Οι Γερμανοί ανθρακωρύχοι της Κύμης

 του ξηρού γιώργου
                                          George Bissill, Industrial coal mine scene
                                                                           [Public domain, via Wikimedia Commons]

Αναζητώντας του προγόνους μου βρήκα αυτό το άρθρο που αναφέρεται στους Βαυαρούς που ήλθαν τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους και συγκεκριμένα στον Johann Krill. και στην οικογένειά του που εγκαταστάθηκαν και έζησαν στην Κύμη πόλη καταγωγής του πατέρα μου.
Το παραθέτω διότι έχει ιστορική αξία.

Kοντά στην Κύμη έζησε και εργάσθηκε για δυόμισι δεκαετίες (1834-1859) μια μικρή κοινότητα Γερμανών ανθρακωρύχων. Η παρουσία τους εκεί συνδέεται με την πρώτη προσπάθεια του νεοελληνικού κράτους ν' αξιοποιήσει τα κοιτάσματα γαιανθράκων της ανατολικής Εύβοιας, αλλά και με την επιθυμία της οθωνικής κυβέρνησης να ενσωματώσει στην ελληνική κοινωνία Γερμανούς μετανάστες-τεχνίτες. Στο Οθωνικό Αρχείο σώζονται αρκετές μαρτυρίες, με βάση τις οποίες παρουσιάζονται εδώ αδρομερώς κάποιες πτυχές της ζωής αυτών των ανθρώπων.

Κατάλογος ονομάτων με βιογραφικά στοιχεία βρίσκεται στο τέλος του άρθρου.
Με πλάγια γράμματα δηλώνονται αποσπάσματα από αρχειακές ή βιβλιογραφικές πηγές.

Οι απαρχές

Σε μια ορεινή περιοχή με ωραιότατα έλατα, άγριες φράουλες και κυκλάμινα, που η βασίλισσα Αμαλία παρομοίαζε με το Τιρόλο, μέσα σε μια μικρή κοιλάδα χωρίς θέα, αλλά με υγιεινό κλίμα, 3 περίπου χλμ από την Κύμη, Βαυαροί στρατιώτες υπό τις διαταγές του λοχαγού Karl Fortenbach πραγματοποιούσαν κατ' εντολή της Αντιβασιλείας από το 1834 δοκιμές για την εξόρυξη γαιανθράκων, των οποίων η ύπαρξη ήταν από παλιά γνωστή, εντούτοις είχαν μείνει ανεκμετάλλευτοι. Παρ' ό,τι οι γαιάνθρακες που έφερναν στο φως οι επιμελείς αξίνες των Σκαπανέων δεν αποδείχθηκαν πρώτης ποιότητας, η Κυβέρνηση αρνήθηκε τις προτάσεις εκμίσθωσής τους από ξένους επιχειρηματίες (τον Άγγλο Strong, τους Γάλλους Séguin και Feraldi) και αποφάσισε ότι το ορυχείο θα λειτουργούσε ως δημόσια επιχείρηση, με έξοδα της Επικρατείας.

Τα πρόσωπα

Το φθινόπωρο του 1836, με τη λήξη της τετραετούς υποχρεωτικής θητείας και την επιστροφή στη Γερμανία των πρώτων Βαυαρών εθελοντών, το ορυχείο κινδύνευε να μείνει χωρίς προσωπικό. Τότε αποφασίστηκε να ενταχθεί η Κύμη στο πρόγραμμα του "αποικισμού", δηλαδή της μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα Γερμανών τεχνιτών και αγροτών, που ήδη εφαρμοζόταν στο Ηράκλειο Αττικής και στην Τίρυνθα Αργολίδος. Έτσι σχεδιάστηκε η δημιουργία κοντά στο ορυχείο ενός γερμανικού συνοικισμού στρατιωτικών, οι οποίοι έπρεπε να έχουν ειδικές γνώσεις ορύκτη ή ξυλουργού ή μεταλλουργού, αλλά και την πρόθεση να παραμείνουν στην Ελλάδα μετά την άφεσή τους· κοντά σ' αυτούς θα εκπαιδεύονταν νεαροί `Ελληνες, για τη διασφάλιση της μελλοντικής λειτουργίας του ορυχείου. Τα κίνητρα ήταν 1)η μόνιμη θέση εργασίας, 2)έκταση γης, επίδομα 124 δρχ, δάνειο 400 δρχ (με τόκο 12%), δωρεάν ξυλεία από το παρακείμενο δάσος και δωρεάν πέτρα -άφθονη επιτόπου- για κατασκευή σπιτιού και 3)η απαλλαγή των εγγάμων από τη στρατιωτική ιδιότητα.

Οι πρώτοι δεκαοκτώ που δήλωσαν διατεθειμένοι ν' αποικιστούν ανήκαν σε τεχνικά στρατιωτικά τμήματα (λόχους Σκαπανέων, Γρεναδιέρων ή Εργατών/Τεχνιτών). Οι δεκατέσσερις από αυτούς είχαν εργασθεί σε ορυχεία της πατρίδας τους, πέντε μάλιστα ήταν γιοι ανθρακωρύχων. Άλλες ειδικότητες που δηλώθηκαν ήταν σιδηρουργός, λιθοξόος, κτίστης, φρεατωρύχος και ξυλουργός. Περισσότεροι από τους μισούς είχαν ηλικία 32-42 ετών, μόνον τρείς ήταν έγγαμοι. Από τους πρώτους δεκαοκτώ δηλωθέντες διορίστηκαν τελικά οι Christian Bauer, Augustin Brandner, Johann Adam Fix, Christian Friedrich, Heinrich Jung, Karl Gottlob Kaden, Johann Krill και Otto Schiller. Για μικρό ή μεγάλο διάστημα υπηρέτησαν ως έκτακτο ή μόνιμο προσωπικό και άλλοι δεκαέξι Γερμανοί.

Έως το 1843 οι μισθοδοτικές καταστάσεις εμφανίζουν έναν βασικό πυρήνα 6-8 μόνιμων (καταταγμένων) Βαυαρών αποίκων και αρκετούς έκτακτους εργάτες, Γερμανούς και Έλληνες, καθώς ο αριθμός των εκάστοτε εργαζομένων αυξομειωνόταν ανάλογα με τη ζήτηση των γαιανθράκων και τη μισθοδοτική ικανότητα του κράτους. Μετά τα γεγονότα του 1843 η παρουσία μη Ελλήνων εργατών, ειδικά των έκτακτων, μειώνεται σημαντικά· έκτοτε στο ορυχείο ζούσαν και εργάζονταν 5-6 Γερμανοί, που είχαν από χρόνια πολιτογραφηθεί Έλληνες. Οι Βαυαροί με τη μακρότερη παρουσία στην Κύμη ήταν οι ορύκτες Johann Adam Fix (1835-51) και Johann Krill (1838-59), ο σωροφύλακας Benjamin Wourlisch (1838-59), ο σιδηρουργός Johann Kreß (1837-52) και ο ξυλουργός Karl Gottlob Kaden (1835-44).

Οικογενειακή κατάσταση

Η οικογενειακή κατάσταση των αποίκων είχε εξαρχής ιδιαίτερη σημασία για την Κυβέρνηση, που προτιμούσε την εγκατάσταση εγγάμων μεταναστών και ενθάρρυνε τους γάμους των Γερμανών στρατιωτών με Ελληνίδες. Στην παρακάτω εισήγηση του υπουργού Στρατιωτικών Schmaltz (Ιούνιος 1837) παρακολουθούμε το όλο σκεπτικό:

Αν και γίνεται προ πολλού προσπάθεια να μάθουν οι νέοι γηγενείς τις εργασίες του ανθρακωρυχείου, ώστε να υπάρξουν ικανοί αντικαταστάτες των ολοένα απερχόμενων Γερμανών, είναι αδύνατον προς το παρόν οι εργασίες να συνεχιστούν μόνον με αυτό το προσωπικό, και χρειάζονται πάντα μερικοί Γερμανοί ως πρωτεργάτες στη στοά, ξυλουργοί, κλπ.

Επειδή όμως οι Γερμανοί στρατιώτες που χρησιμοποιήθηκαν στο ορυχείο σύντομα απολύονται, και δεν έχουν διάθεση να παραμείνουν στρατιώτες, ενώ οι περισσότεροι επιθυμούν να εγκατασταθούν ως ανθρακωρύχοι, φαίνεται σκόπιμο οι εργάτες που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία του ορυχείου να διοριστούν το συντομότερο και να υποστηριχθούν, ώστε να παραμείνουν στη χώρα και ν' αφοσιωθούν με ζήλο στην πρόοδο του ορυχείου· αυτό θα συνέβαινε πιο εύκολα, αν διευκολυνόταν ο γάμος και η οικογενειακή τους εγκατάσταση· με τον τρόπο αυτόν θα δένονταν με το ορυχείο. [...]

Οι γηγενείς πάλι, που δεν δίνουν πρόθυμα τις κόρες τους σε Γερμανούς επειδή φοβούνται ότι ο άνδρας τους, ως στρατιώτης, θ' απομακρυνθεί απ' την οικογένειά του και δεν θα ξαναγυρίσει, θ' αλλάξουν διάθεση όταν δουν ότι οι ξένοι αποκτούν γη και σπίτι, και με τη φροντίδα του κράτους παραμένουν στη χώρα. [...] 

Πράγματι λοιπόν, με Β.Δ. ορίστηκε ότι κάθε στρατιωτικός που δια γάμου εγκαθίστατο μόνιμα στην Ελλάδα θα διαγραφόταν από τους στρατιωτικούς καταλόγους. Στην περίπτωση των ανθρακωρύχων αυτό σήμαινε ότι εκτός από την υπηρεσία στο ορυχείο δεν θα είχαν άλλα στρατιωτικά καθήκοντα, πέρα από τα προβλεπόμενα για την ασφάλεια του ορυχείου.

Παρά την προσπάθεια του κράτους να υποστηρίξει τους μεικτούς γάμους, αυτοί ήταν ένα μικρό ποσοστό -η αρνητική στάση των κληρικών έπαιξε εδώ έναν ρόλο. Ενώ δέκα από τους δεκαπέντε άγαμους αρχικούς υποψήφιους για ένταξη στην αποικία Κύμης το 1836 δήλωναν διετεθειμένοι να παντρευτούν Ελληνίδες, μεταξύ των μόνιμα εγκατεστημένων στο ορυχείο σ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας του βρίσκουμε μόνον έναν ελληνογερμανικό γάμο, του Gottlob Kretschmar με την Γαρυφαλλιά Κοκκάρη.

Εγκατάσταση

Οι άποικοι στεγάστηκαν αρχικά στο νεόκτιστο κτήριο του στρατώνος, στην κορυφή ενός ανεμοδαρμένου βουνού. Το 1837 ο δήμος Κοτυλαίων, στον οποίο ανήκε η περιοχή του ορυχείου, παραχώρησε γη για την κατασκευή ιδιωτικών κατοικιών σ' αυτή τη μεγαλόπρεπη ερημιά, όπου κανείς είχε την εντύπωση ότι βρίσκεται πολύ μακριά απ' τον υπόλοιπο κόσμο. Η γη αυτή, δύο στρέμματα για κάθε άποικο, χρησίμευε μέχρι τότε ως βοσκότοπος· ήταν ακαλλιέργητη και σε μεγάλο βαθμό βραχώδης, αλλά με αρκετό νερό. Στο ακόλουθο τοπογραφικό σχέδιο διακρίνεται η χάραξη των οικοπέδων με τα ονόματα των πρώτων δικαιούχων (KoenigKadenKretschmarJungKrillScheibeWourlisch):

 
sxedio
Οθωνικό Αρχείο Υπ. Οικονομικών
[φωτο: ΓΑΚ/Ενυώ]

Οι νέες κατοικίες, καθεμιά με τον απαραίτητο μικρό κήπο, ήταν στις αρχές του 1843 οκτώ και ανήκαν στους Wourlisch, Kretschmar, Kaden και Schiller, Kreß και Krill, Fix και Ries (των έξι τελευταίων ενωμένες ανά δύο). Στους κήπους είχαν φυτευθεί λαχανικά και οπωροφόρα δέντρα φερμένα απ' τον Βοτανικό κήπο της Αθήνας, και στον στάβλο κάθε νοικοκυριού υπήρχαν 3-4 αίγες. Το σχέδιο και το μέγεθος κάθε κατοικίας καθοριζόταν απ' τον ιδιοκτήτη. Απ' τις σωζόμενες περιγραφές των οικιών του διοικητή Schiller και του λογιστή Kretschmar φανταζόμαστε πέτρινα διώροφα κτίσματα με αποθήκη και στάβλο κάτω, θαλάμους επάνω.

Δύο προβλήματα συνδέονταν με τα πολυπόθητα αυτά ακίνητα και απασχόλησαν για καιρό τους ιδιοκτήτες:
1. Το κόστος. Το κρατικό δάνειο των 400 δρχ συχνά δεν επαρκούσε για την αποπεράτωση της κατασκευής, οπότε οι ιδιοκτήτες λάμβαναν και δεύτερο δάνειο από το κοινό Ταμείο των Ορυκτών υποθηκεύοντας το σπίτι, ή ξόδευαν για την κατασκευή όλες τους τις οικονομίες. Σε δύο περιπτώσεις η αδυναμία αποπληρωμής των δανείων οδήγησε σε κατάσχεση και εκπλειστηριασμό των υποθηκευμένων κατοικιών.
2. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας. Μετά την εξόφληση του δανείου οι άποικοι είχαν σύμφωνα με τον νόμο δικαίωμα ν' αποκτήσουν τίτλους ιδιοκτησίας του ακινήτου. Όμως ο Δήμος Κοτυλαίων, που πρόθυμα είχε παραχωρήσει τη γη, δεν φάνηκε τόσο πρόθυμος στην παραχώρηση τίτλων. Ύστερα από μακροχρόνια ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ Δήμου, Εφορίας του ορυχείου, Υπουργείων Οικονομικών και Στρατιωτικών, το θέμα έληξε εννέα χρόνια αργότερα, όταν ο δήμος Κοτυλαίων ηναγκάσθη εκών-άκων να εκδώσει τα αναγκαία πιστοποιητικά ιδιοκτησιών εις τους Γερμανούς ορύκτας (1852). 

Ο άποικος που αποφάσιζε να εγκαταλείψει το ορυχείο είχε το δικαίωμα να πουλήσει ή να ενοικιάσει την κατοικία του, αλλά μόνον σε άλλον άποικο (όπως ο Brandner στον Fix το 1840) ή στο Δημόσιο (ως γραφείο, αποθήκη ή εργαστήριο).

Εργασιακή καθημερινότητα

Πολύτιμη πηγή για την καθημερινότητα και την οργάνωση της κοινότητας αποτελεί ο Κανονισμός Λειτουργίας του Ορυχείου, που εκδόθηκε από το Οπλοστάσιο το 1838 και ίσχυσε όσο υπήρχαν εκεί εργαζόμενοι.

Κάθε πρωί, μισή ώρα πριν την έναρξη της βάρδιας, χτυπούσε στο κτήριο του Διοικητηρίου η καμπάνα. Οι ανθρακωρύχοι συγκεντρώνονταν λίγα λεπτά πριν την καθορισμένη ώρα στον σωρό, όπου ο επιστάτης της ορυκτής έκανε τις ανακοινώσεις. Ύστερα οι εργάτες σχημάτιζαν έναν κύκλο για την καθιερωμένη προσευχή, γιατί ο ανθρακωρύχος οφείλει να έχει πάντα τον φόβο του Θεού (αλλά το πρώτο και ιερότερο καθήκον του είναι η πίστη και υπακοή στον μονάρχη και η προσφορά όλων των δυνάμεών του για το καλό του ορυχείου).

Μετά την προσευχή άρχιζε η δουλειά. Οι ορύκτες στο μισοσκόταδο της στοάς εξόρυσσαν τον άνθρακα, ο σιδηρουργός στο εργαστήριό του κατασκεύαζε ή επισκεύαζε τα εργαλεία, ο ημιονηγός φρόντιζε για τα υποζύγια, ο ξυλουργός, διπλά χρήσιμος, πρόσφερε τις υπηρεσίες του μέσα και έξω από την ορυκτή. Στο προσωπικό ανήκαν επίσης ο επιστάτης του σωρού, που είχε την ευθύνη για κάθε αντικείμενο έξω από την ορυκτή, ο οδοφύλακας για τη συντήρηση του δρόμου, ο αποθηκάριος, ο γιατρός, ο λογιστής και ο Έφορος/Διοικητής.

Συχνά ένα άτομο αναλάμβανε ταυτόχρονα δύο ή περισσότερα καθήκοντα, όταν αυτά δεν απαιτούσαν πολύ χρόνο, δηλ. ο αριθμός του προσωπικού εξαρτιόταν απ΄ τον φόρτο  των εργασιών. Έτσι ο Έφορος μπορούσε να είναι και λογιστής, ο σωροφύλακας και αποθηκάριος, ο ξυλουργός και ορύκτης, κ.ο.κ.

Η στολή των ανθρακωρύχων περιλάμβανε ένα απλό μαύρο πουκάμισο με κίτρινα κουμπιά και κασκέτο με το έμβλημά τους (σφυρί και αξίνα). Οι ορύκτες είχαν επιπλέον τη συνηθισμένη δερμάτινη ποδιά, καθώς και τις απαραίτητες μπότες και δερμάτινα παντελόνια για προστασία από το νερό, κατασκευασμένα από την Επιτροπή Ιματισμού στο Ναύπλιο. Οι υπόλοιποι αντί γι' αυτά φορούσαν μια φαρδιά δερμάτινη ζώνη. Τη στολή έπρεπε να την προμηθευτεί καθένας με δικά του έξοδα, εντός έξι μηνών.

Χαιρετισμός μεταξύ τους ήταν το παραδοσιακό Glück auf! (Καλή τύχη!). Η προσφώνηση των υφισταμένων προς στους προϊσταμένους, αλλά και αντίστροφα, γινόταν στον πληθυντικό. 

Το ωράριο εργασίας ήταν το καλοκαίρι 5.00-16.00 και τον χειμώνα 7.00-17.00, με διάλειμμα μιας ώρας το μεσημέρι. Όποτε υπήρχε νυχτερινή βάρδια, αυτή διαρκούσε οκτώ ώρες.

Οι ορύκτες εργάζονταν με το φως λύχνων λαδιού, χρησιμοποιώντας τα πατροπαράδοτα εργαλεία και χωρίς καμία μηχανή. Το ορυκτό μεταφερόταν έξω από τη στοά φορτωμένο σε μια ορυχθάμαξα, η οποία κυλούσε πάνω σε τετραγωνισμένους ελάτινους ή δρύινους κορμούς· στη συνέχεια ο γαιάνθρακας καθαριζόταν από το μη καύσιμο υλικό και ύστερα αποθηκευόταν, μέχρι να μεταφερθεί με ζώα στο λιμάνι της Κύμης, δύο ώρες δρόμο, και από εκεί με πλοία στον τελικό προορισμό: την Αθήνα, το Ναύπλιο, τη Σύρο και -σπάνια- στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κατά παραγγελία του ελληνικού προξενείου.

Η πρώτη ορυκτή, ονομαζόμενη του Όθωνος, αναπτύχθηκε οριζόντια και έφθανε τα διακόσια μέτρα μήκους το 1843· τα κοιτάσματά της εξαντλήθηκαν το 1852. Το 1850 ανοίχθηκε η δεύτερη στοά, της Αγίας Άννας, με κάλλιστο σώμα γαιανθράκων κατά τον Έφορο, η οποία είχε μήκος 64 μέτρων το 1851. Μια τρίτη διάνοιξη σχεδιαζόταν το 1854.


stoa othonos
Η στοά Όθωνος σήμερα, στον συνοικισμό Καζάρμα
φωτο © Δήμος Κύμης 

Κίνδυνοι, ατυχήματα, ληστείες

Η επικινδυνότητα του επαγγέλματος του ανθρακωρύχου επιβεβαιώνεται και στην Κύμη, με τον θάνατο τριών εργατών.

Heinrich Jung: καταπλακώθηκε μέσα στην ορυκτή από όγκο άνθρακα που κατέπεσε, στις 24.5.1838. Ήταν εικοσιεπτά ετών, ο πρώτος που είχε καταταχθεί στην αποικία, με εμπειρία στις εξορύξεις και άριστη διαγωγή.
Jakob Dhombruch: οι ακριβείς συνθήκες θανάτου δεν είναι γνωστές. Στο πιστοποιητικό θανάτου αναφέρεται ότι ήταν πενηνταέξι ετών, εργαζόταν στην κάθαρση των γαιανθράκων και πέθανε στο ορυχείο στις 24.6.1839.
Ν. Ανδριώτης: οδηγός της ορυχθάμαξας, ο πιο άτυχος από τους Έλληνες εργάτες. Κατεπλακώθη παρά του χώματος όταν κατέρρευσε η οροφή της στοάς, στις 25.10.1839. 

Εκτός από τον κίνδυνο της καταπλάκωσης -και της ανάφλεξης-, που πάντα αποτελεί για τους ορύκτες τη σοβαρότερη απειλή, φθορά της υγείας προξενεί και η υγρασία, η εισπνοή της σκόνης και η πολύωρη κυρτή στάση. Γι' αυτό οι συνήθεις παθήσεις των ανθρακωρύχων της Κύμης ήταν το άσθμα, οι ρευματισμοί και οι πνευμονοπάθειες.

Κάποτε η σωματική εξάντληση παρουσιαζόταν αλληλένδετη με την ψυχική. Ο σιδηρουργός Kreß, που εργαζόταν και στην ορυκτή ως βοηθός ξυλουργού, ύστερα από δώδεκα χρόνια υπηρεσίας καταλήφθηκε από φόβο ότι θα πεθάνει μέσα στη στοά. Νουθεσίες, επιπλήξεις και επταήμερη φυλάκιση δεν τον θεράπευσαν και ο ίδιος προτίμησε στο εξής να εργάζεται εξωτερικά στην κάθαρση των ανθράκων, ως απλός μαθητευόμενος, έστω και με μικρότερη αμοιβή. Ο ξυλουργός και ορύκτης Wourlisch άρχισε τον έκτο χρόνο να δυστροπεί και προτιμούσε τη φυλακή από την ορυκτή. Και οι δύο συνταξιοδοτήθηκαν πολύ αργότερα.

Σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή, την υγεία και την περιουσία των αποίκων συνιστούσαν και οι αναρίθμητοι ληστές. Εκτός από το Ταμείο του Ορυχείου, θύμα τους υπήρξε και η οικογένεια του Wourlisch to 1845. Δώδεκα ληστές εισέβαλαν στο σπίτι του θραύοντες το παράθυρον και αφού κακοποίησαν τον ίδιο, τη γυναίκα και τον πεθερό του Franz Gumpertz, αφαίρεσαν όλην του την περιουσίαν εις χρήματα και σκεύη, [...] ως και αυτά των τα ενδύματα, και [...] ως ξένοι στερημένοι πάσης ιδιοκτησίας [...] ήδη εκατήντησαν εις αθλιεστάτην και οικτράν κατάστασιν ... (από την αναφορά του Διοικητή Κριτζούτα).

Ως περίπτωση ληστείας καταγράφηκε και ο θάνατος του Αdam Fix, παρά τα περίεργα χαρακτηριστικά της. Ο Fix βρέθηκε νεκρός στο Κατηφόριο Αμαρουσίου τον Μάιο 1851. Ο χωροφύλακας που εστάλη επιτόπου βρήκε επί του πτώματος χρήματα και ρολόι και στο πλάι δύο κασέλες, των οποίων τα εντός πράγματα βρέθηκαν θραυσμένα σε κοντινό δάσος, ένα αλεξίβροχον και έναν μικρόν πέλεκυν. Η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη, ο χωροφύλακας αμείφθηκε για την εντιμότητά του.

Οικονομική κατάσταση

Τα έσοδα των εργαζομένων γενικά εξαρτώντο από τα έσοδα του ορυχείου. Καθώς όμως στους ετήσιους λογιστικούς ελέγχους αποδεικνυόταν ότι πάντοτε τα έξοδα υπερέβαιναν ετησίως τα έσοδα, αφενός δεν υπήρχε δυνατότητα αύξησης των αμοιβών, αφετέρου καταβαλλόταν προσπάθεια για περιορισμό των δαπανών, με κατάργηση θέσεων εργασίας και αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού της μισθοδοσίας.

Έως το 1839 όλοι οι εργαζόμενοι ήταν μισθωτοί, όπως προβλεπόταν στον κανονισμό. Στη συνέχεια μισθωτοί ήταν μόνον ο Έφορος, ο λογιστής, ο σωροφύλακας, ο σιδηρουργός και ο αποθηκοφύλακας· αντίθετα, ο ξυλουργός, οι ορύκτες, οι έκτακτοι εργάτες και οι μαθητευόμενοι αμείβονταν πλέον με ημερομίσθιο ή κατ' αποκοπήν, ανάλογα με το είδος της εργασίας που αναλάμβαναν. Σύμφωνα με τον διοικητή Schiller (2.2.1841) αυτό έγινε κυρίως διότι συχνά ο ίδιος εργάτης αναλάμβανε ποικίλες εργασίες διαφορετικής βαρύτητας και έπρεπε ν' αμείβεται ακριβώς γι' αυτές, έστω και αν δεν ήταν μόνιμα διορισμένος

Η φαινομενικά δίκαιη αυτή αλλαγή τελικά απέβαινε εις βάρος των μονίμων εργαζομένων στη δυσκολότερη θέση, δηλ. μέσα στην ορυκτή. Ένα παράδειγμα: Η συνήθης μηνιαία αμοιβή για έναν ορύκτη α' τάξεως ήταν 60 δρχ (αρχικά ως μισθός, ύστερα ως ημερομίσθιο 2,5 δρχ για 24 ημέρες εργασίας τον μήνα ή ως ωριαία αμοιβή 0,25 δρχ για 60 ώρες την εβδομάδα). Αυτό ίσχυε υπό κανονικές συνθήκες, όταν δηλαδή υπήρχε ζήτηση ανθράκων και το ορυχείο λειτουργούσε καθημερινά. Δυστυχώς αυτό δεν συνέβαινε πάντα, με αποτέλεσμα οι εργασίες να παύουν κατά διαστήματα, οπότε τα ημερομίσθια περικόπτονταν αναλόγως -οι μισθοί όμως όχι. Αν η παύση διαρκούσε περισσότερο από μία εβδομάδα, δινόταν ένα ημερήσιο βοήθημα ανάλογο με τον βαθμό του εργάτη (στην περίπτωση του προαναφερθέντος ορύκτη 1 δρχ).

Έχει ενδιαφέρον ν' αναρωτηθούμε τι επίπεδο ζωής εξασφάλιζαν αυτές οι αποδοχές. Αν υπολογίσουμε ότι
- το συνηθισμένο ψωμί στοίχιζε το 1839 στην Κύμη 0,40 δρχ η οκά (1,2 χλγρ), μάλιστα με τάση ανοδική, διότι στην περιοχή δεν καλλιεργούσαν σιτηρά, που έρχονταν από μακριά, παρά μόνον ελιές και αμπέλια,
- γινόταν κράτηση 10 δρχ μηνιαίως για το δάνειο της κατοικίας (τουλάχιστον τα 5-6 πρώτα χρόνια),
- 5% των μηνιαίων εσόδων καταβαλλόταν στο ασφαλιστικό Ταμείο των Ορυκτών,

τότε το 1/4 ή και μεγαλύτερο μέρος του μισθού ξοδευόταν μόνο για ψωμί και απέμενε περίπου ο μισός μισθός για όλα τα υπόλοιπα. Αυτά χωρίς να συμπεριλάβουμε
- τις ημέρες αναστολής των εργασιών
- τις ημέρες ασθένειας
- τις πολυμελείς οικογένειες.

`Αλλο παράδειγμα: O `Εφορος Schiller το 1840 υπολογίζει τα ελάχιστα μηνιαία ατομικά έξοδα ενός ορύκτη β' τάξεως με μισθό 45 δρχ ως εξής:
-για το Ταμείο Ορυκτών (5% του μισθού) 2,25
-χαρτόσημο για την απόδειξη μισθοδοσίας 0,25
-τρόφιμα 30
-ρουχισμός, καθαριότητα 10
-φωτισμός, καπνός, μικροέξοδα 5
Σύνολο 47,50 δρχ (χωρίς να υπολογισθεί η κράτηση των 10 δρχ για το δάνειο).

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σχεδόν όλοι οι άποικοι έλαβαν κάποιο επιπλέον δάνειο για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι ορύκτες Bauer και Krill ζήτησαν τον Φεβρουάριο 1841 να εργασθούν σε δωδεκάωρες βάρδιες για ν' αντιμετωπίσουν την ακρίβεια των τροφίμων. Και όλοι αντέδρασαν με επίσημη διαμαρτυρία όταν τους επιβλήθηκε η δεκάτη για τους κήπους και τις εικοσιοκτώ συνολικά αίγες τους (1842). Αύξηση των αμοιβών δόθηκε το 1847 μόνον στους εργαζόμενους μέσα στην ορυκτή (Wourlisch, Kreß, Krill και Μήτρου).

Εύλογο ερώτημα: τελικά για ποιον λόγο εγκατέλειπε ένας Γερμανός ανθρακωρύχος την πατρίδα του για ν' ασκήσει το ίδιο επάγγελμα στην Ελλάδα, στα όρια της επιβίωσης; Αυτό συνέβαινε διότι η αμοιβή του στην Ελλάδα ήταν πράγματι μεγαλύτερη απ' ό,τι στη Γερμανία και επιπλέον δινόταν το κίνητρο της κατοικίας. Αυτές οι παροχές θεωρητικά ίσως φαίνεται ότι καθιστούσαν τους Βαυαρούς μετανάστες προνομιούχους πολίτες, πρακτικά όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.


At the Coal Face
Henry Moore, At the Coal Face (1942)
[Public domain, via Wikimedia Commons]

Συνταξιοδοτήσεις 

Οι ανίκανοι για εργασία λόγω εργατικού ατυχήματος, ηλικίας ή ασθένειας, έπαιρναν σύνταξη από το Ταμείο Ορυκτών, περίπου 15 δρχ τον μήνα. Επειδή το ποσόν αυτό δύσκολα κάλυπτε τις βιοτικές ανάγκες του συνταξιούχου, ειδικά ενός οικογενειάρχη, συνήθως αυτός εξακολουθούσε να εργάζεται ως έκτακτος εργάτης. Ο Adam Fix π.χ. συνταξιοδοτήθηκε το 1844 λόγω ηλικίας (47) και αδυναμίας με 15 δρχ, ενώ είχε γυναίκα και τέσσερα ανήλικα τέκνα. Του χορηγήθηκαν 5 δρχ επιπλέον αφού παρουσιάσθηκε και παραπονέθηκε στο βασιλικό ζεύγος, που κατά τύχη επισκέφθηκε την Κύμη το ίδιο έτος. Όμως εργαζόταν μέχρι τον θάνατό του σε ελαφρές εργασίες του ορυχείου.

Οι χήρες έπαιρναν σύνταξη 8-10 δρχ και κάθε ανήλικο τέκνο 5 δρχ μέχρι το 14ο έτος της ηλικίας του. Όταν μια χήρα ξαναπαντρευόταν έχανε τη σύνταξή της, καθώς και αυτή των ανήλικων παιδιών της· αντ' αυτού λάμβανε την ημέρα του γάμου προικοδότηση 100 δρχ από το Ταμείο Ορυκτών. Το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα έχανε και στην περίπτωση που έμενε έγκυος μετά τον θάνατο του συζύγου (συνέχιζε όμως να παίρνει τη σύνταξη των παιδιών του αποβιώσαντος). 

Γυναίκες και παιδιά

Για τις γυναίκες που έζησαν στο ορυχείο ελάχιστες πληροφορίες σώζονται στο Οθωνικό Αρχείο. Πρόκειται κυρίως για τις συζύγους των Γερμανών ανθρακωρύχων,
που -όπως αναφέρθηκε- ήταν όλες ομοεθνείς τους, πλην μιας Ελληνίδας.

Στην Κύμη λοιπόν έζησαν για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα οι εξής γυναίκες:

Maria Dhombruch από το Geinsheim της Ρηνανίας, κόρη του μετανάστη Jakob Dhombruch και της Anna Maria Schroll. Η Maria παντρεύτηκε τον Johann Krill το 1838. Στις 13.12.1838 απέκτησαν τη Sophia, αργότερα τη Ζαχαρού και την Κατερίνα.

Sophia Dhombruch, δεύτερη κόρη του Jakob Dhombruch και μνηστή του Heinrich Jung (πρωτόκολλο 20.2.1838). Μετά το δυστύχημα που κόστισε τη ζωή του Jung (24.5.1838), ο Διοικητής και όλη η κοινότητα υποστήριξαν το αίτημά της να κρατήσει τη γη που είχε παραχωρηθεί σε εκείνον, λόγω της άθλιας κατάστασής της και υπό τον όρο να παραμείνει στην αποικία.

Maria Henriette Karolina Gumpertz von Gusten. Ζούσε στην Κύμη με τον αριστοκρατικής καταγωγής πατέρα της Franz Gumpertz και τον αδελφό της. Το 1841 παντρεύτηκε τον σωροφύλακα, ορύκτη και ξυλουργό Benjamin Wourlisch. Είχαν τρία παιδιά το 1859: Alexander, Victor και Malchen (γενν. 1848).

Γαρυφαλλιά Κοκκάρη, του Ευβοέως Δημητρίου Κοκκάρη και της Μαρίας, βαπτισμένη στην Ύδρα το 1819. Το 1838 παντρεύτηκε τον λογιστή του ορυχείου Gottlob Kretschmar. Μετά τον θάνατό του (1845/46) δεν δικαιούτο σύνταξη, διότι ο Κ. δεν είχε αποβιώσει σε υπηρεσία του ορυχείου και -ως αξιωματικός- δεν κατέθετε χρήματα στο Ταμείο Ορυκτών. Η Γαρυφαλλιά ζούσε από τα εργόχειρά της, σε αθλία όντως κατάσταση, με δύο ανήλικα τέκνα και με τον κίνδυνο να χάσει το σπίτι της λόγω χρέους προς το Ταμείο Ορυκτών.

Julia Langenberg, από το Zellerfeld-Hannover. Ήλθε στην Ελλάδα το 1842 ως σύζυγος του διοικητή Otto Schiller. Όταν το 1844 έγινε κατάσχεση της κινητής περιουσίας του Schiller λόγω χρέους στο Ταμείο Ορυκτών, o ίδιος διαμαρτυρήθηκε επειδή τα κατασχεθέντα ανήκαν στην προίκα της γυναίκας του· με την αφορμή αυτή μαθαίνουμε ότι η προίκα περιλάμβανε μεταξύ άλλων 5 κάδρα, ρολόι, καθρέφτη, ασημένια μαχαιροπίρουνα και πιανοφόρτε. Οι Schiller επέστρεψαν στη Γερμανία το 1844/45.

Margaretha Naumann από το Alzenau της Βαυαρίας, σύζυγος του Johann Adam Fix. Ο Fix ταξίδεψε στη Γερμανία μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας (1837) και επέστρεψε στην Κύμη με την 33χρονη Margaretha το 1840. Απέκτησαν πέντε παιδιά (το τελευταίο γεννήθηκε το 1846). Μετά τον θάνατο του Fix η Margaretha συνταξιοδοτήθηκε με οκτώ δρχ για την ίδια και πέντε για κάθε ανήλικο, και μάλλον εγκατέλειψε την αποικία πουλώντας στο σπίτι.

Elisabetha Riemann από το Amt Springe-Hannover, σύζυγος του Σκαπανέως Christian Bauer. Παιδιά τους ήταν ο Wilhelm, η Emilia και η Maria (ετών 12, 9 και 1 το 1836). Στην πατρίδα της εργαζόταν ως υπηρέτρια, στο ορυχείο φαίνεται ότι επίσης πρόσφερε βοηθητικές υπηρεσίες, καθώς εμφανίζεται σε πίνακες αμοιβών ως πλύστρια.

Anna Maria Schroll από το Altötting της Βαυαρίας, σύζυγος του μετανάστη Jakob Dhombruch. Ήλθαν στην Ελλάδα με τα παιδιά τους Maria, Sophia και -ίσως- Sigmund. To 1845 η Anna Maria εμφανίζεται στα τεκμήρια ως χήρα Dambruch εργαζόμενη στα Ανάκτορα και μέλλουσα σύζυγος του στρατιωτικού μουσικού Franz Giavina.

Apollonia Schussmann από το Lauingen της Βαυαρίας, όπου εργαζόταν ως υπηρέτρια. Σύζυγος του Christian Johann König. Οι König μεγάλωναν ως ανάδοχοι γονείς την 5,5 ετών (1836) Cäcilia Poehl, που είχε χάσει στην Ελλάδα και τους δύο γονείς της. Η παραμονή της οικογένειας στην Κύμη ήταν σύντομη (1837-38).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, στη γερμανική αποικία της Κύμης έζησαν και είκοσι περίπου παιδιά. Στο Αρχείο δεν σώζονται πληροφορίες για τη ζωή, την εκπαίδευση ή την υγεία τους. Τα αγόρια μπορούσαν να εργασθούν στο ορυχείο από δώδεκα ετών, τότε όμως έχαναν τη σύνταξή τους, αν ήταν ορφανά. Ο νεώτερος εργάτης του ορυχείου που τεκμηριώνεται στο Αρχείο ήταν ο δεκαεπτάχρονος (1841) Wilhelm Bauer, γιος του Christian Bauer.

Ιατρική περίθαλψη

Το Δημόσιο κατέβαλλε αρχικά για υγειονομική περίθαλψη στο Ταμείο Ορυκτών 400 δρχ ετησίως, εκ των οποίων 300 δρχ ήταν η ετήσια αμοιβή του ιατρού πόλεως και αιγιαλού Κύμης και επιτετραμμένου στην υγειονομική υπηρεσία του ορυχείου, για δύο τακτικές εβδομαδιαίες επισκέψεις στο ορυχείο. Το ποσό αυτό κρίθηκε υπερβολικό για τις ανάγκες των λιγοστών αποίκων και καταργήθηκε το 1850· γιατρός, φάρμακα και ευεργετήματα ασθενείας (περίπου 0,50 δρχ την ημέρα) πληρώνονταν στο εξής μόνον από το Ταμείο Ορυκτών.

Ο γιατρός ήταν υποχρεωμένος να περιθάλπει όλους τους εργαζομένους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Στη θέση αυτή υπηρέτησαν ο υπίατρος Friedrich Gottlieb Hormel (μέχρι το 1839), και οι γιατροί Peter Schimpfle (1839-43), Βιτάλ (1843-44), Π. Πολίτης (1844-;) και Nedig.

Σε περίπτωση απουσίας του γιατρού ήταν βέβαια διαθέσιμη η ιατρική βοήθεια του κουρέα, που έβαζε βδέλλες, έδινε καθάρσιο, έκανε φλεβοτομίες και εξαγωγές δοντιών...

Θρησκευτικά καθήκοντα, γιορτές και αργίες

Η συνύπαρξη Ορθοδόξων, Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Κύμη δεν επηρεάστηκε από τις δογματικές διαφορές και οι άποικοι μάλλον εύκολα αποδέχτηκαν το Ορθόδοξο τελετουργικό της καινούργιας πατρίδας.

Όταν οι νέοι κάτοικοι, πολιτογραφημένοι πια στον Δήμο Κοτυλαίων το 1838, ζήτησαν έναν ιερέα για τις λατρευτικές τους ανάγκες και την παρηγορία της θρησκείας που δικαιούντο, η Ιερά Σύνοδος έθεσε τον όρο τα παιδιά τους να βαπτίζονται Ορθόδοξοι. Δεν υπάρχει καταγραμμένη αντίδραση σ' αυτό, όμως ο άποικος Wourlisch σε ιδιωτική επιστολή εκφράζει την επιθυμία τα παιδιά του να μορφωθούν σύμφωνα με το δόγμα των Διαμαρτυρομένων.

Ο εκκλησιασμός γινόταν αρχικά στο κτήριο του Διοικητηρίου. Το 1838/39 οι άποικοι με προσωπική εργασία ίδρυσαν τη μικρή εκκλησία της αποικίας, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Εδώ τελούσε την κυριακάτικη λειτουργία ο Ορθόδοξος ιερέας, που αμειβόταν από το Ταμείο Ορυκτών. Ανάλογη μαρτυρία έχουμε και από την επίσκεψη στο ορυχείο του προτεστάντη ιερέα Lüth το 1841: Την Κυριακή έκανε ο Λυτ λειτουργία σ' ένα ελληνικό εκκλησάκι και ήρθαν διαμαρτυρόμενοι, ρωμαιοκαθολικοί και έλληνες ορθόδοξοι

Κορυφαία γιορτή της αποικίας ήταν η επέτειος των γενεθλίων του Όθωνα, στις 20 Μαΐου, για την οποία οι εργαζόμενοι διέθεταν ευχαρίστως 400 δρχ από το Ταμείο τους. Μετά τη δοξολογία από δύο ιερείς στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, οι ορύκται, αλλά και όλοι οι υπάλληλοι της περιφερείας και πρόκριτοι και χωρικοί της επαρχίας εορτάζουν εδώ δύο ολόκληρες ημέρες. Στα πλαίσια της γιορτής διεξαγόταν και αγώνας σκοποβολής, το λεγόμενο σημάδι, όπου είχαν δικαίωμα συμμετοχής όσοι συνεισέφεραν στο Ταμείο. Οι πιο εύστοχοι κέρδιζαν διάφορα δώρα (π.χ. ένα ρολόι ή ένα πάπλωμα).


IMG 1271
Η είσοδος του ορυχείου στην Κύμη. Ξυλογραφία του H. Clerget σε σχέδιο του H. Belle (Le Tour du Monde 32/1876, σ. 80)

Σχέσεις με τους γηγενείς

Δεν μαρτυρούνται περιστατικά συγκρούσεων που να οφείλονται στη διαφορά εθνικότητας και οι πολιτισμικές διαφορές, όπως και οι θρησκευτικές, δεν εμπόδισαν τις καλές σχέσεις των Γερμανών αποίκων με τους Έλληνες της περιοχής.  

Ομαλές σχέσεις υπήρχαν κατ΄αρχάς σε επίπεδο επαγγελματικής συνεργασίας, καθώς πολλοί Έλληνες των γύρω χωριών, κυρίως των Μαλετιάνων, εκπαιδεύτηκαν στην τέχνη της λιγνιτωρυχίας κοντά στους νεοφερμένους ανθρακωρύχους. Αυτή η εκπαίδευση είχε βέβαια και τις δυσκολίες της· ο Έφορος Schiller αναφέρει τα εξής για να επισημάνει την έλλειψη έμπειρων ορυκτών (1839-40):

Οι Έλληνες δεν έχουν συνηθίσει, και δεν μπαίνουν ποτέ στη στοά αν δεν είναι μαζί κάποιος Γερμανός, που τον εμπιστεύονται. Αλλά με το παραμικρότερο ατύχημα, ή μόνον από φόβο για κάτι τέτοιο, τρέχουν μακριά και μέχρι να τους ξαναφέρεις στη στοά παίρνει πολλή ώρα [...]. Όταν πριν λίγες μέρες συνέβη κατά την εξόρυξη μια πτώση, που τακτοποιήθηκε αμέσως από τους Γερμανούς εργάτες, όλοι σχεδόν οι Έλληνες εγκατέλειψαν την ορυκτή από φόβο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να τους καταλογισθεί δειλία, αφού μόνον η εξοικείωση από πρώιμη ηλικία φέρνει την αδιαφορία για τη διαρκή απειλή των κινδύνων της στοάς· στον ανθρακωρύχο ακόμη και τα δυστυχήματα μικρή ή καμία εντύπωση δεν κάνουν, γιατί είναι συνηθισμένος από παιδί [...].

Αυτός ο αρχικός φόβος των Ελλήνων, οφειλόμενος και στους αλλεπάλληλους θανάτους των τριών εργατών, υποχώρησε με τα χρόνια, ώστε το 1846 ο Έφορος Κριτζούτας διαβεβαιώνει ότι το ήμισυ σχεδόν των κατοίκων του Μαλετιάνου είναι πλέον άξιοι ορύκται.

Η ειρηνική συνύπαρξη των δύο εθνικοτήτων στην Κύμη φαίνεται και στις κοινές γιορτές, τους κοινούς εκκλησιασμούς, την ίση μεταχείριση όλων των εργατών από Γερμανούς και Έλληνες διοικητές και την απουσία παραπόνων (αντίθετα π.χ. με ό,τι συνέβαινε στην ελληνογερμανική αποικία της Τίρυνθας).

 Επίλογος

Η έλλειψη ειδικευμένων εργατών, η ανεπαρκής χρηματοδότηση του ορυχείου (για υποζύγια, εργαλεία, μηχανές), οι δυσκολίες στη χερσαία και θαλάσσια μεταφορά του άνθρακα ελλείψει δρόμων και διαθέσιμων πλοίων, το εντέλει υψηλό κόστος του ορυκτού και η κατώτερη ποιότητά του σε σύγκριση με τους αγγλικούς γαιάνθρακες (μικρότερη απόδοση, πολλή σκόνη), τέλος η λανθασμένη πολιτική διαχείριση ήταν τα προβλήματα που οδήγησαν στην υπολειτουργία του ορυχείου μετά το 1853 και τελικά στην παύση του, τον Ιούνιο 1859. Πολύ διαφωτιστική για την τότε κατάσταση της αποικίας και των δύο τελευταίων Γερμανών εργατών (Wourlisch και κατά πάσα πιθανότητα Krill) είναι η ακόλουθη επιστολή του Wourlisch, με ημερομηνία 28.6.1859:

[...] Στις 20 του μήνα έπαυσε η λειτουργία του ορυχείου. Όλοι οι εργάτες απολύθηκαν. [...] Στις 23 σφραγίστηκαν οι είσοδοι όλων των στοών με ξερολιθιά, και τώρα δεν έχουμε ούτε καθαρό νερό να πιούμε, γιατί αυτό που τρέχει κάτω απ΄ τον βράχο το βρωμίζουν τα ζώα.  
Δεν έχουμε πια να φάμε! Σύμφωνα με τον κανονισμό του ορυχείου, κάθε ανθρακωρύχος δικαιούται ορισμένο επίδομα όταν το ορυχείο μένει κλειστό πάνω από μια εβδομάδα και συνταξιοδότηση λόγω ασθένειας ή μετά από κάποια χρόνια υπηρεσίας. Όμως για μάς τους τέσσερις μόνιμους ούτε για επίδομα ούτε για σύνταξη γίνεται λόγος. Τι να κάνω τώρα; Ακόμη κι αν άνοιγε κάπου ένα νέο ορυχείο, δεν είμαι πια σε θέση να προσφέρω ως ορύκτης ή ξυλουργός  τις απαιτούμενες υπηρεσίες. [...]
Τα σπίτια μας τα χτίσαμε με τον όρο ότι θα μπορούσαμε να τα πουλήσουμε μόνον σε εργαζόμενους του ορυχείου ή στην κυβέρνηση, και το 1851 που υπήρχε δυνατότητα να τα πουλήσουμε δεν μας επιτράπηκε, επειδή τάχα είναι αποικία ανθρακωρύχων. [...] Τι να κάνω; Μου πήραν το ψωμί, μου έκλεισαν το νερό, και τώρα έχω ελεύθερο μόνο τον αέρα, για τα εικοσιέξι χρόνια πιστής υπηρεσίας. Κανείς δεν αγοράζει τα σπίτια μας, εμάς των δύο Γερμανών που έχουμε απομείνει, διότι βλέπουν ότι με τη νόμιμη σύνταξη δεν θα μπορούμε να ζήσουμε εδώ και τα σπίτια θ' αναγκαστούμε να τα εγκαταλείψουμε δωρεάν. [...]
Είχα προβλέψει από χρόνια το τέλος του ορυχείου, [...] αλλά εδώ όταν μιλάει ένας έντιμος, ειλικρινής άνθρωπος κανείς δεν τον πιστεύει. [...] Για μένα και τη γυναίκα  μου ήταν πολύ σκληρό πλήγμα. [...] Είμαι τόσο καταπονημένος απ' τη δουλειά, τις έγνοιες και τη στενοχώρια, που για ένα μεροκάματο με κόπο σύρθηκα τέσσερις μέρες στο λιμάνι, να φορτώσω το πλοίο. 
[...]
Το μέρος όπου ο κύριος Ηenze ερευνά για άνθρακα απέχει δύο ώρες από τη Λίμνη. Λέγεται ότι βρήκε καλό και πολύ ορυκτό. Το πρώτο το γνώριζα από καιρό, για το δεύτερο δεν μπορώ να πω. [...]

Μια εποχή είχε τελειώσει, μια άλλη άρχιζε. Μετά το κλείσιμο του ορυχείου Κύμης ως δημόσιας επιχείρησης, στην περιοχή δραστηριοποιήθηκαν ιδιωτικές πλέον μεταλλευτικές εταιρείες, που ήταν ενεργές για έναν ακόμη αιώνα, έως το 1962. Το εργατικό δυναμικό, από χωριά της περιοχής, ήταν πλέον ολοένα πιο έμπειροι Έλληνες λιγνιτωρύχοι, με αναγνωρισμένη γνώση και ειδίκευση· οι παλαιοί εκείνοι άποικοι είχαν κάπως συμβάλει σ` αυτό.

♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦

ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΕΙΟ ΚΥΜΗΣ (1834-1859)

Altmannsbacher, Ignaz: ανθρακωρύχος από το Schorn-Rhein-Rezat, γιος οπωροπώλη, γενν. περί το 1801. Σκαπανέας.
Anwandter, Johann Jakob: σιδηρουργός από το Mindelheim-Oberdonau, γιος κατασκευαστή χαρτιού, γενν. 5.6.1808. Σώμα Τεχνιτών/Εργατών. 
Baier, Adam: διορίστηκε ξυλουργός το 1838. 
Barth, Xaver: λογιστής έως το 1837.
Bauer, Christian: ανθρακωρύχος και γιος ανθρακωρύχου από το Wittin της Πρωσίας, γενν. περί το 1805. Σκαπανέας, διορίστηκε στο ορυχείο το 1837. Παντρεμένος με την Elisabetha Riemann από το Αννόβερο.
Bauer, Wilhelm: γιος του Christian Bauer, γενν. περί το 1824. Μαθητευόμενος στο ορυχείο από το 1841.
Beer, Thomas: στρατιώτης του σώματος Τεχνιτών/Εργατών, εργάσθηκε στην οδοποιία (1841).
Behringer, Michael
Bentzinger, Jakob: λιθοξόος από το Teufen-Appenzell της Ελβετίας, γιος ξυλουργού, γενν. 12.12.1809. Σκαπανέας.
Βerg, Joseph: ανθρακωρύχος και γιος ανθρακωρύχου από το Grauerstein (;) της Βεστφαλίας, γενν. περί το 1802. Σκαπανέας.
Bettinger, Joseph
Billner, Martin
Boeck, Martin
Brandner, Augustin: κτίστης και εργάτης αλατωρυχείου από το Berchtesgaden της Βαυαρίας, γενν. περί το 1795. Είχε υπηρετήσει εννέα χρόνια στον αυστριακό και στον βαυαρικό στρατό και ήταν σκαπανέας στον ελληνικό στρατό. Διορίστηκε στο ορυχείο το 1837, παραιτήθηκε το 1840. 
Brenner, Joseph: διορίστηκε το 1840, παραιτήθηκε το 1841.
Büchs, Joseph: από το Wipfeld-Wank της Βαυαρίας. Εργάσθηκε ως ημερομίσθιος, πέθανε το 1840.
Demel/Diemel, Georg: φρεατωρύχος από το Siedelsdorf-Weilheim της Βαυαρίας, γιος υφαντή, γενν. περί το 1794. Σκαπανέας.
Dhombruch, Jakob: κτίστης και μουσικός από το Geinsheim της Βαυαρίας, γενν. περί το 1783. Μετανάστευσε στην Ελλάδα οικογενειακώς το 1837. Ημερομίσθιος εργάτης στην Κύμη, πέθανε στο ορυχείο στις 24.6.1839. Σύζυγός του ήταν η Maria Schroll.
Dhombruch, Sigmund: ίσως γιος του προηγουμένου. Εργάσθηκε στο ορυχείο ως μαθητευόμενος (1841).
Fidler, Michael
Fix, Johann Adam: ανθρακωρύχος και σιδηρουργός από το Edelbach-Alzenau της Βαυαρίας, γιος αγρότη, γενν. περί το 1798. Σκαπανέας. Στην Κύμη αρχικά ημερομίσθιος εργάτης, από το 1840 ορύκτης. Συνταξιοδοτήθηκε το 1844, φονεύθηκε το 1851. Σύζυγός του ήταν η Margaretha Naumann (πρώτη σύζυγος η Eva Streitenberger).
Fortenbach, Carl: υπαξιωματικός του Μηχανικού σώματος του βαυαρικού στρατού, με σπουδές στην Αυστρία και στο Würzburg. Το 1832 κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό ως λοχαγός του Πυροβολικού. Πρώτος διοικητής του ορυχείου Κύμης (1834-Αύγ.1836), ύστερα επιθεωρητής ορυχείων στο Οπλοστάσιο και εισηγητής (σύμβουλος) στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Το 1841 νυμφεύθηκε την Ελένη Ησαΐα από τη Σύρο, κόρη του Σμυρναίου Νικολάου Ησαΐα, και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα. Το 1843 απολύθηκε λόγω εθνικότητας.
Friedrich, Christian: ανθρακωρύχος και καπνοδοχοκαθαριστής από το Andreasberg-Hannover, γιος ανθρακωρύχου, γενν. περί το 1804. Σκαπανέας. Απελύθη από το ορυχείο λόγω κακής διαγωγής. 
Groenitz, Martin
Hornung, Emanuel: ανθρακωρύχος από το Weiler της Βυρτεμβέργης, γιος υφαντή, γενν. 7.4.1812. Σκαπανέας. 
Jung, Heinrich: ανθρακωρύχος από το Schanbach-Kannstadt της Βυρτεμβέργης, γιος κρεοπώλη, γενν. 9.2.1811. Σκαπανέας. Διορίστηκε στο ορυχείο και εγκαταστάθηκε πρώτος ως άποικος το 1837, το ίδιο έτος πήρε προαγωγή, το 1838 έχασε τη ζωή του σε δυστύχημα.
Kaden, Karl Gottlob: ανθρακωρύχος από Freiberg-Erzgebirge της Σαξωνίας, γιος αμαξά, γενν. περί το 1810. Σκαπανέας. Διορίστηκε το 1837, προήχθη το 1838. Ξυλουργός του ορυχείου από το 1840 έως το 1844, που έφυγε για να εργασθεί στην Κύμη.
Klomann, Heinrich: αμαξοποιός και ανθρακωρύχος από το Altleiningen-Frankental της Βαυαρίας, γιος σιδηρουργού, γενν. περί το 1799. Είχε υπηρετήσει στον γαλλικό στρατό (1822-1826), ήταν σκαπανέας στον ελληνικό.
König, Johann Christoph: ανθρακωρύχος και αμαξάς από το Hölzichen-Amberg της Βαυαρίας, γιος ανθρακωρύχου, γενν. περί το 1798. Σκαπανέας. Διορίστηκε στο ορυχείο το 1837, το 1838 ζήτησε άφεση για λόγους υγείας. Σύζυγος η Apollonia Schussmann.
Kramer, Johann: μαθητευόμενος το 1841, παραιτήθηκε το 1841.
Kreß, Johann: διορίστηκε σιδηρουργός του ορυχείου το 1837, συνταξιοδοτήθηκε μετά το 1851/52.
Kretschmar, Gottlob Traugott: εμποροϋπάλληλος από το Geringswalde της Σαξωνίας, γιος του νεωκόρου Johann Gottlob Kretschmar, γενν. 19.11.1804. Στην πατρίδα του είχε απαλλαγεί από τη στρατιωτική θητεία λόγω πάθησης των χεριών. Εθελοντής στον ελληνικό στρατό, υπηρέτησε ως σιτιστής και λογιστής στο Πεζικό με βαθμό λοχία. Μετατέθηκε στην Επιτροπή Ιματισμού και ύστερα ως λογιστής στο ορυχείο, το 1837. Από το 1841 ζούσε στη Τρίπολη, πέθανε το 1846. Ήταν παντρεμένος με την Γαρυφαλλιά Κοκκάρη.
Krill, Johann: ανθρακωρύχος και γιος ανθρακωρύχου από το Imsbach-Kaiserslautern της Βαυαρίας, γενν. περί το 1807. Εθελοντής του 1833, υπηρέτησε στο 7ο, 8ο και 3ο Τάγμα Πεζικού ως γρεναδιέρος και έλαβε μέρος στα γεγονότα της Μάνης. Μετά την άφεσή του (1837) διορίστηκε στο ορυχείο ορύκτης α΄ τάξεως και παρέμεινε σ΄ αυτό μέχρι το οριστικό κλείσιμο, το 1859. Κατείχε μεταξύ των συναδέλφων του την τιμητική θέση του αρχαιότερου, στην οποία εκλεγόταν ένας έντιμος, ακέραιος άνδρας από τους παλαιότερους εργάτες, που γνώριζε γραφή και ανάγνωση και είχε δικαίωμα ν΄ αντιπροσωπεύει τους εργαζόμενους και να υπογράφει εν ονόματί τους. Σύζυγός του ήταν η Maria Dhombruch.


KRILL
Υπογραφή του Johann Krill ως αρχαιότερου εργάτη (Knappschaftsältester)
(φωτο: ΓΑΚ/Ενυώ)

Müller, Franz: λοχαγός του Μηχανικού σώματος, διοικητής του ορυχείου 1836-37. Το 1840 παντρεύτηκε την Άννα Κωνσταντίνου Καραγιάννη από το Μεσολόγγι και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.
Müller, Michael: στρατιώτης του σώματος Τεχνιτών, εργάσθηκε στην οδοποιία (1841).
Ries, Michael: διορίστηκε το 1839, παραιτήθηκε το 1843.
Scheibe, Alfred: το 1838 σωροφύλακας, το 1839 ημερομίσθιος εργάτης.
Storch, Adam: εργάσθηκε ως ξυλουργός (1841).
Schiller, Otto Rudolf Konrad: ανθρακωρύχος από το Hasselfelde-Braunschweig της Σαξωνίας, εκπαιδευμένος στη Μεταλλουργία. Γιος δικαστικού λειτουργού, γενν. 25.7.1813. Το 1834 απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική θητεία στη Γερμανία. Στην Ελλάδα ήταν λοχίας Σκαπανέων. Λόγω των ικανοτήτων, του ήθους και των τεχνικών του γνώσεων διορίστηκε Έφορος του ορυχείου το 1837/38. Τα εκατόν πενήντα βιβλία της βιβλιοθήκης του στην Κύμη, διαφόρων συγγραφέων και γλωσσών, είχαν εντυπωσιάσει τη Χριστιάνα Λυτ, η οποία τον περιγράφει ως όμορφο, με κάτι μελαγχολικό στη μορφή του. Μετά την απόλυσή του το 1843 επέστρεψε στην πατρίδα του. Σύζυγος η Julia Langenberg.
Sulzbeck, Franz Xaver: υπεύθυνος ορυχείου από το Würzburg της Βαυαρίας, γιος εμπόρου, γενν. 3.3.1803. Πολέμησε στην Ελληνική Επανάσταση ως Φιλέλληνας (1821-25). Σκαπανέας του ελληνικού στρατού. Σύζυγος η μαία Franziska Häußl από το Würzburg, γιός ο Heinrich Joseph (γενν. περ. 1829).
Vetterl/Voetterl, Simon
Völkert, Kaspar: στρατιώτης του σώματος Τεχνιτών, εργάσθηκε στην οδοποιία (1841).
Woehl, Thomas: μεταλλουργός και ξυλουργός από την περιοχή του Rosenheim της Βαυαρίας, γιος ανθρακωρύχου, γενν. περ. 1800. Γρεναδιέρος Πεζικού.
Wourlisch, Benjamin: διορίστηκε στο ορυχείο το 1838, εργάσθηκε ως ορύκτης και ξυλουργός έως το 1859. Κατά την Χριστιάνα Λυτ ένας καλός, θεοφοβούμενος άνθρωπος. Σύζυγος η Maria Henriette Gumpertz von Gusten.
Ziegler, Lampertus: διορίστηκε ξυλουργός της ορυκτής το 1838, το 1839 παραιτήθηκε για λόγους υγείας. 

 



separator


Πηγές

Αρχεία

ΓΑΚ (ΚΥ), Οθωνικό Αρχείο Ανακτόρων
ΓΑΚ (ΚΥ), Οθωνικό Αρχείο Υπουργείου Στρατιωτικών
ΓΑΚ (ΚΥ), Οθωνικό Αρχείο Υπουργείου Οικονομικών

Βιβλιογραφία

Χριστιάνα Λυτ, Μια Δανέζα στην αυλή του Όθωνα, Αθήνα 20113
Χριστιάνα Λυτ, Στην Αθήνα του 1847-1848, Αθήνα 1991
Βάνα και Μίχαελ Μπούσε, Ανέκδοτες επιστολές της Βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της 1836-1853, τ. Α΄-Β΄, Αθήνα 2011 
Βάννα Πανδή-Αγαθοκλή, Ξένοι περιηγητές και ερευνητές για την Κύμη, Κύμη 2013

♦ Στον κ. Κώστα Καραμάνο, απόγονο του ανθρακωρύχου J. Krill, εκφράζονται θερμές ευχαριστίες για τη διάθεση υλικού από το προσωπικό του αρχείο.

 Πηγή: Αρχικη | Graecogermanica



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέρεται ότι: Το χαγιάτι στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τούρκικο

Το άλογο κοιμάται όρθιο!