H Διδακτορική Εκπαίδευση στην Οικονομία της Γνώσης
Της Αδαμαντίας Στάμου*
Παγκοσμίως διεξάγεται μια συνεχιζόμενη συζήτηση μεταξύ ακαδημαϊκού και επιχειρηματικού τομέα, με θέμα την διεθνή Οικονομία της Γνώσης, η οποία πρόκειται να καθιερωθεί στο άμεσο μέλλον (Sundać, 2011). Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα προσαρμόζουν τους ρόλους και τους στόχους τους, ώστε να εγκλιματιστούν στο ανερχόμενο οικονομικό περιβάλλον (Deiaco, 2012). Ο στρατηγικός ρόλος των πανεπιστημίων στην παραγωγή και διάχυση της καινοτομίας και της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί κεντρικό θέμα στις πολιτικές που εφαρμόζουν ήδη πολλά κράτη (Hughes and Kitson, 2012). Στην πραγματικότητα, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα αποτελούν στρατηγικούς παίκτες στην Οικονομία της Γνώσης, καθώς το υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό που τα πλαισιώνει, είναι αυτό το οποίο παράγει την νέα γνώση και δύναται να μετατρέψει τα ερευνητικά αποτελέσματα σε καινοτόμα προϊόντα (Hughes, 2012). Και πιο συγκεκριμένα, η διδακτορική εκπαίδευση στην επιστήμη και την τεχνολογία είναι καθοριστική στον ρόλο του πανεπιστημίου να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη στην περιφέρειά του, καθώς και σε ολόκληρη την χώρα (Stephan, 2004). Ωστόσο, κάποιες χώρες αποτυγχάνουν να αδράξουν τα πλεονεκτήματα που δύνανται να φέρουν στην οικονομική ανάπτυξη οι υψηλά καταρτισμένοι νέοι ερευνητές, με αποτέλεσμα το φαινόμενο της διαρροής εγκεφάλων.
Η έννοια της γνώσης απασχολεί τους φιλοσόφους από την κλασική Ελληνική περίοδο (5ος αιώνας π.Χ.), οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που αναρωτήθηκαν το νόημα της γνώσης, της αντίληψης, της μνήμης και της σκέψης (Alavi & Leidner, 2001). Η επιστημονική συζήτηση για τον ορισμό της γνώσης συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από την δεκαετία του ’70, άρχισαν να βλέπουν τους οργανισμούς ως «συστήματα γνώσης» (Alavi & Leidner, 2001), με την γνώση να αποτελεί στρατηγικό παράγοντα, με στόχο το βιώσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, την βελτίωση της απόδοσης, την προώθηση της καινοτομίας, και την διαρκή αυτό-βελτιστοποίση (Gupta & Sharma, 2004). Ως Οικονομία της Γνώσης, ορίζεται η οικονομία η οποία χρησιμοποιεί την γνώση ως κεντρική γεννήτρια οικονομικής ανάπτυξης (Suh, 2007), με αποτέλεσμα την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης αξίας, αυξάνοντας τις πιθανότητες οικονομικής επιτυχίας στο τρέχον παγκόσμιο και υψηλά ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η Οικονομία της Γνώσης, λοιπόν, έχει ήδη φτάσει, και γίνεται προφανές ότι τα κράτη που θα επιτύχουν θα είναι αυτά που είναι ικανά να αναγνωρίσουν, να αξιοποιήσουν, και να εξελίσσουν τους παράγοντες γνώσης, χρησιμοποιώντας την γνώση ως το κύριο ανταγωνιστικό εργαλείο (Rowley, 2000).
Πιο συγκεκριμένα, τα δημόσια πανεπιστήμια, καθώς και τα δημόσια ερευνητικά κέντρα, αποτελούν τους κύριους πυλώνες στους οποίους μπορούν να στηριχθούν οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, ώστε να επιβιώσουν και να επιτύχουν στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον (Giulani and Rabellotti, 2012). Η γνώση που παράγεται από τα πανεπιστήμια είναι μια πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, καθώς αποτελεί τον κύριο μοχλό καινοτομίας και επιχειρηματικής ανάπτυξης, ειδικά όταν μιλάμε για τις ανερχόμενες βιομηχανίες της Βιοτεχνολογίας, της Πληροφορικής και των Τηλεπικοινωνιών και της Νανοτεχνολογίας (Geuna and Muscio, 2009). Επιπλέον, το πανεπιστήμιο μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο κοινωνικής αλλαγής, μεταλαμπαδεύοντας τα οφέλη της καινοτομίας στην κοινωνία (Hughes and Kitson, 2012).
Η παγκοσμίως αυξανόμενη ζήτηση για υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, έφερε μεγάλη αύξηση στον αριθμό των φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διεθνώς, αυξάνοντας ταυτόχρονα την ελκυστικότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση, συγκεκριμένα, αποτελεί κλειδί για την βιώσιμη ανάπτυξη και το μέλλον της καινοτομικής οικονομίας (Wendler et al., 2010). Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές είναι αυτοί που δημιουργούν νέα γνώση, και συνεισφέρουν στην διάχυσή της, καθώς τα διδακτορικά προγράμματα εκπαιδεύουν τους ανθρώπους, οι οποίοι αφού αποφοιτήσουν παρέχουν εκπαίδευση στους μελλοντικούς υψηλά καταρτισμένους εργαζόμενους, επιτελώντας αύξηση στην παραγωγικότητα και οικονομικά οφέλη τα οποία επιστρέφουν στο κράτος (Stephan et al., 2004). Επίσης, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές δρουν ως «μαγνήτες ταλέντων», ελκύοντας άλλους προικισμένους φοιτητές καθώς και καθηγητές, οι οποίοι βρίσκονται εκτός χώρας (Stephan, 2004). Επιπλέον, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές αποτελούν πηγή τεχνολογικής και διοικητικής εξειδικευμένης γνώσης για τις τοπικές επιχειρήσεις, ενισχύοντας την παραγωγικότητα των βιομηχανιών που δρουν στην περιοχή (Stephan, 2004). Τέλος, οι επιτυχημένοι νέοι διδάκτορες ενισχύουν την διεθνή φήμη του πανεπιστημίου ή/και ερευνητικού κέντρου, βελτιώνοντας το διεθνές προφίλ ολόκληρης της χώρας.
Η Ευρωπαϊκή Πανεπιστημιακή Επιτροπή (European University Association, EUA), στο πλαίσιο συζήτησης για την διδακτορική εκπαίδευση, στην κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Κοινωνίας της Γνώσης (Doctoral programs for European knowledge society), έχει προτείνει τα εξής, αναγνωρίζοντας τους διδακτορικούς φοιτητές ως σημαντικούς παράγοντες για μια Ευρώπη της Γνώσης (Pyhalto et al., 2012). Πρώτον, ειδική μνεία υπάρχει για την θέση των ερευνητών μεταπτυχιακών φοιτητών, οι οποίοι πρέπει να θεωρούνται ερευνητές στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας τους, πρέπει να έχουν μισθό, να είναι ασφαλισμένοι και να γίνονται δεκτοί ως ισότιμα μέλη της επιστημονικής κοινότητας. Επιπλέον, τονίζεται ότι η καριέρα του ερευνητή θα πρέπει να γίνει μια πιο ελκυστική επιλογή για τους νέους ανθρώπους. Επίσης, προτείνεται η ενίσχυση της κινητικότητας των νέων υποψηφίων διδακτόρων, για παράδειγμα να επιτελείται ένα μέρος του διδακτορικού σε πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο του εξωτερικού, καθώς και η ενίσχυση της διατμηματικότητας. Η διάρκεια των διδακτορικών σπουδών δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 4 χρόνια, πλήρους απασχόλησης. Η απόκτηση του διδακτορικού θα πρέπει να οδηγεί και σε άλλες επαγγελματικές δυνατότητες εκτός από την απασχόληση στον τομέα της έρευνας. Οι μελλοντικοί διδάκτορες χρειάζεται να αναπτύσσουν κοινωνικές δεξιότητες, όπως ηγετικές ικανότητες, και η δυνατότητα να αξιοποιούν τα ερευνητικά τους αποτελέσματα στην κοινωνία και την οικονομία.
Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται οι πολιτικές για τις διδακτορικές σπουδές στις ΗΠΑ (Wendler et al., 2010). Πιο συγκεκριμένα, για να μπορούν να είναι διεθνώς ανταγωνιστικά τα αμερικανικά πανεπιστήμια, κατέληξαν ότι θα πρέπει να αναπτύσσουν τα επαγγελματικά καθώς και τα κοινωνικά προσόντα των διδακτορικών φοιτητών, δίνοντας έμφαση στην δημιουργικότητα και την επιχειρηματικότητα, σε συνάρτηση με το επιστημονικό και ερευνητικό αντικείμενο των σπουδών τους. Επίσης, δίνεται ιδιαίτερη μνεία στις κοινωνικές αλλά και ακαδημαϊκές ανάγκες των διδακτορικών φοιτητών ώστε να μπορέσει να αυξηθεί το ποσοστό ολοκλήρωσης των διδακτορικών σπουδών, καθώς σύμφωνα με διεθνείς έρευνες μόνο το 50% των διδακτορικών φοιτητών καταφέρνει να ολοκληρώσει τις σπουδές του παγκοσμίως. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Richard Parsons (Bank of America), οι υποτροφίες παίζουν καθοριστικό ρόλο: «Οι υποτροφίες είναι ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός τρόπος για να προσελκύσεις τα ταλέντα και να δώσεις στους διδακτορικούς φοιτητές μια ευκαιρία να δοκιμάσουν τα ενδιαφέροντά τους και τα προσόντα τους» (Wendler et al., 2010). Και τέλος, στο (Wendler et al., 2010) αναγνωρίζουν ότι: «αν αποτύχουμε να επενδύσουμε άμεσα στην ανάπτυξη υψηλά καταρτισμένων ταλαντούχων νέων θα έχουμε μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες στην χώρα μας».
Συμπερασματικά, η διδακτορική εκπαίδευση, θα πρέπει να ενισχυθεί, διευρύνοντας τους σκοπούς της, συμπεριλαμβάνοντας ανάπτυξη διοικητικών και άλλων ανθρωποκεντρικών δεξιοτήτων στους υποψήφιους διδάκτορες και νέους επιστήμονες, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους ως μελλοντικοί ηγέτες στο περιβάλλον της διεθνούς Οικονομίας της Γνώσης (Stamou, 2015). Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, μέσω της χορήγησης κρατικών υποτροφιών, θα μπορούσε να δίνεται η δυνατότητα σε εκατοντάδες νέους επιστήμονες να παράγουν πολύτιμο ερευνητικό έργο στην πατρίδα τους και να μην αναγκάζονται να μεταναστεύουν στο εξωτερικό, ανακόπτοντας το φαινόμενο της «διαρροής εγκεφάλων» και τις αρνητικές επιπτώσεις του στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Διότι η χορήγηση κρατικών υποτροφιών είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επένδυση για την χώρα, ως μοχλός ανάπτυξης, και όχι ως έξοδο. Αυτές οι υποτροφίες πρέπει να διασφαλίζουν αξιοπρεπή ζωή, ερευνητική ελευθερία και ασφαλείς εργασιακές συνθήκες, κρατώντας τους νέους ερευνητές στην Ελλάδα.
Η Αδαμαντία Στάμου είναι διπλωματούχος Μηχανικός Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών και υποψήφια διδάκτωρ στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στην σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, σε συνεργασία με το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος». Επίσης κατέχει ΜΒΑ (Master in Business Administration) από το Glyndwr University (UK).
------------------------------------------------------
Αναφορές:
Alavi, M., Leidner, D., (2001), “Review: Knowledge Management and Knowledge Management Systems: Conceptual Foundations and Research Issues”, MIS Quarterly, Vol. 25, no. 1, pp. 107-136.
Gupta, J., Sharma, S., (2004), Creating Knowledge Based Organizations, Idea Group Publishing, Boston.
Chen, D. H., Dahlman, C.(2005), Knowledge and Development, A Cross-Section Approach, Policy Research Working Paper, No. 3366,Washington, DC, World Bank.
Geuna, A., Muscio A. (2009), “The Governance of University Knowledge Transfer: A Critical Review of the Literature”, Minerva, vol. 47, pp. 93–114.
Giuliani, E. and Rabellotti, R. (2012), “Universities in emerging economies: bridging local industry with international science—evidence from Chile and South Africa”, Cambridge Journal of Economics, vol. 36, no. 3, 679–702.
Hughes, A. and Kitson, M. (2012), “Pathways to impact and the strategic role of universities: new evidence on the breadth and depth of university knowledge exchange in the UK and the factors constraining its development”, Cambridge Journal of Economics, vol. 36, pp. 723–750.
Pyhalto, K. et al. (2012) “Research on scholarly communities and the development of scholarly identity in Finnish doctoral education”, Higher education research in Finland: Emerging structures and contemporary issues, Finnish Institute for Educational Research.
Stamou, A. (2015), “Knowledge Management in Doctoral Education towards Knowledge Economy”, International Journal of Educational Management, accepted for publication.
Stephan, P. E. (2004), “Doctoral Education and Economic Development: The Flow of New Ph.D.s to Industry”, Economic Development Quarterly, vol. 18, pp. 151-161.
Sundać, D., Krmpotić, I. (2011), “Knowledge Economy Factors and the Development of Knowledge-based Economy”, Croatian Economic Survey, vol. 13, no. 1, pp. 105-141.
Wendler, C., et al. (2010), The Path Forward: The Future of Graduate Education in the United States, Princeton, NJ: Educational Testing Service.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ
Παγκοσμίως διεξάγεται μια συνεχιζόμενη συζήτηση μεταξύ ακαδημαϊκού και επιχειρηματικού τομέα, με θέμα την διεθνή Οικονομία της Γνώσης, η οποία πρόκειται να καθιερωθεί στο άμεσο μέλλον (Sundać, 2011). Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα προσαρμόζουν τους ρόλους και τους στόχους τους, ώστε να εγκλιματιστούν στο ανερχόμενο οικονομικό περιβάλλον (Deiaco, 2012). Ο στρατηγικός ρόλος των πανεπιστημίων στην παραγωγή και διάχυση της καινοτομίας και της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί κεντρικό θέμα στις πολιτικές που εφαρμόζουν ήδη πολλά κράτη (Hughes and Kitson, 2012). Στην πραγματικότητα, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα αποτελούν στρατηγικούς παίκτες στην Οικονομία της Γνώσης, καθώς το υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό που τα πλαισιώνει, είναι αυτό το οποίο παράγει την νέα γνώση και δύναται να μετατρέψει τα ερευνητικά αποτελέσματα σε καινοτόμα προϊόντα (Hughes, 2012). Και πιο συγκεκριμένα, η διδακτορική εκπαίδευση στην επιστήμη και την τεχνολογία είναι καθοριστική στον ρόλο του πανεπιστημίου να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη στην περιφέρειά του, καθώς και σε ολόκληρη την χώρα (Stephan, 2004). Ωστόσο, κάποιες χώρες αποτυγχάνουν να αδράξουν τα πλεονεκτήματα που δύνανται να φέρουν στην οικονομική ανάπτυξη οι υψηλά καταρτισμένοι νέοι ερευνητές, με αποτέλεσμα το φαινόμενο της διαρροής εγκεφάλων.
Η έννοια της γνώσης απασχολεί τους φιλοσόφους από την κλασική Ελληνική περίοδο (5ος αιώνας π.Χ.), οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που αναρωτήθηκαν το νόημα της γνώσης, της αντίληψης, της μνήμης και της σκέψης (Alavi & Leidner, 2001). Η επιστημονική συζήτηση για τον ορισμό της γνώσης συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από την δεκαετία του ’70, άρχισαν να βλέπουν τους οργανισμούς ως «συστήματα γνώσης» (Alavi & Leidner, 2001), με την γνώση να αποτελεί στρατηγικό παράγοντα, με στόχο το βιώσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, την βελτίωση της απόδοσης, την προώθηση της καινοτομίας, και την διαρκή αυτό-βελτιστοποίση (Gupta & Sharma, 2004). Ως Οικονομία της Γνώσης, ορίζεται η οικονομία η οποία χρησιμοποιεί την γνώση ως κεντρική γεννήτρια οικονομικής ανάπτυξης (Suh, 2007), με αποτέλεσμα την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης αξίας, αυξάνοντας τις πιθανότητες οικονομικής επιτυχίας στο τρέχον παγκόσμιο και υψηλά ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η Οικονομία της Γνώσης, λοιπόν, έχει ήδη φτάσει, και γίνεται προφανές ότι τα κράτη που θα επιτύχουν θα είναι αυτά που είναι ικανά να αναγνωρίσουν, να αξιοποιήσουν, και να εξελίσσουν τους παράγοντες γνώσης, χρησιμοποιώντας την γνώση ως το κύριο ανταγωνιστικό εργαλείο (Rowley, 2000).
Πιο συγκεκριμένα, τα δημόσια πανεπιστήμια, καθώς και τα δημόσια ερευνητικά κέντρα, αποτελούν τους κύριους πυλώνες στους οποίους μπορούν να στηριχθούν οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, ώστε να επιβιώσουν και να επιτύχουν στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον (Giulani and Rabellotti, 2012). Η γνώση που παράγεται από τα πανεπιστήμια είναι μια πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, καθώς αποτελεί τον κύριο μοχλό καινοτομίας και επιχειρηματικής ανάπτυξης, ειδικά όταν μιλάμε για τις ανερχόμενες βιομηχανίες της Βιοτεχνολογίας, της Πληροφορικής και των Τηλεπικοινωνιών και της Νανοτεχνολογίας (Geuna and Muscio, 2009). Επιπλέον, το πανεπιστήμιο μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο κοινωνικής αλλαγής, μεταλαμπαδεύοντας τα οφέλη της καινοτομίας στην κοινωνία (Hughes and Kitson, 2012).
Η παγκοσμίως αυξανόμενη ζήτηση για υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, έφερε μεγάλη αύξηση στον αριθμό των φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διεθνώς, αυξάνοντας ταυτόχρονα την ελκυστικότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση, συγκεκριμένα, αποτελεί κλειδί για την βιώσιμη ανάπτυξη και το μέλλον της καινοτομικής οικονομίας (Wendler et al., 2010). Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές είναι αυτοί που δημιουργούν νέα γνώση, και συνεισφέρουν στην διάχυσή της, καθώς τα διδακτορικά προγράμματα εκπαιδεύουν τους ανθρώπους, οι οποίοι αφού αποφοιτήσουν παρέχουν εκπαίδευση στους μελλοντικούς υψηλά καταρτισμένους εργαζόμενους, επιτελώντας αύξηση στην παραγωγικότητα και οικονομικά οφέλη τα οποία επιστρέφουν στο κράτος (Stephan et al., 2004). Επίσης, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές δρουν ως «μαγνήτες ταλέντων», ελκύοντας άλλους προικισμένους φοιτητές καθώς και καθηγητές, οι οποίοι βρίσκονται εκτός χώρας (Stephan, 2004). Επιπλέον, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές αποτελούν πηγή τεχνολογικής και διοικητικής εξειδικευμένης γνώσης για τις τοπικές επιχειρήσεις, ενισχύοντας την παραγωγικότητα των βιομηχανιών που δρουν στην περιοχή (Stephan, 2004). Τέλος, οι επιτυχημένοι νέοι διδάκτορες ενισχύουν την διεθνή φήμη του πανεπιστημίου ή/και ερευνητικού κέντρου, βελτιώνοντας το διεθνές προφίλ ολόκληρης της χώρας.
Η Ευρωπαϊκή Πανεπιστημιακή Επιτροπή (European University Association, EUA), στο πλαίσιο συζήτησης για την διδακτορική εκπαίδευση, στην κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Κοινωνίας της Γνώσης (Doctoral programs for European knowledge society), έχει προτείνει τα εξής, αναγνωρίζοντας τους διδακτορικούς φοιτητές ως σημαντικούς παράγοντες για μια Ευρώπη της Γνώσης (Pyhalto et al., 2012). Πρώτον, ειδική μνεία υπάρχει για την θέση των ερευνητών μεταπτυχιακών φοιτητών, οι οποίοι πρέπει να θεωρούνται ερευνητές στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας τους, πρέπει να έχουν μισθό, να είναι ασφαλισμένοι και να γίνονται δεκτοί ως ισότιμα μέλη της επιστημονικής κοινότητας. Επιπλέον, τονίζεται ότι η καριέρα του ερευνητή θα πρέπει να γίνει μια πιο ελκυστική επιλογή για τους νέους ανθρώπους. Επίσης, προτείνεται η ενίσχυση της κινητικότητας των νέων υποψηφίων διδακτόρων, για παράδειγμα να επιτελείται ένα μέρος του διδακτορικού σε πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο του εξωτερικού, καθώς και η ενίσχυση της διατμηματικότητας. Η διάρκεια των διδακτορικών σπουδών δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 4 χρόνια, πλήρους απασχόλησης. Η απόκτηση του διδακτορικού θα πρέπει να οδηγεί και σε άλλες επαγγελματικές δυνατότητες εκτός από την απασχόληση στον τομέα της έρευνας. Οι μελλοντικοί διδάκτορες χρειάζεται να αναπτύσσουν κοινωνικές δεξιότητες, όπως ηγετικές ικανότητες, και η δυνατότητα να αξιοποιούν τα ερευνητικά τους αποτελέσματα στην κοινωνία και την οικονομία.
Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται οι πολιτικές για τις διδακτορικές σπουδές στις ΗΠΑ (Wendler et al., 2010). Πιο συγκεκριμένα, για να μπορούν να είναι διεθνώς ανταγωνιστικά τα αμερικανικά πανεπιστήμια, κατέληξαν ότι θα πρέπει να αναπτύσσουν τα επαγγελματικά καθώς και τα κοινωνικά προσόντα των διδακτορικών φοιτητών, δίνοντας έμφαση στην δημιουργικότητα και την επιχειρηματικότητα, σε συνάρτηση με το επιστημονικό και ερευνητικό αντικείμενο των σπουδών τους. Επίσης, δίνεται ιδιαίτερη μνεία στις κοινωνικές αλλά και ακαδημαϊκές ανάγκες των διδακτορικών φοιτητών ώστε να μπορέσει να αυξηθεί το ποσοστό ολοκλήρωσης των διδακτορικών σπουδών, καθώς σύμφωνα με διεθνείς έρευνες μόνο το 50% των διδακτορικών φοιτητών καταφέρνει να ολοκληρώσει τις σπουδές του παγκοσμίως. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Richard Parsons (Bank of America), οι υποτροφίες παίζουν καθοριστικό ρόλο: «Οι υποτροφίες είναι ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός τρόπος για να προσελκύσεις τα ταλέντα και να δώσεις στους διδακτορικούς φοιτητές μια ευκαιρία να δοκιμάσουν τα ενδιαφέροντά τους και τα προσόντα τους» (Wendler et al., 2010). Και τέλος, στο (Wendler et al., 2010) αναγνωρίζουν ότι: «αν αποτύχουμε να επενδύσουμε άμεσα στην ανάπτυξη υψηλά καταρτισμένων ταλαντούχων νέων θα έχουμε μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες στην χώρα μας».
Συμπερασματικά, η διδακτορική εκπαίδευση, θα πρέπει να ενισχυθεί, διευρύνοντας τους σκοπούς της, συμπεριλαμβάνοντας ανάπτυξη διοικητικών και άλλων ανθρωποκεντρικών δεξιοτήτων στους υποψήφιους διδάκτορες και νέους επιστήμονες, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους ως μελλοντικοί ηγέτες στο περιβάλλον της διεθνούς Οικονομίας της Γνώσης (Stamou, 2015). Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, μέσω της χορήγησης κρατικών υποτροφιών, θα μπορούσε να δίνεται η δυνατότητα σε εκατοντάδες νέους επιστήμονες να παράγουν πολύτιμο ερευνητικό έργο στην πατρίδα τους και να μην αναγκάζονται να μεταναστεύουν στο εξωτερικό, ανακόπτοντας το φαινόμενο της «διαρροής εγκεφάλων» και τις αρνητικές επιπτώσεις του στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Διότι η χορήγηση κρατικών υποτροφιών είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επένδυση για την χώρα, ως μοχλός ανάπτυξης, και όχι ως έξοδο. Αυτές οι υποτροφίες πρέπει να διασφαλίζουν αξιοπρεπή ζωή, ερευνητική ελευθερία και ασφαλείς εργασιακές συνθήκες, κρατώντας τους νέους ερευνητές στην Ελλάδα.
Η Αδαμαντία Στάμου είναι διπλωματούχος Μηχανικός Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών και υποψήφια διδάκτωρ στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στην σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, σε συνεργασία με το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος». Επίσης κατέχει ΜΒΑ (Master in Business Administration) από το Glyndwr University (UK).
------------------------------------------------------
Αναφορές:
Alavi, M., Leidner, D., (2001), “Review: Knowledge Management and Knowledge Management Systems: Conceptual Foundations and Research Issues”, MIS Quarterly, Vol. 25, no. 1, pp. 107-136.
Gupta, J., Sharma, S., (2004), Creating Knowledge Based Organizations, Idea Group Publishing, Boston.
Chen, D. H., Dahlman, C.(2005), Knowledge and Development, A Cross-Section Approach, Policy Research Working Paper, No. 3366,Washington, DC, World Bank.
Geuna, A., Muscio A. (2009), “The Governance of University Knowledge Transfer: A Critical Review of the Literature”, Minerva, vol. 47, pp. 93–114.
Giuliani, E. and Rabellotti, R. (2012), “Universities in emerging economies: bridging local industry with international science—evidence from Chile and South Africa”, Cambridge Journal of Economics, vol. 36, no. 3, 679–702.
Hughes, A. and Kitson, M. (2012), “Pathways to impact and the strategic role of universities: new evidence on the breadth and depth of university knowledge exchange in the UK and the factors constraining its development”, Cambridge Journal of Economics, vol. 36, pp. 723–750.
Pyhalto, K. et al. (2012) “Research on scholarly communities and the development of scholarly identity in Finnish doctoral education”, Higher education research in Finland: Emerging structures and contemporary issues, Finnish Institute for Educational Research.
Stamou, A. (2015), “Knowledge Management in Doctoral Education towards Knowledge Economy”, International Journal of Educational Management, accepted for publication.
Stephan, P. E. (2004), “Doctoral Education and Economic Development: The Flow of New Ph.D.s to Industry”, Economic Development Quarterly, vol. 18, pp. 151-161.
Sundać, D., Krmpotić, I. (2011), “Knowledge Economy Factors and the Development of Knowledge-based Economy”, Croatian Economic Survey, vol. 13, no. 1, pp. 105-141.
Wendler, C., et al. (2010), The Path Forward: The Future of Graduate Education in the United States, Princeton, NJ: Educational Testing Service.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου