Οι Γερμανοί ανθρακωρύχοι της Κύμης
Kοντά στην Κύμη έζησε και εργάσθηκε για δυόμισι δεκαετίες (1834-1859) μια μικρή κοινότητα Γερμανών ανθρακωρύχων. Η παρουσία τους εκεί συνδέεται με την πρώτη προσπάθεια του νεοελληνικού κράτους ν' αξιοποιήσει τα κοιτάσματα γαιανθράκων της ανατολικής Εύβοιας, αλλά και με την επιθυμία της οθωνικής κυβέρνησης να ενσωματώσει στην ελληνική κοινωνία Γερμανούς μετανάστες-τεχνίτες. Στο Οθωνικό Αρχείο σώζονται αρκετές μαρτυρίες, με βάση τις οποίες παρουσιάζονται εδώ αδρομερώς κάποιες πτυχές της ζωής αυτών των ανθρώπων.
Οι απαρχές
Σε μια ορεινή περιοχή με ωραιότατα έλατα, άγριες φράουλες και κυκλάμινα, που η βασίλισσα Αμαλία παρομοίαζε με το Τιρόλο, μέσα σε μια μικρή κοιλάδα χωρίς θέα, αλλά με υγιεινό κλίμα, 3 περίπου χλμ από την Κύμη, Βαυαροί στρατιώτες υπό τις διαταγές του λοχαγού Karl Fortenbach πραγματοποιούσαν κατ' εντολή της Αντιβασιλείας από το 1834 δοκιμές για την εξόρυξη γαιανθράκων, των οποίων η ύπαρξη ήταν από παλιά γνωστή, εντούτοις είχαν μείνει ανεκμετάλλευτοι. Παρ' ό,τι οι γαιάνθρακες που έφερναν στο φως οι επιμελείς αξίνες των Σκαπανέων δεν αποδείχθηκαν πρώτης ποιότητας, η Κυβέρνηση αρνήθηκε τις προτάσεις εκμίσθωσής τους από ξένους επιχειρηματίες (τον Άγγλο Strong, τους Γάλλους Séguin και Feraldi) και αποφάσισε ότι το ορυχείο θα λειτουργούσε ως δημόσια επιχείρηση, με έξοδα της Επικρατείας.
Τα πρόσωπα
Το φθινόπωρο του 1836, με τη λήξη της τετραετούς υποχρεωτικής θητείας και την επιστροφή στη Γερμανία των πρώτων Βαυαρών εθελοντών, το ορυχείο κινδύνευε να μείνει χωρίς προσωπικό. Τότε αποφασίστηκε να ενταχθεί η Κύμη στο πρόγραμμα του "αποικισμού", δηλαδή της μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα Γερμανών τεχνιτών και αγροτών, που ήδη εφαρμοζόταν στο Ηράκλειο Αττικής και στην Τίρυνθα Αργολίδος. Έτσι σχεδιάστηκε η δημιουργία κοντά στο ορυχείο ενός γερμανικού συνοικισμού στρατιωτικών, οι οποίοι έπρεπε να έχουν ειδικές γνώσεις ορύκτη ή ξυλουργού ή μεταλλουργού, αλλά και την πρόθεση να παραμείνουν στην Ελλάδα μετά την άφεσή τους· κοντά σ' αυτούς θα εκπαιδεύονταν νεαροί `Ελληνες, για τη διασφάλιση της μελλοντικής λειτουργίας του ορυχείου. Τα κίνητρα ήταν 1)η μόνιμη θέση εργασίας, 2)έκταση γης, επίδομα 124 δρχ, δάνειο 400 δρχ (με τόκο 12%), δωρεάν ξυλεία από το παρακείμενο δάσος και δωρεάν πέτρα -άφθονη επιτόπου- για κατασκευή σπιτιού και 3)η απαλλαγή των εγγάμων από τη στρατιωτική ιδιότητα.
Οι πρώτοι δεκαοκτώ που δήλωσαν διατεθειμένοι ν' αποικιστούν ανήκαν σε τεχνικά στρατιωτικά τμήματα (λόχους Σκαπανέων, Γρεναδιέρων ή Εργατών/Τεχνιτών). Οι δεκατέσσερις από αυτούς είχαν εργασθεί σε ορυχεία της πατρίδας τους, πέντε μάλιστα ήταν γιοι ανθρακωρύχων. Άλλες ειδικότητες που δηλώθηκαν ήταν σιδηρουργός, λιθοξόος, κτίστης, φρεατωρύχος και ξυλουργός. Περισσότεροι από τους μισούς είχαν ηλικία 32-42 ετών, μόνον τρείς ήταν έγγαμοι. Από τους πρώτους δεκαοκτώ δηλωθέντες διορίστηκαν τελικά οι Christian Bauer, Augustin Brandner, Johann Adam Fix, Christian Friedrich, Heinrich Jung, Karl Gottlob Kaden, Johann Krill και Otto Schiller. Για μικρό ή μεγάλο διάστημα υπηρέτησαν ως έκτακτο ή μόνιμο προσωπικό και άλλοι δεκαέξι Γερμανοί.
Έως το 1843 οι μισθοδοτικές καταστάσεις εμφανίζουν έναν βασικό πυρήνα 6-8 μόνιμων (καταταγμένων) Βαυαρών αποίκων και αρκετούς έκτακτους εργάτες, Γερμανούς και Έλληνες, καθώς ο αριθμός των εκάστοτε εργαζομένων αυξομειωνόταν ανάλογα με τη ζήτηση των γαιανθράκων και τη μισθοδοτική ικανότητα του κράτους. Μετά τα γεγονότα του 1843 η παρουσία μη Ελλήνων εργατών, ειδικά των έκτακτων, μειώνεται σημαντικά· έκτοτε στο ορυχείο ζούσαν και εργάζονταν 5-6 Γερμανοί, που είχαν από χρόνια πολιτογραφηθεί Έλληνες. Οι Βαυαροί με τη μακρότερη παρουσία στην Κύμη ήταν οι ορύκτες Johann Adam Fix (1835-51) και Johann Krill (1838-59), ο σωροφύλακας Benjamin Wourlisch (1838-59), ο σιδηρουργός Johann Kreß (1837-52) και ο ξυλουργός Karl Gottlob Kaden (1835-44).
Οικογενειακή κατάσταση
Η οικογενειακή κατάσταση των αποίκων είχε εξαρχής ιδιαίτερη σημασία για την Κυβέρνηση, που προτιμούσε την εγκατάσταση εγγάμων μεταναστών και ενθάρρυνε τους γάμους των Γερμανών στρατιωτών με Ελληνίδες. Στην παρακάτω εισήγηση του υπουργού Στρατιωτικών Schmaltz (Ιούνιος 1837) παρακολουθούμε το όλο σκεπτικό:
Αν και γίνεται προ πολλού προσπάθεια να μάθουν οι νέοι γηγενείς τις εργασίες του ανθρακωρυχείου, ώστε να υπάρξουν ικανοί αντικαταστάτες των ολοένα απερχόμενων Γερμανών, είναι αδύνατον προς το παρόν οι εργασίες να συνεχιστούν μόνον με αυτό το προσωπικό, και χρειάζονται πάντα μερικοί Γερμανοί ως πρωτεργάτες στη στοά, ξυλουργοί, κλπ.
Επειδή όμως οι Γερμανοί στρατιώτες που χρησιμοποιήθηκαν στο ορυχείο σύντομα απολύονται, και δεν έχουν διάθεση να παραμείνουν στρατιώτες, ενώ οι περισσότεροι επιθυμούν να εγκατασταθούν ως ανθρακωρύχοι, φαίνεται σκόπιμο οι εργάτες που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία του ορυχείου να διοριστούν το συντομότερο και να υποστηριχθούν, ώστε να παραμείνουν στη χώρα και ν' αφοσιωθούν με ζήλο στην πρόοδο του ορυχείου· αυτό θα συνέβαινε πιο εύκολα, αν διευκολυνόταν ο γάμος και η οικογενειακή τους εγκατάσταση· με τον τρόπο αυτόν θα δένονταν με το ορυχείο. [...]
Οι γηγενείς πάλι, που δεν δίνουν πρόθυμα τις κόρες τους σε Γερμανούς επειδή φοβούνται ότι ο άνδρας τους, ως στρατιώτης, θ' απομακρυνθεί απ' την οικογένειά του και δεν θα ξαναγυρίσει, θ' αλλάξουν διάθεση όταν δουν ότι οι ξένοι αποκτούν γη και σπίτι, και με τη φροντίδα του κράτους παραμένουν στη χώρα. [...]
Πράγματι λοιπόν, με Β.Δ. ορίστηκε ότι κάθε στρατιωτικός που δια γάμου εγκαθίστατο μόνιμα στην Ελλάδα θα διαγραφόταν από τους στρατιωτικούς καταλόγους. Στην περίπτωση των ανθρακωρύχων αυτό σήμαινε ότι εκτός από την υπηρεσία στο ορυχείο δεν θα είχαν άλλα στρατιωτικά καθήκοντα, πέρα από τα προβλεπόμενα για την ασφάλεια του ορυχείου.
Παρά την προσπάθεια του κράτους να υποστηρίξει τους μεικτούς γάμους, αυτοί ήταν ένα μικρό ποσοστό -η αρνητική στάση των κληρικών έπαιξε εδώ έναν ρόλο. Ενώ δέκα από τους δεκαπέντε άγαμους αρχικούς υποψήφιους για ένταξη στην αποικία Κύμης το 1836 δήλωναν διετεθειμένοι να παντρευτούν Ελληνίδες, μεταξύ των μόνιμα εγκατεστημένων στο ορυχείο σ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας του βρίσκουμε μόνον έναν ελληνογερμανικό γάμο, του Gottlob Kretschmar με την Γαρυφαλλιά Κοκκάρη.
Εγκατάσταση
Οι άποικοι στεγάστηκαν αρχικά στο νεόκτιστο κτήριο του στρατώνος, στην κορυφή ενός ανεμοδαρμένου βουνού. Το 1837 ο δήμος Κοτυλαίων, στον οποίο ανήκε η περιοχή του ορυχείου, παραχώρησε γη για την κατασκευή ιδιωτικών κατοικιών σ' αυτή τη μεγαλόπρεπη ερημιά, όπου κανείς είχε την εντύπωση ότι βρίσκεται πολύ μακριά απ' τον υπόλοιπο κόσμο. Η γη αυτή, δύο στρέμματα για κάθε άποικο, χρησίμευε μέχρι τότε ως βοσκότοπος· ήταν ακαλλιέργητη και σε μεγάλο βαθμό βραχώδης, αλλά με αρκετό νερό. Στο ακόλουθο τοπογραφικό σχέδιο διακρίνεται η χάραξη των οικοπέδων με τα ονόματα των πρώτων δικαιούχων (Koenig, Kaden, Kretschmar, Jung, Krill, Scheibe, Wourlisch):
Οι νέες κατοικίες, καθεμιά με τον απαραίτητο μικρό κήπο, ήταν στις αρχές του 1843 οκτώ και ανήκαν στους Wourlisch, Kretschmar, Kaden και Schiller, Kreß και Krill, Fix και Ries (των έξι τελευταίων ενωμένες ανά δύο). Στους κήπους είχαν φυτευθεί λαχανικά και οπωροφόρα δέντρα φερμένα απ' τον Βοτανικό κήπο της Αθήνας, και στον στάβλο κάθε νοικοκυριού υπήρχαν 3-4 αίγες. Το σχέδιο και το μέγεθος κάθε κατοικίας καθοριζόταν απ' τον ιδιοκτήτη. Απ' τις σωζόμενες περιγραφές των οικιών του διοικητή Schiller και του λογιστή Kretschmar φανταζόμαστε πέτρινα διώροφα κτίσματα με αποθήκη και στάβλο κάτω, θαλάμους επάνω.
Ο άποικος που αποφάσιζε να εγκαταλείψει το ορυχείο είχε το δικαίωμα να πουλήσει ή να ενοικιάσει την κατοικία του, αλλά μόνον σε άλλον άποικο (όπως ο Brandner στον Fix το 1840) ή στο Δημόσιο (ως γραφείο, αποθήκη ή εργαστήριο).
Εργασιακή καθημερινότητα
Πολύτιμη πηγή για την καθημερινότητα και την οργάνωση της κοινότητας αποτελεί ο Κανονισμός Λειτουργίας του Ορυχείου, που εκδόθηκε από το Οπλοστάσιο το 1838 και ίσχυσε όσο υπήρχαν εκεί εργαζόμενοι.
Κάθε πρωί, μισή ώρα πριν την έναρξη της βάρδιας, χτυπούσε στο κτήριο του Διοικητηρίου η καμπάνα. Οι ανθρακωρύχοι συγκεντρώνονταν λίγα λεπτά πριν την καθορισμένη ώρα στον σωρό, όπου ο επιστάτης της ορυκτής έκανε τις ανακοινώσεις. Ύστερα οι εργάτες σχημάτιζαν έναν κύκλο για την καθιερωμένη προσευχή, γιατί ο ανθρακωρύχος οφείλει να έχει πάντα τον φόβο του Θεού (αλλά το πρώτο και ιερότερο καθήκον του είναι η πίστη και υπακοή στον μονάρχη και η προσφορά όλων των δυνάμεών του για το καλό του ορυχείου).
Μετά την προσευχή άρχιζε η δουλειά. Οι ορύκτες στο μισοσκόταδο της στοάς εξόρυσσαν τον άνθρακα, ο σιδηρουργός στο εργαστήριό του κατασκεύαζε ή επισκεύαζε τα εργαλεία, ο ημιονηγός φρόντιζε για τα υποζύγια, ο ξυλουργός, διπλά χρήσιμος, πρόσφερε τις υπηρεσίες του μέσα και έξω από την ορυκτή. Στο προσωπικό ανήκαν επίσης ο επιστάτης του σωρού, που είχε την ευθύνη για κάθε αντικείμενο έξω από την ορυκτή, ο οδοφύλακας για τη συντήρηση του δρόμου, ο αποθηκάριος, ο γιατρός, ο λογιστής και ο Έφορος/Διοικητής.
Συχνά ένα άτομο αναλάμβανε ταυτόχρονα δύο ή περισσότερα καθήκοντα, όταν αυτά δεν απαιτούσαν πολύ χρόνο, δηλ. ο αριθμός του προσωπικού εξαρτιόταν απ΄ τον φόρτο των εργασιών. Έτσι ο Έφορος μπορούσε να είναι και λογιστής, ο σωροφύλακας και αποθηκάριος, ο ξυλουργός και ορύκτης, κ.ο.κ.
Η στολή των ανθρακωρύχων περιλάμβανε ένα απλό μαύρο πουκάμισο με κίτρινα κουμπιά και κασκέτο με το έμβλημά τους (σφυρί και αξίνα). Οι ορύκτες είχαν επιπλέον τη συνηθισμένη δερμάτινη ποδιά, καθώς και τις απαραίτητες μπότες και δερμάτινα παντελόνια για προστασία από το νερό, κατασκευασμένα από την Επιτροπή Ιματισμού στο Ναύπλιο. Οι υπόλοιποι αντί γι' αυτά φορούσαν μια φαρδιά δερμάτινη ζώνη. Τη στολή έπρεπε να την προμηθευτεί καθένας με δικά του έξοδα, εντός έξι μηνών.
Χαιρετισμός μεταξύ τους ήταν το παραδοσιακό Glück auf! (Καλή τύχη!). Η προσφώνηση των υφισταμένων προς στους προϊσταμένους, αλλά και αντίστροφα, γινόταν στον πληθυντικό.
Το ωράριο εργασίας ήταν το καλοκαίρι 5.00-16.00 και τον χειμώνα 7.00-17.00, με διάλειμμα μιας ώρας το μεσημέρι. Όποτε υπήρχε νυχτερινή βάρδια, αυτή διαρκούσε οκτώ ώρες.
Οι ορύκτες εργάζονταν με το φως λύχνων λαδιού, χρησιμοποιώντας τα πατροπαράδοτα εργαλεία και χωρίς καμία μηχανή. Το ορυκτό μεταφερόταν έξω από τη στοά φορτωμένο σε μια ορυχθάμαξα, η οποία κυλούσε πάνω σε τετραγωνισμένους ελάτινους ή δρύινους κορμούς· στη συνέχεια ο γαιάνθρακας καθαριζόταν από το μη καύσιμο υλικό και ύστερα αποθηκευόταν, μέχρι να μεταφερθεί με ζώα στο λιμάνι της Κύμης, δύο ώρες δρόμο, και από εκεί με πλοία στον τελικό προορισμό: την Αθήνα, το Ναύπλιο, τη Σύρο και -σπάνια- στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κατά παραγγελία του ελληνικού προξενείου.
Η πρώτη ορυκτή, ονομαζόμενη του Όθωνος, αναπτύχθηκε οριζόντια και έφθανε τα διακόσια μέτρα μήκους το 1843· τα κοιτάσματά της εξαντλήθηκαν το 1852. Το 1850 ανοίχθηκε η δεύτερη στοά, της Αγίας Άννας, με κάλλιστο σώμα γαιανθράκων κατά τον Έφορο, η οποία είχε μήκος 64 μέτρων το 1851. Μια τρίτη διάνοιξη σχεδιαζόταν το 1854.
Κίνδυνοι, ατυχήματα, ληστείες
Η επικινδυνότητα του επαγγέλματος του ανθρακωρύχου επιβεβαιώνεται και στην Κύμη, με τον θάνατο τριών εργατών.
Εκτός από τον κίνδυνο της καταπλάκωσης -και της ανάφλεξης-, που πάντα αποτελεί για τους ορύκτες τη σοβαρότερη απειλή, φθορά της υγείας προξενεί και η υγρασία, η εισπνοή της σκόνης και η πολύωρη κυρτή στάση. Γι' αυτό οι συνήθεις παθήσεις των ανθρακωρύχων της Κύμης ήταν το άσθμα, οι ρευματισμοί και οι πνευμονοπάθειες.
Κάποτε η σωματική εξάντληση παρουσιαζόταν αλληλένδετη με την ψυχική. Ο σιδηρουργός Kreß, που εργαζόταν και στην ορυκτή ως βοηθός ξυλουργού, ύστερα από δώδεκα χρόνια υπηρεσίας καταλήφθηκε από φόβο ότι θα πεθάνει μέσα στη στοά. Νουθεσίες, επιπλήξεις και επταήμερη φυλάκιση δεν τον θεράπευσαν και ο ίδιος προτίμησε στο εξής να εργάζεται εξωτερικά στην κάθαρση των ανθράκων, ως απλός μαθητευόμενος, έστω και με μικρότερη αμοιβή. Ο ξυλουργός και ορύκτης Wourlisch άρχισε τον έκτο χρόνο να δυστροπεί και προτιμούσε τη φυλακή από την ορυκτή. Και οι δύο συνταξιοδοτήθηκαν πολύ αργότερα.
Σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή, την υγεία και την περιουσία των αποίκων συνιστούσαν και οι αναρίθμητοι ληστές. Εκτός από το Ταμείο του Ορυχείου, θύμα τους υπήρξε και η οικογένεια του Wourlisch to 1845. Δώδεκα ληστές εισέβαλαν στο σπίτι του θραύοντες το παράθυρον και αφού κακοποίησαν τον ίδιο, τη γυναίκα και τον πεθερό του Franz Gumpertz, αφαίρεσαν όλην του την περιουσίαν εις χρήματα και σκεύη, [...] ως και αυτά των τα ενδύματα, και [...] ως ξένοι στερημένοι πάσης ιδιοκτησίας [...] ήδη εκατήντησαν εις αθλιεστάτην και οικτράν κατάστασιν ... (από την αναφορά του Διοικητή Κριτζούτα).
Ως περίπτωση ληστείας καταγράφηκε και ο θάνατος του Αdam Fix, παρά τα περίεργα χαρακτηριστικά της. Ο Fix βρέθηκε νεκρός στο Κατηφόριο Αμαρουσίου τον Μάιο 1851. Ο χωροφύλακας που εστάλη επιτόπου βρήκε επί του πτώματος χρήματα και ρολόι και στο πλάι δύο κασέλες, των οποίων τα εντός πράγματα βρέθηκαν θραυσμένα σε κοντινό δάσος, ένα αλεξίβροχον και έναν μικρόν πέλεκυν. Η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη, ο χωροφύλακας αμείφθηκε για την εντιμότητά του.
Οικονομική κατάσταση
Τα έσοδα των εργαζομένων γενικά εξαρτώντο από τα έσοδα του ορυχείου. Καθώς όμως στους ετήσιους λογιστικούς ελέγχους αποδεικνυόταν ότι πάντοτε τα έξοδα υπερέβαιναν ετησίως τα έσοδα, αφενός δεν υπήρχε δυνατότητα αύξησης των αμοιβών, αφετέρου καταβαλλόταν προσπάθεια για περιορισμό των δαπανών, με κατάργηση θέσεων εργασίας και αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού της μισθοδοσίας.
Έως το 1839 όλοι οι εργαζόμενοι ήταν μισθωτοί, όπως προβλεπόταν στον κανονισμό. Στη συνέχεια μισθωτοί ήταν μόνον ο Έφορος, ο λογιστής, ο σωροφύλακας, ο σιδηρουργός και ο αποθηκοφύλακας· αντίθετα, ο ξυλουργός, οι ορύκτες, οι έκτακτοι εργάτες και οι μαθητευόμενοι αμείβονταν πλέον με ημερομίσθιο ή κατ' αποκοπήν, ανάλογα με το είδος της εργασίας που αναλάμβαναν. Σύμφωνα με τον διοικητή Schiller (2.2.1841) αυτό έγινε κυρίως διότι συχνά ο ίδιος εργάτης αναλάμβανε ποικίλες εργασίες διαφορετικής βαρύτητας και έπρεπε ν' αμείβεται ακριβώς γι' αυτές, έστω και αν δεν ήταν μόνιμα διορισμένος.
Η φαινομενικά δίκαιη αυτή αλλαγή τελικά απέβαινε εις βάρος των μονίμων εργαζομένων στη δυσκολότερη θέση, δηλ. μέσα στην ορυκτή. Ένα παράδειγμα: Η συνήθης μηνιαία αμοιβή για έναν ορύκτη α' τάξεως ήταν 60 δρχ (αρχικά ως μισθός, ύστερα ως ημερομίσθιο 2,5 δρχ για 24 ημέρες εργασίας τον μήνα ή ως ωριαία αμοιβή 0,25 δρχ για 60 ώρες την εβδομάδα). Αυτό ίσχυε υπό κανονικές συνθήκες, όταν δηλαδή υπήρχε ζήτηση ανθράκων και το ορυχείο λειτουργούσε καθημερινά. Δυστυχώς αυτό δεν συνέβαινε πάντα, με αποτέλεσμα οι εργασίες να παύουν κατά διαστήματα, οπότε τα ημερομίσθια περικόπτονταν αναλόγως -οι μισθοί όμως όχι. Αν η παύση διαρκούσε περισσότερο από μία εβδομάδα, δινόταν ένα ημερήσιο βοήθημα ανάλογο με τον βαθμό του εργάτη (στην περίπτωση του προαναφερθέντος ορύκτη 1 δρχ).
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σχεδόν όλοι οι άποικοι έλαβαν κάποιο επιπλέον δάνειο για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι ορύκτες Bauer και Krill ζήτησαν τον Φεβρουάριο 1841 να εργασθούν σε δωδεκάωρες βάρδιες για ν' αντιμετωπίσουν την ακρίβεια των τροφίμων. Και όλοι αντέδρασαν με επίσημη διαμαρτυρία όταν τους επιβλήθηκε η δεκάτη για τους κήπους και τις εικοσιοκτώ συνολικά αίγες τους (1842). Αύξηση των αμοιβών δόθηκε το 1847 μόνον στους εργαζόμενους μέσα στην ορυκτή (Wourlisch, Kreß, Krill και Μήτρου).
Εύλογο ερώτημα: τελικά για ποιον λόγο εγκατέλειπε ένας Γερμανός ανθρακωρύχος την πατρίδα του για ν' ασκήσει το ίδιο επάγγελμα στην Ελλάδα, στα όρια της επιβίωσης; Αυτό συνέβαινε διότι η αμοιβή του στην Ελλάδα ήταν πράγματι μεγαλύτερη απ' ό,τι στη Γερμανία και επιπλέον δινόταν το κίνητρο της κατοικίας. Αυτές οι παροχές θεωρητικά ίσως φαίνεται ότι καθιστούσαν τους Βαυαρούς μετανάστες προνομιούχους πολίτες, πρακτικά όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.
Συνταξιοδοτήσεις
Οι ανίκανοι για εργασία λόγω εργατικού ατυχήματος, ηλικίας ή ασθένειας, έπαιρναν σύνταξη από το Ταμείο Ορυκτών, περίπου 15 δρχ τον μήνα. Επειδή το ποσόν αυτό δύσκολα κάλυπτε τις βιοτικές ανάγκες του συνταξιούχου, ειδικά ενός οικογενειάρχη, συνήθως αυτός εξακολουθούσε να εργάζεται ως έκτακτος εργάτης. Ο Adam Fix π.χ. συνταξιοδοτήθηκε το 1844 λόγω ηλικίας (47) και αδυναμίας με 15 δρχ, ενώ είχε γυναίκα και τέσσερα ανήλικα τέκνα. Του χορηγήθηκαν 5 δρχ επιπλέον αφού παρουσιάσθηκε και παραπονέθηκε στο βασιλικό ζεύγος, που κατά τύχη επισκέφθηκε την Κύμη το ίδιο έτος. Όμως εργαζόταν μέχρι τον θάνατό του σε ελαφρές εργασίες του ορυχείου.
Οι χήρες έπαιρναν σύνταξη 8-10 δρχ και κάθε ανήλικο τέκνο 5 δρχ μέχρι το 14ο έτος της ηλικίας του. Όταν μια χήρα ξαναπαντρευόταν έχανε τη σύνταξή της, καθώς και αυτή των ανήλικων παιδιών της· αντ' αυτού λάμβανε την ημέρα του γάμου προικοδότηση 100 δρχ από το Ταμείο Ορυκτών. Το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα έχανε και στην περίπτωση που έμενε έγκυος μετά τον θάνατο του συζύγου (συνέχιζε όμως να παίρνει τη σύνταξη των παιδιών του αποβιώσαντος).
Γυναίκες και παιδιά
Στην Κύμη λοιπόν έζησαν για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα οι εξής γυναίκες:
Maria Dhombruch από το Geinsheim της Ρηνανίας, κόρη του μετανάστη Jakob Dhombruch και της Anna Maria Schroll. Η Maria παντρεύτηκε τον Johann Krill το 1838. Στις 13.12.1838 απέκτησαν τη Sophia, αργότερα τη Ζαχαρού και την Κατερίνα.
Sophia Dhombruch, δεύτερη κόρη του Jakob Dhombruch και μνηστή του Heinrich Jung (πρωτόκολλο 20.2.1838). Μετά το δυστύχημα που κόστισε τη ζωή του Jung (24.5.1838), ο Διοικητής και όλη η κοινότητα υποστήριξαν το αίτημά της να κρατήσει τη γη που είχε παραχωρηθεί σε εκείνον, λόγω της άθλιας κατάστασής της και υπό τον όρο να παραμείνει στην αποικία.
Maria Henriette Karolina Gumpertz von Gusten. Ζούσε στην Κύμη με τον αριστοκρατικής καταγωγής πατέρα της Franz Gumpertz και τον αδελφό της. Το 1841 παντρεύτηκε τον σωροφύλακα, ορύκτη και ξυλουργό Benjamin Wourlisch. Είχαν τρία παιδιά το 1859: Alexander, Victor και Malchen (γενν. 1848).
Ιατρική περίθαλψη
Το Δημόσιο κατέβαλλε αρχικά για υγειονομική περίθαλψη στο Ταμείο Ορυκτών 400 δρχ ετησίως, εκ των οποίων 300 δρχ ήταν η ετήσια αμοιβή του ιατρού πόλεως και αιγιαλού Κύμης και επιτετραμμένου στην υγειονομική υπηρεσία του ορυχείου, για δύο τακτικές εβδομαδιαίες επισκέψεις στο ορυχείο. Το ποσό αυτό κρίθηκε υπερβολικό για τις ανάγκες των λιγοστών αποίκων και καταργήθηκε το 1850· γιατρός, φάρμακα και ευεργετήματα ασθενείας (περίπου 0,50 δρχ την ημέρα) πληρώνονταν στο εξής μόνον από το Ταμείο Ορυκτών.
Ο γιατρός ήταν υποχρεωμένος να περιθάλπει όλους τους εργαζομένους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Στη θέση αυτή υπηρέτησαν ο υπίατρος Friedrich Gottlieb Hormel (μέχρι το 1839), και οι γιατροί Peter Schimpfle (1839-43), Βιτάλ (1843-44), Π. Πολίτης (1844-;) και Nedig.
Σε περίπτωση απουσίας του γιατρού ήταν βέβαια διαθέσιμη η ιατρική βοήθεια του κουρέα, που έβαζε βδέλλες, έδινε καθάρσιο, έκανε φλεβοτομίες και εξαγωγές δοντιών...
Θρησκευτικά καθήκοντα, γιορτές και αργίες
Η συνύπαρξη Ορθοδόξων, Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Κύμη δεν επηρεάστηκε από τις δογματικές διαφορές και οι άποικοι μάλλον εύκολα αποδέχτηκαν το Ορθόδοξο τελετουργικό της καινούργιας πατρίδας.
Όταν οι νέοι κάτοικοι, πολιτογραφημένοι πια στον Δήμο Κοτυλαίων το 1838, ζήτησαν έναν ιερέα για τις λατρευτικές τους ανάγκες και την παρηγορία της θρησκείας που δικαιούντο, η Ιερά Σύνοδος έθεσε τον όρο τα παιδιά τους να βαπτίζονται Ορθόδοξοι. Δεν υπάρχει καταγραμμένη αντίδραση σ' αυτό, όμως ο άποικος Wourlisch σε ιδιωτική επιστολή εκφράζει την επιθυμία τα παιδιά του να μορφωθούν σύμφωνα με το δόγμα των Διαμαρτυρομένων.
Ο εκκλησιασμός γινόταν αρχικά στο κτήριο του Διοικητηρίου. Το 1838/39 οι άποικοι με προσωπική εργασία ίδρυσαν τη μικρή εκκλησία της αποικίας, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Εδώ τελούσε την κυριακάτικη λειτουργία ο Ορθόδοξος ιερέας, που αμειβόταν από το Ταμείο Ορυκτών. Ανάλογη μαρτυρία έχουμε και από την επίσκεψη στο ορυχείο του προτεστάντη ιερέα Lüth το 1841: Την Κυριακή έκανε ο Λυτ λειτουργία σ' ένα ελληνικό εκκλησάκι και ήρθαν διαμαρτυρόμενοι, ρωμαιοκαθολικοί και έλληνες ορθόδοξοι.
Κορυφαία γιορτή της αποικίας ήταν η επέτειος των γενεθλίων του Όθωνα, στις 20 Μαΐου, για την οποία οι εργαζόμενοι διέθεταν ευχαρίστως 400 δρχ από το Ταμείο τους. Μετά τη δοξολογία από δύο ιερείς στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, οι ορύκται, αλλά και όλοι οι υπάλληλοι της περιφερείας και πρόκριτοι και χωρικοί της επαρχίας εορτάζουν εδώ δύο ολόκληρες ημέρες. Στα πλαίσια της γιορτής διεξαγόταν και αγώνας σκοποβολής, το λεγόμενο σημάδι, όπου είχαν δικαίωμα συμμετοχής όσοι συνεισέφεραν στο Ταμείο. Οι πιο εύστοχοι κέρδιζαν διάφορα δώρα (π.χ. ένα ρολόι ή ένα πάπλωμα).
Σχέσεις με τους γηγενείς
Δεν μαρτυρούνται περιστατικά συγκρούσεων που να οφείλονται στη διαφορά εθνικότητας και οι πολιτισμικές διαφορές, όπως και οι θρησκευτικές, δεν εμπόδισαν τις καλές σχέσεις των Γερμανών αποίκων με τους Έλληνες της περιοχής.
Αυτός ο αρχικός φόβος των Ελλήνων, οφειλόμενος και στους αλλεπάλληλους θανάτους των τριών εργατών, υποχώρησε με τα χρόνια, ώστε το 1846 ο Έφορος Κριτζούτας διαβεβαιώνει ότι το ήμισυ σχεδόν των κατοίκων του Μαλετιάνου είναι πλέον άξιοι ορύκται.
Η ειρηνική συνύπαρξη των δύο εθνικοτήτων στην Κύμη φαίνεται και στις κοινές γιορτές, τους κοινούς εκκλησιασμούς, την ίση μεταχείριση όλων των εργατών από Γερμανούς και Έλληνες διοικητές και την απουσία παραπόνων (αντίθετα π.χ. με ό,τι συνέβαινε στην ελληνογερμανική αποικία της Τίρυνθας).
Επίλογος
Η έλλειψη ειδικευμένων εργατών, η ανεπαρκής χρηματοδότηση του ορυχείου (για υποζύγια, εργαλεία, μηχανές), οι δυσκολίες στη χερσαία και θαλάσσια μεταφορά του άνθρακα ελλείψει δρόμων και διαθέσιμων πλοίων, το εντέλει υψηλό κόστος του ορυκτού και η κατώτερη ποιότητά του σε σύγκριση με τους αγγλικούς γαιάνθρακες (μικρότερη απόδοση, πολλή σκόνη), τέλος η λανθασμένη πολιτική διαχείριση ήταν τα προβλήματα που οδήγησαν στην υπολειτουργία του ορυχείου μετά το 1853 και τελικά στην παύση του, τον Ιούνιο 1859. Πολύ διαφωτιστική για την τότε κατάσταση της αποικίας και των δύο τελευταίων Γερμανών εργατών (Wourlisch και κατά πάσα πιθανότητα Krill) είναι η ακόλουθη επιστολή του Wourlisch, με ημερομηνία 28.6.1859:
Μια εποχή είχε τελειώσει, μια άλλη άρχιζε. Μετά το κλείσιμο του ορυχείου Κύμης ως δημόσιας επιχείρησης, στην περιοχή δραστηριοποιήθηκαν ιδιωτικές πλέον μεταλλευτικές εταιρείες, που ήταν ενεργές για έναν ακόμη αιώνα, έως το 1962. Το εργατικό δυναμικό, από χωριά της περιοχής, ήταν πλέον ολοένα πιο έμπειροι Έλληνες λιγνιτωρύχοι, με αναγνωρισμένη γνώση και ειδίκευση· οι παλαιοί εκείνοι άποικοι είχαν κάπως συμβάλει σ` αυτό.
♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΕΙΟ ΚΥΜΗΣ (1834-1859)
Αρχεία
Βιβλιογραφία
♦ Στον κ. Κώστα Καραμάνο, απόγονο του ανθρακωρύχου J. Krill, εκφράζονται θερμές ευχαριστίες για τη διάθεση υλικού από το προσωπικό του αρχείο.
Πηγή: Αρχικη | Graecogermanica
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου