανατολισμού- είναι σοβαρή και η στοχαστική του διάθεση σφύζουσα.
Στον χώρο του θεολογικού επιστητού είναι διάχυτη η αντίληψη για το ενδεχόμενο αντιμετώπισης της θεολογίας με βιωματικούς όρους οι οποίοι είναι δυνατόν να συγκροτήσουν θεωρία – θα προτιμούσα τον όρο: διδασκαλία βάσει βιωματικών αρχών. Οι όροι συγκρότησης της επιστήμης ως κανονιστικού συστήματος έγκυρων γνώσεων είναι διαφορετικοί από γνωστικούς τομείς που προτάσσουν το βίωμα μέσω της «αποκάλυψης». O Σωτήρης Γουνελάς τολμά να ασκήσει κριτική σε ζητήματα που ομογάλακτοι συνάδελφοί του με τυπικά ευρύτερες «ακαδημαϊκές» ιδιότητες δεν αγγίζουν το αντίστοιχο θεωρητικό πεδίο ενώ ο ίδιος το θίγει συστηματικά. Κοντολογίς, δεν απεμπολεί τη θεολογική του ταυτότητα αλλά τη χρησιμοποιεί γόνιμα για την αμοιβαιότητα της επικοινωνίας.
Δίχως αμφιβολία είναι μια αξιοπρόσεκτη μελέτη, συνοπτική μεν αλλά ιδιαιτέρως χρηστική για τον στίβο του διεπιστημονικού διαλόγου.
* Ο κ. Θανάσης Σακελλαριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου