ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ 1922: Ο ξεριζωμός των Ελλήνων, τα ψηφιακά ίχνη του
Μέσα στο 1922 ο Γιάννης Σουµελίδης παίρνει µια πληροφορία από ένα φίλο του στον τουρκικό στρατό. Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς του είπε ή σε ποια χρονική στιγμή, αλλά η πληροφορία έκανε τον Σουμελίδη και την οικογένειά του να αφήσουν τις δουλειές τους στα χάνια της Λαραχανής του Πόντου και να φύγουν. Διήνυσαν τα 50 χιλιόμετρα που χωρίζει το χωριό της Λαραχανής, το σημερινό Ακαρσού της Τουρκίας, από την παραθαλάσσια Τραπεζούντα και έφυγαν εν πλω για τη Θεσσαλονίκη. «Εκεί τους είχαν σε καραντίνα για μερικούς μήνες και μετά έφυγαν για το Ροδοχώρι της Νάουσας. Σύμφωνα με την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, το Ροδοχώρι, επειδή ήταν ορεινό, έμοιαζε με τον τόπο καταγωγής τους», μας λέει σήμερα η 22χρονη τελειόφοιτη του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ζωή Σουμελίδου για την ιστορία των προγόνων της.
Αρκετά χιλιόμετρα νοτιότερα, από το χωριό Σατί της Καππαδοκίας, ο Αθανάσιος Ανδρέου ξεκινούσε στα 25 του χρόνια το μακρύ ταξίδι του ξεριζωμού. Από την Καππαδοκία βρέθηκε πρώτα στην Αργεντινή, πριν φθάσει στην Ελλάδα και εγκατασταθεί στον Νέο Μυλότοπο Γιαννιτσών. Εκεί του παραχωρήθηκε καλλιεργήσιμη γη και συνέχισε τις αγροτικές εργασίες που άφησε στην Καππαδοκία. Κάποια στιγμή, το «Ανδρέου» έγινε «Ανδρέας» και άλλαξε το επώνυμό του σε «Παπαδόπουλος». «Δεν ξέρω γιατί το άλλαξε, αλλά θέλω να μάθω περισσότερα», λέει η Δήμητρα Παπαδοπούλου, φοιτήτρια στο ίδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, η οποία κατάγεται από την οικογένεια Ανδρέου από την πλευρά του πατέρα της. Προσφυγική ήταν και η οικογένεια της μητέρας της, με τον προπάππου της, Κωνσταντίνο Τσομπάνογλου, να έρχεται στην Ελλάδα από την Καλλίπολη της Μικράς Ασίας. Μεγάλωσε με τις ιστορίες της γιαγιάς της για το πόσο δύσκολη ήταν η ζωή και η επιβίωση τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης στην Ελλάδα. Από τα λίγα πράγματα που έφερε μαζί της η προγιαγιά της από την Καλλίπολη ήταν μια εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που ήταν στην οικογένειά της –και παραμένει– για πέντε γενιές. «Οταν ήμουν μικρότερη δεν έδειχνα μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά τώρα καταλαβαίνω τη σημασία αυτών των ιστοριών», μας λέει η 20χρονη φοιτήτρια.
Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο αποφάσισε να συμμετάσχει στο μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα που εκπονείται στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και επιχειρεί να αποτυπώσει ψηφιακά την πρώτη μεγάλη μετακίνηση πληθυσμού του 20ού αιώνα, με στόχο να δώσει μια σαφή εικόνα για τους τόπους προορισμού και εγκατάστασης των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Η κ. Παπαδοπούλου συμμετέχει στη συγκέντρωση στοιχείων για τον εμπλουτισμό των μεγάλων βάσεων δεδομένων που έχει δημιουργήσει το Εργαστήριο Εφαρμογών Πληροφορικής και Υπολογιστικών Οικονομικών του πανεπιστημίου με τα ονόματα και την πορεία περίπου 600.000 αγροτών και αστών προσφύγων. Το ενδιαφέρον για την οικογενειακή της ιστορία έσπρωξε και την κ. Σουμελίδου να καταπιαστεί με το ερευνητικό πρόγραμμα, εντοπίζοντας τα χωριά της Ανατολίας απ’ όπου προήλθαν οι πρόσφυγες και σημειώνοντάς τα όχι με μια πινέζα σε ένα χάρτη, αλλά με γεωχωρικές συντεταγμένες. Οι δύο φοιτήτριες είναι μέλη μιας ευρύτερης ομάδας σπουδαστών με επικεφαλής τον διευθυντή του Εργαστηρίου και αναπληρωτή καθηγητή Υπολογιστικής Προσομοίωσης Θανάση Σταυρακούδη. «Αν δούμε το πρότζεκτ σαν ένα πλοίο, εμείς είμαστε οι Α΄ μηχανικοί», μας λέει σχηματικά. Η ομάδα του οργανώνει τις βάσεις δεδομένων ψηφιοποιώντας καταλόγους και λίστες προσφύγων που έχουν εντοπιστεί σε διάφορα δημόσια ιστορικά αρχεία και συνδέει τους οικισμούς καταγωγής των προσφύγων, όπως εμφανίστηκαν στην απογραφή του 1928, με τους σημερινούς. Ενας από τους στόχους του προγράμματος είναι η δημιουργία μιας ιστοσελίδας, όπου οι χρήστες θα μπορούν να «ακολουθούν» την πορεία ενός πρόσφυγα μέσα στα χρόνια.
Τα δεδομένα που συγκεντρώνει το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων αναλύονται και ερμηνεύονται από τον επικεφαλής και συντονιστή της έρευνας, τον καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μπράουν Στέλιο Μιχαλόπουλο. Στη βιντεοκλήση μας, ο κ. Μιχαλόπουλος θυμάται ότι η Ιστορία που έμαθε στο σχολείο τελείωνε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά δεν γνωρίζουμε, σημειώνει, με στοιχεία και δεδομένα ποια ήταν η συμβολή των προσφύγων του ’22 στην πολιτική, οικονομική και πολιτισμική ιστορία της Ελλάδας. «Είναι σαν να υπάρχει ένα δίκτυο με τις ιστορίες των προσφύγων αλλά να μην υπάρχουν οι αρμοί που θα το ενώσουν. Ελπίζω ότι με την έρευνά μας θα δημιουργήσουμε τους αρμούς που θα ενώσουν αυτά τα κύτταρα της κοινωνίας», μας λέει.
Από το 2017 που οι ερευνητές βούτηξαν στον βυθό χιλιάδων σελίδων και καταλόγων, κυρίως χειρόγραφων, έχουν προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό την καταγραφή και ψηφιοποίηση των δύο μεγάλων προσφυγικών ομάδων, των αγροτών και των αστών προσφύγων. Μάλιστα, όπως μας λέει ο κ. Μιχαλόπουλος, έχουν ολοκληρώσει την ψηφιοποίηση των αγροτών προσφύγων αποτυπώνοντας πρώτη φορά 1.754 κωμοπόλεις και πόλεις προέλευσής τους στην Ανατολία. «Για πρώτη φορά έχουμε μια πλήρη, λεπτομερή καταγραφή των περιοχών προέλευσης. Οπως προκύπτει, πρόσφυγες από τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη έλαβαν αγροτικό κλήρο με μεγαλύτερη συχνότητα από τους πρόσφυγες με καταγωγή από τα μικρασιατικά παράλια. Οι τελευταίοι εγκαταστάθηκαν ως επί το πλείστον σε πόλεις, συχνά στις παρυφές του αστικού ιστού. Οι πρόσφυγες από την Καππαδοκία φαίνεται να έχουν μοιραστεί σε πόλεις και χωριά», σημειώνει. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα εύρημα της έρευνας σε σχέση με τις συνθήκες εγκατάστασης των αστών προσφύγων. Από την ψηφιοποίηση της απογραφής που διενήργησε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων το 1927, η οποία ήταν στο ιστορικό αρχείο της Κοινωνίας των Εθνών στην Γενεύη, οι ερευνητές αποτύπωσαν το μεγάλο ποσοστό των οικογενειών που έμεναν σε παραπήγματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 124.483 προσφυγικές οικογένειες που απογράφηκαν, μόνο το 18% έμενε σε ενοικιαζόμενα σπίτια για τα οποία δεν σημειώθηκαν διευθύνσεις. Από τις υπόλοιπες 101.406 οικογένειες, το 39% ζούσε σε καταλύματα τύπου Α, που θεωρήθηκαν «υγιεινά και επαρκή». Ωστόσο, το 50% του συνόλου των αστών προσφύγων, δηλαδή σχεδόν 62.000 οικογένειες, έμενε σε καταλύματα τύπου Β και Γ, δηλαδή «ξύλινα παραπήγματα αμφιβόλου στερεότητας» και «κατηρειπωμένας κατοικίας, σκηνάς, τενεκεδοκαλύβας, εγκαταλελειμμένα δημόσια κτίρια, φυλακές, τζαμιά, σχολεία και εκκλησίες». Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς βελτιώθηκαν οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων, καθώς δεν διενεργήθηκε ποτέ ξανά παρόμοια απογραφή. «Το πρόβλημα βαίνει μειούμενο αλλά παραμένει οξύ κατά τη δεκαετία του ’30, ενώ υφίσταται κατά τόπους και μετά τον πόλεμο στις μεγάλες πόλεις», μας λέει ο καθηγητής του London Business School και συνεργάτης της έρευνας, Ηλίας Παπαϊωάννου.
Αττική και Πελοπόννησος
Η πλειονότητα των προσφύγων, λένε οι ερευνητές, εντοπίζεται στην επαρχία της Αττικής. Από τους συνολικά 867.000 κατοίκους του 1928, το 31,3% είναι προσφυγικής καταγωγής. Οι πρόσφυγες της Αττικής αποτελούν το 22,2% του συνόλου των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την απογραφή του ’28, η Πελοπόννησος έλαβε τους λιγότερους πρόσφυγες, ενώ μόλις δύο δηλώθηκαν στην επαρχία Βιάννου στην Κρήτη.
Παρέμειναν άραγε οι πρόσφυγες στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν; Τα εμπειρικά δεδομένα λένε μάλλον ναι. Τόσο ο Γιάννης Σουμελίδης όσο και ο Αθανάσιος Ανδρέου έμειναν για πάντα στους τόπους της αρχικής τους εγκατάστασης όταν έφθασαν στην Ελλάδα. Η Ζωή Σουμελίδου ζει με την οικογένειά της στην Εδεσσα, πολύ κοντά στο Ροδοχώρι, ενώ η Δήμητρα Παπαδοπούλου και η οικογένειά της μένουν στον Νέο Μυλότοπο. Στην πραγματικότητα το ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί, όπως λέει ο κ. Μιχαλόπουλος, διότι η πρώτη και τελευταία απογραφή του ελληνικού κράτους με ερώτηση περί προσφυγικής καταγωγής είναι του 1928. Πάντως, από τα στοιχεία που ανέλυσαν οι ερευνητές από την απογραφή του 2001 (που περιλάμβανε ερώτηση για τον τόπο μόνιμης κατοικίας της μητέρας κατά τη γέννηση του κάθε ατόμου, και έτσι απομόνωσαν όσους είχαν γεννηθεί πριν από το 1923 και δήλωσαν μόνιμη κατοικία μητέρας την Τουρκία) είδαν ότι, παρά τις μαζικές μετακινήσεις και την πάροδο 70 ετών, το αποτύπωμα της προσφυγικής εγκατάστασης παρέμενε έντονο.
Το αποτύπωμά τους σε πολιτική, οικονομία
Σήμερα, περίπου 84 εκατοµµύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσµο είναι «αναγκαστικά εκτοπισµένοι», σύµφωνα µε τα στοιχεία της Υπατης Αρµοστείας. Εχουν εγκαταλείψει τον τόπο καταγωγής τους εξαιτίας διώξεων, πολέμων, βίας, παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο κ. Μιχαλόπουλος λέει με σιγουριά ότι αυτό το κύμα μετακινήσεων θα γιγαντωθεί στο μέλλον και εκτιμά πως η μελέτη του αποτυπώματος των προσφύγων του 1922 στην πολιτική και οικονομική ιστορία της χώρας μπορεί να δώσει ενδιαφέροντα διδάγματα για το μέλλον.
Μέσα σε 30 κούτες των Αρχείων Εκτιμητικών Επιτροπών Ανταλλαξίμων του υπουργείου Γεωργίας, που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπάρχουν στοιχεία για τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους οι πρόσφυγες. Τα περίπου 4.000 χειρόγραφα πρακτικά περιέχουν αναλυτικές δηλώσεις για τα ακίνητα και τις εκτάσεις γης που είχαν οι δικαιούχοι στην Ανατολία, για τα εισοδήματα που έχασαν από την καλλιέργεια της γης, τα έπιπλα, τα κοσμήματα, τα εργαλεία και τα ζώα που άφησαν πίσω τους. Οι περιουσίες δηλώνονταν σε λίρες από τον κάθε πρόσφυγα και δίπλα η επιτροπή σημείωνε τη δική της εκτιμώμενη αξία. «Για να ψηφιοποιηθεί αυτός ο όγκος πληροφοριών χρειάζεται τιτάνια προσπάθεια», επισημαίνει ο κ. Μιχαλόπουλος. Ενα μέρος της ανέλαβε η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών, που φωτογράφισε το σύνολο των αρχείων, δηλαδή ένα εκατομμύριο σελίδες, αλλά για να συνεχιστεί η ψηφιοποίηση χρειάζονται πόροι.
Πάντως, ένα εύρημα που δείχνει την επένδυση των προσφύγων στο ανθρώπινο κεφάλαιο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης στις αγροτικές περιοχές. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το χάσμα των πρώτων χρόνων μεταξύ προσφύγων και γηγενών γεφυρώθηκε γρήγορα – ακόμα στην πρώτη γενιά προσφύγων. «Μάλιστα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα προσφυγικά χωριά ξεπερνούν σε ποσοστό αποφοίτων γυμνασίου τα γειτνιάζοντα χωριά γηγενών», μας λέει ο καθηγητής του Μπράουν.
«Αυτή η τάση», λένε οι ερευνητές, «είναι πολύ ενδιαφέρουσα για τη διεθνή βιβλιογραφία, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις φαίνεται ότι οι πρόσφυγες που χάνουν την περιουσία τους, κινητή και ακίνητη, στρέφονται σε ανθρώπινο κεφάλαιο». Στις ίδιες περιοχές καταγράφεται και αύξηση της απασχόλησης στη βιοτεχνία και ειδικά στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας μετά το 1950.
Μέχρι το τέλος του επετειακού έτους για τη συμπλήρωση 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ερευνητές θα είναι έτοιμοι να δώσουν απαντήσεις σε τρία σημαντικά ζητήματα. Το ένα αφορά στη συμβολή των προσφύγων στον δομικό μετασχηματισμό της οικονομίας των αστικών περιοχών, το δεύτερο εξετάζει τη συνεισφορά των προσφύγων στη μουσική και κατά πόσον οι συνθέτες προσφυγικής καταγωγής διαφοροποιούνται θεματικά (μιλάνε τα τραγούδια τους πιο συχνά για τον «ξενιτεμό»;) και το τρίτο έχει σχέση με την πολιτική συμπεριφορά των προσφυγικών περιοχών. Είναι γνωστό ότι οι πρόσφυγες στήριξαν την πολιτική του Βενιζέλου και το Κόμμα των Φιλελευθέρων μέχρι το 1930, αλλά τα αποτελέσματα των εκλογών του 1932 (ο Βενιζέλος έχασε την πλειοψηφία) έδειξαν την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών.
Η έρευνα όμως αποτυπώνει ότι οι μεγάλοι προσφυγικοί οικισμοί σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη υποστήριξαν τον Βενιζέλο στις εκλογές του ’32 παρότι είχε προηγηθεί το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930. Οι ερευνητές ψηφιοποίησαν και συνέκριναν τα αποτελέσματα των εκλογικών τμημάτων, τα οποία βρήκαν σε εφημερίδες της εποχής, και είδαν ότι στα εκλογικά τμήματα μέσα στις προσφυγικές γειτονιές τα ποσοστά του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Τσαλδάρη πέφτουν από το περίπου 40% στο 10%, ενώ τα ποσοστά των Φιλελευθέρων υπό τον Βενιζέλο αυξάνονται από περίπου 40% σε πάνω από το 60% σε σχέση με τα τμήματα που ήταν μακριά από αυτές τις γειτονιές. «Πού πάνε όμως οι πρόσφυγες πολιτικά μετά την πτώση του βενιζελισμού; Εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να υπάρχει ξεχωριστή πολιτική συμπεριφορά στα “προσφυγικά”; Εάν όντως ισχύει, γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο; Αυτά τα ερωτήματα αναλύουμε αυτή την περίοδο», μας λένε οι καθηγητές Ηλίας Παπαϊωάννου και Στέλιος Μιχαλόπουλος.
Στην έρευνα συνεργάζονται ακόμη οι Σεϊγιούν Σακαλί, επίκουρος καθηγητής Οικονομικών στο King’s College, Ελι Μουράρντ, επίκουρος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αλικάντε της Ισπανίας, Νίκος Μπένος, αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, και Στέλιος Καραγιάννης, ερευνητής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σ.Ιωαννίδης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου