«Βαβυλωνία», η τελευταία για φέτος παράσταση του Εθνικού Θεάτρου
Αν, για πολλούς θεατές, μία από τις δυσκολότερες στιγμές της συνθήκης του live streaming είναι το χειροκρότημα που δεν δίνουμε στο τέλος της παράστασης, οι ηθοποιοί –λέει ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης– «νιώθουμε τεράστια αμηχανία γι’ αυτό που κάνουμε». Παραδέχεται ότι με κλειστά θέατρα είναι ανάγκη να γίνουν παραστάσεις έστω και με αυτό τον τρόπο. «Oμως, είναι ένα είδος υβριδικό, και για εμάς που αναγκαζόμαστε να παίξουμε μπροστά στις κάμερες είναι ένα είδος απόλυτης σύγχυσης. Οι κάμερες, είτε πρόκειται για σινεμά είτε για τηλεόραση, δεν μπορούν να έχουν τη μέθεξη μιας ζωντανής παράστασης».
«Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο», λέει στην «Κ» ο Ι. Μιχαηλίδης.
Παρ’ όλα αυτά, είναι έτοιμος, όπως και οι συνάδελφοί του, για τη «Βαβυλωνία» του Δημητρίου Βυζάντιου, που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα. Eνα από τα πιο πολυπαιγμένα και αγαπημένα έργα του κοινού, με το οποίο κλείνει τον κύκλο των παραγωγών του για τον φετινό χειμώνα το Εθνικό Θέατρο. Σήμερα στις 7.30 μ.μ., σε live streaming από την Κεντρική Σκηνή, θα παρακολουθήσουμε έναν καθρέφτη του Ελληνα, όπως τον σατιρίζει ο Δ. Βυζάντιος ήδη από το 1836, όταν έγραψε τη «Βαβυλωνία». Είναι το πρώτο θεατρικό της ελληνικής λογοτεχνίας μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό. Η ιστορία του διαδραματίζεται στο Ναύπλιο του 1827, με μια συντροφιά Ελλήνων από διαφορετικές περιοχές οι οποίοι γιορτάζουν τη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, προσμένοντας την ελευθερία.
Την παρέα των Ρωμιών αποτελούν ένας Ανατολίτης (Μικρασιάτης) που υποδύεται ο Ι. Μιχαηλίδης, ένας Μωραΐτης, ένας Χιώτης, ένας Κρητικός, ένας Αρβανίτης, ένας Κύπριος και ένας λογιότατος (πρωτευουσιάνος). Oμως στο γλέντι που στήνουν δημιουργούνται παρεξηγήσεις εξαιτίας της δυσκολίας τους να συνεννοηθούν, επειδή ο καθένας μιλάει με το δικό του τοπικό ιδίωμα, και σύντομα οδηγούνται στη φυλακή. «Η Ελλάδα είναι η Βαβυλωνία», σημειώνει Γ. Κακλέας. «Με τα γλέντια και τους εμφυλίους. Με αυτή τη μεσογειακή ψυχή που είναι γεμάτη πάθος και αντιφάσεις, θάλασσα και γκρεμούς».
«Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, που ίσως δεν φαίνεται από την πρώτη ματιά», λέει στην «Κ» ο Ι. Μιχαηλίδης, τονίζοντας ότι έχει πολλά πρωτότυπα στοιχεία, τα οποία αργότερα πέρασαν σε κωμωδίες, φάρσες και επιθεωρησιακής έμπνευσης παραστάσεις. «Εδώ τα βρίσκουμε στην πρώτη τους μορφή. Το έργο, επειδή είναι πρωτόλειο, έχει κάποια δραματουργικά κενά, έχει όμως πολλά εμπνευσμένα σημεία και μια τρυφερή προσέγγιση, μια κρυφή μελαγχολία στο εμφανές χιούμορ. Γι’ αυτό ανέβηκε τόσες φορές στα 185 χρόνια του».
Εχοντας ως εύρημα τα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, ο Βυζάντιος αποτυπώνει την κοινωνία της πρώτης ελληνικής πρωτεύουσας στη μετεπαναστατική περίοδο: ασυνεννοησία, διαφωνίες και συγκρούσεις. «Βλέπουμε ασήμαντους ανθρώπους, τους παππούδες μας, και κατανοούμε και εαυτούς μας». Τι ενώνει το τότε με το σήμερα; «Στην πολυπολιτισμική κοινωνία που ζούμε σήμερα, με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες στη χώρα μας, μεγάλο μέρος των οποίων εξελληνίζεται, προκύπτει ανάλογο ζήτημα επαφής. Αλλοι πολιτισμοί, άλλες αντιλήψεις, άλλα γλωσσικά ιδιώματα έρχονται και πρέπει να συνυπάρξουν».
Ο Ι. Μιχαηλίδης αγαπάει πολύ τις ντοπιολαλιές και τη διαφορετικότητά μας. «Στην Ελλάδα έχουμε πολλές διαλέκτους, ιδιώματα και άλλη εκφορά του λόγου, που δυστυχώς τα καταργήσαμε από σνομπισμό και αρχοντοχωριατισμό. Ετσι, σιγά σιγά ομογενοποιείται η γλώσσα και αμβλύνονται αυτές οι αντιθέσεις. Για παράδειγμα, το κρητικό ιδίωμα παραμένει στα χωριά αλλά αμβλύνθηκε στα αστικά κέντρα της Κρήτης. Στην ποντιακή διάλεκτο το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο, γιατί δεν υπάρχει γεωγραφικός χώρος, χάθηκε η πατρίδα και η γλώσσα σβήνει. Συγκινούμαι με τις ντοπιολαλιές, τον τρόπο που μιλούν στη Λάρισα, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο ή στην Καρδίτσα. Θεωρώ πολύ υγιές και ενδιαφέρον το ότι η Κύπρος έχει επίσημη γλώσσα τη νεοελληνική, όμως χρησιμοποιούν τη δική τους διάλεκτο ακόμη και στα ΜΜΕ».
Τριάντα οκτώ χρόνια στο θέατρο, μετά τη δραματική σχολή του ΚΘΒΕ, έζησε την εποχή των ομάδων, των μεγάλων σκηνών, των αλλαγών, της υπερπροσφοράς, της παρεξήγησης του μοντέρνου. «Περάσαμε από την ακαδημαϊκούρα και την εσωστρέφεια –δεν μιλούσαμε με ό,τι ήταν εκτός συνόρων– στη νεύρωση της πρωτοπορίας. Ετσι φτάσαμε στην αποδόμηση, να γκρεμίσουμε ό,τι υπάρχει πριν από εμάς. Κι αυτό μας οδήγησε στην κακώς εννοούμενη πρωτοπορία από νέα παιδιά που δεν έσκυψαν με ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό που λέμε ακαδημαϊκό, κλασικό. Αυτός που είναι πραγματικά πρωτοπόρος κι έχει κάτι ενδιαφέρον να προτείνει στο θέατρο, συχνά χάνεται στον ορυμαγδό του αφόρητου αυτοσχεδιασμού και της αυθαιρεσίας. Ο,τι είναι ακατάληπτο και βασανιστικό δεν σημαίνει ότι είναι σημαντικό».
Oμως το θέατρο σήμερα, μετά μια οικονομική και υγειονομική κρίση, δοκιμάζεται και από καταγγελίες για σεξουαλικές παρενοχλήσεις και κακή εργασιακή συμπεριφορά. «Καλά κάνουν και τα βγάζουν στο φως. Αλλά πρέπει να διαχειριστούμε ψύχραιμα αυτό που συμβαίνει. Αν αρχίσουμε και λέμε οτιδήποτε –πέρα από αυτούς που πρέπει να μιλήσουν–, θα δημιουργηθεί ένας κύκλος που δεν θα ξεκαθαρίσει αλλά θα περιπλέξει τα πράγματα. Στόχος είναι να προφυλαχθούν τα θύματα και να μην υπάρξουν άλλες τέτοιες συμπεριφορές. Ολοι τάσσονται με τα θύματα και εναντίον των θυτών, αλλά δεν χρειάζεται διαρκώς να το διατυμπανίζουμε. Πρέπει να περιφρουρήσουμε τον χώρο μας, γιατί έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι στο θέατρο γίνονται τέρατα ενώ στην υπόλοιπη κοινωνία όλα είναι ιδανικά. Επίσης, δεν μπορούμε να καταργούμε το τεκμήριο της αθωότητας ορισμένων ανθρώπων. Θα είναι κακό να διαπομπευθούν αθώοι. Δεν πρέπει να μας ξεφεύγει κι αυτό».
Πώς είναι το ελληνικό θέατρο σήμερα; «Είναι σκοτεινό, θολό, σαν το κάτω μέρος του κύματος. Μέσα από όλη αυτή τη σύγκρουση ίσως υπάρξει ένα είδος αναγέννησης. Το θέατρο θα επιβιώσει, δεν πρέπει να το βλέπουμε μέσα από τον εαυτό μας. Οσοι κάνουμε αυτή τη δουλειά είμαστε λίγο παραπάνω ματαιόδοξοι. Πρέπει να κοιτάξουμε τα πράγματα λίγο από έξω κι έξω από εμάς».
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου