Η έννοια της ετεροτοπίας σύμφωνα με τον Foucault
Ετεροτοπία
είναι ο τόπος του «έτερου» δηλαδή του άλλου, του διαφορετικού, του μη
κανονικού, εκεί όπου οι κοινωνικές σχέσεις διαφοροποιούνται από τις κυρίαρχες.
Μπορεί να είναι ένα νεκροταφείο, μία φυλακή, μία κλινική, ένα «αστικό κενό», το
αμερικανικό μοτέλ, ο περσικός κήπος. Επίσης μία γιορτή, ένα πανηγύρι, το ταξίδι
του μέλιτος, η διατάραξη της τάξης. Η ετεροτοπία είναι μία έννοια που την
εισήγαγε ο Φουκώ, Έννοια ιδιαίτερα γόνιμη σε ότι αφορά τη θεωρητική συζήτηση
για το χώρο κατά την προσπάθεια να ερμηνευτή η χωρική διάσταση των σύγχρονων φαινομένων.
Η έννοια
άνοιξε για να αποκτήσει χαρακτήρα σχέσης ανάμεσα σε έναν υλικό χώρο και τις
πρακτικές οικειοποίησής του και πολιτικοποιήθηκε αποκτώντας συνάφεια με τις
συνθήκες και τις πρακτικές αντίστασης. Νοητικός ή και γλωσσικός τόπος και
ταυτόχρονα υλικός χώρος, η ετεροτοπία ορίζεται καλύτερα με βάση τη διαφορά της
από τον κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης του χώρου και αποτελεί περισσότερο μια κίνηση,
ένα πέρασμα προς το διαφορετικό, παρά μία εφήμερα έστω, παγιωμένη κατάσταση.
1. Ο Foucault, ο χώρος και το έτερο
Το Μάρτιο του 1967, ο Foucault έδωσε μια διάλεξη με τίτλο «περί αλλοτινών
χώρων», όντας καλεσμένος από μια λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών. Ενώ πολλά θα
μπορούσαν να ειπωθούν γύρω από το ζήτημα του χώρου, ο Foucault επέλεξε να
εστιάσει σ’ αυτό που ονομάζει «χώρους του άλλου». Η πρώτη φορά που
χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο ήταν στην εισαγωγή για το «Οι λέξεις και τα
πράγματα», ενώ η αναφορά του σε μια ραδιοφωνική συζήτηση το 1966 ήταν ο λόγος
που προσέλκυσε το ενδιαφέρον του συντονιστή της λέσχης, Ionel Schein.
Πριν από
οποιαδήποτε εμβάθυνση, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως η επιλογή του Foucault να
εστιάσει στους «χώρους του άλλου», σε καμία περίπτωση δεν είναι ουδέτερη ή
τυχαία, αλλά αντανακλά ουσιαστικές πτυχές των αναζητήσεών του. Η συζήτηση για
το «διαφορετικό» και την «ετερότητα», δείχνει να παίρνει μεγάλες διαστάσεις απ΄
τη δεκαετία του ’60 και μετά. Ο Foucault, δεν επηρεάστηκε απλά απ΄το ρεύμα της
εποχής του, αλλά άνοιξε ο ίδιος νέα μονοπάτια μέσα απ’ τα αναλυτικά σχήματα των
σχέσεων εξουσίας. Παρότι δεν αφιέρωσε ποτέ κάποια έρευνά του αποκλειστικά στο
ζήτημα του χώρου, όχι απλά αναγνωρίζει τη σημασία του στην παραγωγή
γνώσης/αλήθειας και στις διαδικασίες υποκειμενοποίησης, που απασχόλησαν το
μεγαλύτερο μέρος του έργου του, αλλά τον υιοθετεί (έστω και άρρητα) ως
αναπόσπαστο στοιχείο των αναλύσεών του.
Η
μεθοδολογία του Foucault στην ανάλυση της ιστορίας και των κοινωνικών μεταβολών
διαφέρει τόσο απ’ τα ερμηνευτικά σχήματα του ιδεαλισμού της φιλελεύθερης
ανθρωποκεντρικής ιδεολογίας όσο και απ’ τον παραδοσιακό ιστορικό υλισμό των
κυρίαρχων μαρξιστικών εκδοχών. Δεν εξετάζει τους ιστορικούς μετασχηματισμούς ως
μια διαδικασία ανάπτυξης του ανθρώπινου πνεύματος, ούτε ως το γραμμικό
αποτέλεσμα των αιτιακών καθορισμών της κοινωνικής υποδομής (οικονομία). Ο
Foucault, στο πνεύμα των θεωρητικών αναζητήσεων του στρουκτουραλισμού,
επιδιώκει να αποσυναρμολογήσει την ενότητα/το όλον της κοινωνικής
πραγματικότητας και να εστιάσει στην ασύμμετρη ανάπτυξη κοινωνικών μορφών στον
ιστορικό χρόνο, αναλύοντας τους όρους και τους λόγους για τους οποίους κάποιες
από αυτές επικρατούν, επενεργούν σε άλλες ή μεταλλάσσονται οι ίδιες. Για τον
Foucault λοιπόν, οι συνολικοί μετασχηματισμοί περισσότερο τροφοδοτούνται από
επιμέρους αναπτύξεις τέτοιων διαδικασιών παρά το ανάποδο. Αποδίδοντας, με λίγα
λόγια, «σε κάθε τι, την ιστορία του» όσο διακινδυνεύει να διασπάσει τους
δεσμούς και τα δίκτυα που συγκροτούν την κοινωνική πραγματικότητα, άλλο τόσο
του δίνεται η ευκαιρία να εν-τοπίσει την υλικότητα και τη μικροφυσική
πρωτότυπων κοινωνικών σχέσεων που παράγονται, αναπτύσσονται και διαχέονται στο
κοινωνικό σύνολο. Έτσι, ο Foucault βρίσκει το ενδιαφέρον του, σε ακραίες
κοινωνικές καταστάσεις (φυλακή, ψυχιατρεία κλπ) όπου οι σχέσεις ξεφεύγουν απ’
το «κανονικό».
«Βρισκόμαστε κατά την άποψή μου, σε ένα σημείο όπου ο κόσμος δίνει την
εντύπωση λιγότερο μιας μεγαλειώδους ζωής που εξελίσσεται με την πάροδο του
χρόνου και περισσότερο ενός δικτύου το οποίο ενώνει σημεία υφαίνοντας τον ιστό
του»1
Τοποθετώντας
το κείμενο του Foucault σ΄αυτό το πλαίσιο μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί,
(μιλώντας για το χώρο), θέλει να εστιάσει στους χώρους του «άλλου». Ο Foucault
υποστηρίζει την ύπαρξη του «άλλου» μέσα στο «όλον» γιατί εκεί εντοπίζονται τα
πιο δυναμικά του στοιχεία. Ακολουθώντας αυτό το σχήμα, ο Foucault αναζητά
αυτούς τους χώρους, αυτές τις κοινωνικο-χωρικές συνθήκες, που δεν εντάσσονται
στο «κανονικό». Εκεί που εκδηλώνεται η ασυμμετρία της κοινωνικής
πραγματικότητας. Βεβαίως, αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως έστω και παθητικά ο
Foucault αποδέχεται την ύπαρξη αυτού που «δεν είναι ακραίο» για τα δεδομένα
μιας κοινωνίας, την ύπαρξη δηλαδή μιας κυρίαρχης τάξης πραγμάτων. Δεν αρνείται
με λίγα λόγια, έναν ηγεμονικό τρόπο συνάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων, σε
αντίθεση π.χ. με τις επικρατέστερες εκδοχές του μεταμοντερνισμού. Όσον αφορά το
χώρο αυτοτελώς, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο λόγος που του δίνει αυτό το
ειδικό βάρος, είναι η γενικότερη επιμονή του στην υλικότητα των σχέσεων, των
πρακτικών και των στρατηγικών που όχι μόνο αποτυπώνονται σε συγκεκριμένες
χωρικές ενότητες (πχ φυλακή) αλλά ακόμα παραπάνω, είναι σε μεγάλο βαθμό
εξαρτημένες από αυτόν.
2. Ουτοπία και ετεροτοπία
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι χώροι που προσελκύουν το ενδιαφέρον του
Foucault; Σε ένα πρώτο επίπεδο προσπαθεί να διακρίνει δύο εκδοχές, για να
εστιάσει τελικά σε μία. Η πρώτη είναι οι «ουτοπίες», δηλαδή οι μη πραγματικοί
χώροι, οι χωρίς τόπο. Η δεύτερη είναι οι ετεροτοπίες, «ένα είδος ουτοπιών
που έχουν γίνει πράξη»1. Γιατί
όμως προκύπτει η αναγκαιότητα κατασκευής ενός πρωτότυπου όρου; Ποιο
εννοιολογικό κενό καλείται να καλύψει η «ετεροτοπία» σε σχέση με την «ουτοπία»;
Οι ουτοπίες
Η άρνηση
των ανθρώπων να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα που τους περιβάλλει, τους
οδηγεί να «φαντάζονται» μια διαφορετική/ιδανική διάταξη των κοινωνικών σχέσεων,
που ικανοποιεί πλήρως τις ιδεολογικές αναπαραστάσεις που συγκροτούν αυτήν την
επιθυμία. Αυτή η ιδανική κοινωνία, είχε συνήθως την χωρική της έκφραση σε μία
ιδανική πόλη, ένα ιδανικό μέρος, έναν ιδανικό/μη υπαρκτό τόπο. Ο ου-τόπος, ή
αλλιώς μη-τόπος, έχοντας τα χαρακτηριστικά του «ιδανικού», είναι ο μη
πραγματοποιημένος. Είναι το επιθυμητό, το οποίο δεν εντοπίζεται στο υπάρχον.
Κύριο χαρακτηριστικό της ουτοπίας είναι η πλήρης επίλυση των προβλημάτων που
γεννούν την ανάγκη της. Έτσι, οι περιγραφές της, δε συνδέονται με τον υπαρκτό
χώρο, ο οποίος είναι εμποτισμένος με τα ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά του
«σήμερα», αλλά με φανταστικούς/«αμόλυντους» τόπους. Αυτή ακριβώς η
ιδιαιτερότητά της την κάνει αρκετά εύπλαστη, ενώ παράλληλα δημιουργεί την
απαίτηση για μια λεπτομερή περιγραφή των λειτουργιών και των χαρακτηριστικών
της, ώστε να πείθει για την «απόλυτη ευδαιμονία» που εξ ορισμού επαγγέλλεται.
Έτσι, το αίτημα για την ικανοποίηση του επιθυμητού, τοποθετείται έξω απ’ το
υπαρκτό.
Όμως,
πώς μπορεί να γίνει πραγματικότητα; Ποια είναι η κινητήρια δύναμη για μία
τέτοια ρήξη στη συνοχή του κοινωνικού χρόνου, αν όχι μια πανανθρώπινη στράτευση
σε ένα καλά περιγεγραμμένο όραμα; Κι αν είναι έτσι, πόσο πειστική και ιστορικά
επιβεβαιώσιμη, είναι μια τέτοια μεθοδολογία για τον κοινωνικό μετασχηματισμό (ή
αλλιώς για την υλοποίηση της ουτοπίας); Ακόμη, είναι δυνατόν μια ουτοπία να
λειτουργεί ως ένα λεπτομερές οικουμενικό όραμα, στο βαθμό που η κοινωνική
πραγματικότητα διαπερνάται από πολλαπλές πολιτισμικές, κοινωνικές, ηθικές,
χωρικές κ.ά. διαφοροποιήσεις; Πως η ουτοπία μπορεί να διεκδικεί την πλήρη ρήξη
με το υπάρχον, όταν η ίδια συγκροτείται σαν όραμα μέσα στα σημερινά κοινωνικά
όρια; Τελικά, αν η ουτοπία συγκροτείται από μία καθολική αλήθεια, που μένει να
γίνει με κάποιον τρόπο κτήμα της ανθρωπότητας, πόσο ρεαλιστική ή επιθυμητή
μπορεί να είναι;
Βλέπουμε
πως η «ουτοπία» είναι εξαρτημένη από βασικά γνωρίσματα της νεωτερικότητας, όπως
η ολοκλήρωση, η αντικειμενική αλήθεια, η οικουμενικότητα, η τελμάτωση των
κοινωνικών μορφών κλπ. Προκειμένου όμως να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη
ακρίβεια το περιεχόμενό της, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις ξεχωριστές
εκδοχές. Στην πρώτη, εστιάζοντας στην χρονική απροσδιοριστία της υλοποίησής
της, στη συνειδητή αποκοπή της απ’ το υπάρχον και στην ιδανική φύση της, την
αντιμετωπίζουμε ως αδύνατη, ως μη υλοποιήσιμη. Εξωθείται πέρα απ’ το
μη-πραγματοποιημένο, στο μη-πραγματοποιήσιμο. Άμεση συνέπεια αυτής της
προσέγγισης είναι ένας ιδιότυπος ρεαλισμός που απολήγει στην παραίτηση και στην
παθητική σχέση με το όραμά της. Ο Thomas More το 1516 δημοσίευσε το έργο του
«Ουτοπία», στο οποίο ένας ταξιδιώτης προσπαθούσε να περιγράψει με εξαιρετική
λεπτομέρεια τις πολιτικο-κοινωνικές αρχές μιας φανταστικής χώρας – νησιού, όπου
θα κυριαρχεί η ορθολογική κοινωνική οργάνωση, η ισότητα, η δικαιοσύνη, η
κοινοτική ιδιοκτησία, η ανεξιθρησκεία κλπ. Μια χώρα όμως, που δεν υπάρχει, παρά
μόνο στο επίπεδο του φανταστικού και της επιθυμίας. Περίπου τρεις αιώνες
αργότερα, ο ουτοπικός σοσιαλιστής Robert Owen προσπάθησε να κάνει πράξη το δικό
του όραμα για μια «ιδανική» οργάνωση της κοινωνίας, τη λεγόμενη «Νέα
Αρμονία» στην Ινδιάνα της Αμερικής, όπου καταργήθηκε το χρήμα και απαγορεύτηκαν
διάφορα εμπορευματικά προϊόντα. Ο ελάχιστος χρόνος ζωής αυτού του πειράματος
(1825-1829), δεν έδειξε απλά τα δικά του όρια, αλλά επιβεβαίωσε την άποψη που
έβλεπε την αναζήτηση του άλλου, του ιδανικού, ως μια μάταιη, καταδικασμένη στην
αποτυχία και εν τέλει αδύνατη διαδικασία.
Στη δεύτερη εκδοχή, εστιάζοντας στην «ολοκλήρωση» και στην οικουμενική φύση
της ουτοπίας, βλέπουμε να παραμερίζονται οι εσωτερικές συγκρούσεις της
κοινωνίας και αυτή να αποτελεί το ενιαίο κοινωνικό όραμα που, βάζοντας τον
«άνθρωπο στο κέντρο», προσπαθεί με τη βοήθεια της τεχνολογίας και της επιστήμης
να ικανοποιήσει τις ανάγκες της «ανθρωπότητας». Αυτό το είδος της «ρεαλιστικής
ουτοπίας», μπορούμε να πούμε πως αρχίζει να εκδηλώνεται πιο έντονα στο
μεσοπόλεμο και κυρίως στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου οι συνθήκες
κοινωνικής αποσύνθεσης και εξαθλίωσης, απαιτούσαν ένα ρεαλιστικό όραμα, που θα
μπορούσε να επιλύσει άμεσα τα τεράστια προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί. Η
ουτοπία εδώ είναι ενσωματωμένη στο «ανθρώπινο» κοινωνικό κράτος του
κεϋνσιανισμού που γεννιέται μετά την κρίση του 1929, ενώ κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτές
τις στρατηγικές φαίνεται να αναλαμβάνει ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός
σχεδιασμός. Βλέπουμε πως οι κυρίαρχες εκδοχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής (και
ειδικά του «ύστερου μοντερνισμού»2) εμπνέονταν απ΄
αυτό το είδος ουτοπίας. Τα σχέδια, του Le Corbusier, τοποθετούνταν,
ακριβώς σ’ αυτήν την προβληματική, της επίλυσης των «οικουμενικών προβλημάτων
της ανθρωπότητας», αναζητώντας «ιδανικές» μονάδες κατοικίας, «ιδανικά»
συγκροτήματα συλλογικής κατοικίας, «ιδανικές» πολεοδομικές διατάξεις κλπ.
Παρότι, αυτό το είδος «ρεαλιστικής ουτοπίας» κατάφερε να δώσει βιώσιμες λύσεις
στην μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη, ο David Harvey τονίζει:
«Από αυτήν την άποψη ο ύστερος μοντερνισμός τα κατάφερε πολύ καλά. Η κάτω
απ’ την επιφάνεια όψη του έγκειται, θα έλεγα, στην υπόγεια εξύμνηση της
επιχειρηματικής γραφειοκρατικής δύναμης και ορθολογικότητας, υπό το ένδυμα της
επιστροφής στην επιφανειακή λατρεία της αποτελεσματικής μηχανής, ως μύθου που
ενσαρκώνει επαρκώς όλες τις ανθρώπινες βλέψεις.»3
Στην
τρίτη εκδοχή της ουτοπίας, μπορούμε να επιχειρήσουμε να συμβιβάσουμε τις δύο
πρώτες σε μία πιο ριζοσπαστική. Να μην αντιμετωπίσουμε δηλαδή την ουτοπία ούτε
ως αδύνατη, αλλά ούτε ως εξαρτημένη απ’ το κράτος. Με δυο λόγια θα μπορούσαμε
να την αντιμετωπίσουμε ως ένα πλαίσιο αμφισβήτησης του υπάρχοντος και
αναζήτησης του «άλλου», μετουσιωμένο σε κοινωνικές πρακτικές που βρίσκουν τον
τόπο και τον χρόνο τους στο «εδώ» και στο «σήμερα», με τρόπο ασύμμετρο και όχι
αναγκαστικά ενσωματωμένες σε κεντρικές κρατικές στρατηγικές.
Οι
ετεροτοπίες
Αυτή η τρίτη εκδοχή, δημιουργεί την ανάγκη για έναν περαιτέρω προσδιορισμό
αυτής της ουτοπίας που εντοπίζεται στο «εδώ και στο σήμερα». Ο Foucault,
μιλώντας για ένα «είδος ουτοπιών που έχει γίνει πράξη»4, ονομάζει αυτούς τους χώρους «ετεροτοπίες»,
δηλαδή τόπους του «έτερου». Είναι πραγματικοί χώροι που ξεφεύγοντας απ’ το
«κανονικό» προσεγγίζουν το «άλλο». Έτσι, συνεπής στις γενικότερες αναζητήσεις
του, δεν αντιμετωπίζει το χώρο σαν άλλο ένα πεδίο πάνω στο οποίο αποτυπώνονται
«ορθολογικά» οι αντιθέσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά ως ένα
ανομοιογενές σύνολο στο οποίο παράγονται ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες που
εν δυνάμει μπορεί να προσιδιάζουν σε εναλλακτικές διατάξεις των κοινωνικών
σχέσεων. Προκειμένου να εντοπίσει αυτούς τους πραγματικούς χώρους, ο Foucault
περιγράφει τις βασικές αρχές που συγκροτούν τα κριτήρια αυτής της ιδιότυπης
τοπολογίας, της «ετεροτοπολογίας», όπως την ονομάζει.
Συνοπτικά,
αναφέρει:
1. «πιθανόν δεν υπάρχει καμία κουλτούρα στον κόσμο η οποία να μην
δημιουργεί ετεροτοπίες»5
Εδώ, παρότι οι ετεροτοπίες λαμβάνουν ξεχωριστές φυσικές μορφές σε κάθε
περίπτωση, ο Foucault προτείνει να τις κατηγοριοποιήσουμε σε δύο μεγάλες ομάδες
που αντιστοιχούν σε δύο ξεχωριστά ιστορικά στάδια. Στις πρωτόγονες κοινωνίες
επικρατούν οι «ετεροτοπίες της κρίσης», δηλαδή τόποι (ιεροί, προνομιούχοι,
απαγορευμένοι) όπου υποδέχονται άτομα που για τα δεδομένα της κοινωνίας
βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης (έφηβοι, έγκυες, ηλικιωμένοι κλπ). Για
παράδειγμα, οι πρώτες εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας των εφήβων έπρεπε να
συμβούν οπουδήποτε αλλού εκτός από το σπίτι και την «οικογένεια». Έτσι, το 19ο και 20ο αιώνα, για τα
αγόρια αυτό συνέβαινε στο στρατό ή στο γυμνάσιο ενώ για τα κορίτσια στο «ταξίδι
του μέλιτος». Απ’ την άλλη, στη σύγχρονη κοινωνία επικρατούν οι «ετεροτοπίες
της απόκλισης», δηλαδή τόποι όπου τοποθετούνται άτομα με αποκλίνουσα
συμπεριφορά σε σχέση με τον «κανόνα» μιας κοινωνίας. Εδώ, βρίσκουμε τις
φυλακές, τις κλινικές ή ακόμα και τους οίκους ευγηρίας, οι οποίοι σύμφωνα με το
Foucault τοποθετούνται ανάμεσα στις ετεροτοπίες της κρίσης και της απόκλισης.
2. «μια κοινωνία κατά την ιστορική της εξέλιξη μπορεί να κάνει μια ήδη
υπάρχουσα ετεροτοπία, η οποία δεν εξαφανίστηκε ποτέ, να λειτουργήσει κατά τρόπο
τελείως διαφορετικό»6
Το παράδειγμα εδώ είναι το νεκροταφείο. Ο Foucault τοποθετεί την ετερότητά
του συγκριτικά με τους συνήθεις πολιτισμικούς χώρους. Πρόκειται για ένα τόπο ο
οποίος συνδέεται με όλους τους υπόλοιπους χώρους μιας κοινωνίας, μιας και κάθε
άτομο σχετίζεται με κάποιο τρόπο μ’ αυτό. Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα το νεκροταφείο, τοποθετούνταν στο κέντρο της
πόλης και η ταφή ήταν κυρίαρχα ομαδική. Η μετάβαση όμως, από την υπερίσχυση των
θεοκρατικών/μεταφυσικών αντιλήψεων, προς τον ορθολογισμό και το «ρεαλισμό του
θανάτου» δίνει άλλο νόημα και άλλο τόπο στην ταφή και στο νεκροταφείο, χωρίς
όμως να το καταργεί. Πλέον, τα νεκροταφεία απομακρύνονται στα όρια της πόλης,
μιας και ο θάνατος είναι συνδεδεμένος με τη μετάδοση ασθενειών στους ζωντανούς,
ενώ οι νεκροί αποκτούν το δικό τους ατομικό τάφο.
3. «η ετεροτοπία έχει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσει σε έναν πραγματικό
τόπο πολλούς χώρους, πολλές θέσεις οι οποίες από μόνες τους είναι ασύμβατες»7
Τα
παραδείγματα εδώ είναι το θέατρο, ο κινηματογράφος και ο κήπος. Στο θέατρο
έχουμε τον ορθογώνιο χώρο της σκηνής, όπου τόποι ξένοι μεταξύ τους διαδέχονται
ο ένας τον άλλο, ενώ στον κινηματογράφο, έχουμε την ορθογώνια αίθουσα στο βάθος
της οποίας συναντάμε μια δισδιάστατη οθόνη, στην οποία προβάλλονται εναλλάξιμοι
χώροι τριών διαστάσεων. Ο Foucault όμως, χρησιμοποιεί σαν κύριο παράδειγμα τον
παραδοσιακό περσικό κήπο. Στο κέντρο του κήπου πρέπει να συναντιούνται τα
τέσσερα σημεία που αντιπροσωπεύουν τον ορίζοντα, με τη λεκάνη και το συντριβάνι
που συμβολίζουν τον ομφαλό του κόσμου, ενώ όλη η βλάστηση πρέπει να κατανέμεται
σ’ αυτόν τον κεντρικό χώρο. Ο περσικός κήπος, ως ιερός τόπος, αποτελεί μια
χωρική κοσμολογική μεταφορά, ένα μικρόκοσμο με αυστηρή σημειολογία.
4. «η ετεροτοπία ξεκινάει να λειτουργεί πλήρως όταν οι άνθρωποι
βρίσκονται σε ένα είδος απόλυτης ρήξης με τον παραδοσιακό τους χρόνο»8
Σε αντιστοιχία με την ετεροτοπία, ο Foucault προτείνει την έννοια των
ετεροχρονισμών. Απ’ τη μία, έχουμε τις χρονικές ετεροτοπίες που συσσωρεύονται
στο άπειρο. Οι βιβλιοθήκες και τα μουσεία, απ’ το 19ο αιώνα και μετά, από ατομικές συλλογές γίνονται
γενικό αρχείο, τόπος συλλογής, συσσώρευσης, καταγραφής και ταξινόμησης «όλων
των χρόνων, όλων των εποχών, όλων των ιδεών», ένας τόπος «αιώνιος», στο
απυρόβλητο του χρόνου. Απ’ την άλλη, έχουμε τα πανηγύρια και τις γιορτές όπου
σε αντίθεση, με τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, ο χρόνος γίνεται εφήμερος και
αβέβαιος. Ο Foucault, αναφέρεται επίσης και στα «χωριά των διακοπών» της Πολυνησίας,
ως εξωτικά μέρη που συνθέτουν αυτές τις δύο εκδοχές χρονικής ετεροτοπίας. Η
«κατάργηση του χρόνου», η απεμπλοκή απ’ τους καθημερινούς ρυθμούς, συνοδεύεται
απ’ την (επ)ανακάλυψη ενός διαφορετικού, εφήμερου, «γιορτινού» χρόνου.
5. «οι ετεροτοπίες προϋποθέτουν πάντα την ύπαρξη ενός συστήματος
ανοίγματος και κλεισίματος το οποίο τις απομονώνει και συγχρόνως τις καθιστά
προσπελάσιμες»9
Ο
Foucault διακρίνει δύο εκδοχές. Στη μία περίπτωση, το σύστημα πρόσβασης σε
αυτούς τους τόπους είναι αρκετά σαφές και ευδιάκριτο. Είτε πρόκειται για χώρους
στους οποίους εξαναγκάζεσαι να βρεθείς, όπως στο στρατό ή στη φυλακή, είτε για
χώρους στους οποίους πρέπει πρώτα να συμμετάσχεις σε συγκεκριμένες
ιεροτελεστίες/τελετουργίες όπως στα μουσουλμανικά χαμάμ (για λόγους θρησκευτικής
κάθαρσης), ή στις σκανδιναβικές σάουνες (για λόγους υγιεινής). Στην άλλη
περίπτωση, η πρόσβαση δε φαίνεται να εξαρτάται από κάποιο σύστημα. Αντίθετα
φαίνεται να είναι ελεύθερη, ενώ στην πραγματικότητα, η είσοδος σε αυτούς τους
τόπους συνοδεύεται από περίεργους αποκλεισμούς. Για παράδειγμα, ενώ τα
αμερικάνικα μοτέλ εμφανίζονται ως το ελεύθερα προσβάσιμο καταφύγιο για την
παράνομη σεξουαλικότητα, παρατηρούμε πως αυτή δεν φιλοξενείται ανοικτά και
ελεύθερα, αλλά συγκαλυμμένα, σαν να μην είναι πραγματικά αποδεκτή.
6. «οι ετεροτοπίες διαθέτουν μια λειτουργία σε σχέση με τον υπόλοιπο
χώρο»10
Πάλι, ο
Foucault ξεχωρίζει δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη μιλάει για τις «ετεροτοπίες των
ψευδαισθήσεων», δηλαδή για τόπους οι οποίοι θέλουν να καταγγείλουν κάθε
πραγματικό χώρο ως απατηλό. Για τόπους δηλαδή, που αμφισβητούν τον ορθολογικό
μανδύα του υπόλοιπου χώρου, αναδεικνύοντας τα όρια, τις νόρμες και τις
προϋποθέσεις του. Σ’ αυτήν την κατηγορία, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των οίκων
ανοχής, που μπορούμε να πούμε πως παίζουν αυτόν το ρόλο στο πεδίο στης
σεξουαλικότητας. Στη δεύτερη εκδοχή, τοποθετεί τις «ετεροτοπίες της
αντιστάθμισης». Σε αντίθεση με τις ετεροτοπίες των ψευδαισθήσεων, αυτές θέλουν
να αναδείξουν την ανορθολογικότητα των υπόλοιπων χώρων. Πρόκειται για
τόπους οι οποίοι, όντας τέλειοι, σχολαστικοί και άριστα οργανωμένοι, έρχονται
να διευθετήσουν τον αποδιοργανωμένο και πρόχειρο υπόλοιπο χώρο. Το παράδειγμα
που φέρνει εδώ είναι οι αποικίες, οι οποίες δεν αφήνουν απλώς το σημάδι τους
στους χώρους και στους πολιτισμούς που τοποθετούνται, αλλά επιδιώκουν να
αποτελέσουν ένα «ιδανικό» μοντέλο οργάνωσης, στο οποίο αυτοί πρέπει να
προσαρμοστούν.
Ένα εύλογο ερώτημα που μπορεί να δημιουργείται πάνω στο κείμενο του
Foucault, είναι το πώς π.χ. η ετεροτοπία της φυλακής συνάδει με την ετεροτοπία
του μοτέλ. Πως δηλαδή, ένα τόπος με πολύ συγκεκριμένες προθέσεις λειτουργίας
(φυλακή – ποινή) να ταιριάζει με ένα τόπο που φαινομενικά έχει πιο «αθώα» και
κοινωνικά ουδέτερα χαρακτηριστικά (μοτέλ – παράνομη σεξουαλικότητα). Εδώ, είναι
χρήσιμο να παρατηρήσουμε πως ο Foucault δεν προσπαθεί να εντοπίσει χώρους που η
παραγωγή της ετερότητας είναι το συνειδητά επεξεργασμένο αποτέλεσμα μιας
κοινωνικής ομάδας με συγκεκριμένες στοχεύσεις. Αντιθέτως, φαίνεται να
αντιμετωπίζει τις ετεροτοπίες περισσότερο ως χώρους στους οποίους αναδύονται,
με σταθερά οξυμένο τρόπο, αντιφάσεις των δομών της κοινωνικής πραγματικότητας.
Έτσι, για παράδειγμα ο οίκος ανοχής μπορεί να μην είναι το προπύργιο της
σεξουαλικής απελευθέρωσης, αλλά αποτελεί τον τόπο που έστω και ασυνείδητα
εκδηλώνεται η αμφισβήτηση της νόμιμης, οικογενειακής ερωτικής ζωής11. Ακόμα και η φυλακή, ενώ φαινομενικά (ακόμα και
για τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους) μπορεί να αποτελεί απλώς χώρο τιμωρίας και
παραδειγματισμού, στην πραγματικότητα αποτελεί ένα εργαστήριο σχέσεων εξουσίας
που έπαιξε κομβικό ρόλο στην ευρύτερη οργάνωση του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής. Με λίγα λόγια, η «ετεροτοπικότητα της ετεροτοπίας» δεν κρίνεται απ’
τη ρητή σημασιοδότηση που της δίνει η κοινωνία που την παράγει, αλλά απ΄ τις
συγκεκριμένες λειτουργίες (εμφανείς ή αφανείς) που επιτελεί στα πλαίσιά της. Αυτός
θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένας κοινός παρανομαστής που συνδέει τα (ίσως
φαινομενικά ετερόκλητα) παραδείγματα που παραθέτει ο Foucault στο κείμενό του.
Ακριβώς γι’ αυτό, η έκτη αρχή που τοποθετεί («οι ετεροτοπίες διαθέτουν μια
λειτουργία σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο») μοιάζει να έχει ξεχωριστή
σημασία, μιας και δίνει υλική και συγκεκριμένη διάσταση στην ετεροτοπία, αλλά
και γιατί ανοίγει μια κρίσιμη συζήτηση για τον κοινωνικό της ρόλο.
3.
Η ετεροτοπία, ανάμεσα σε δύο εκδοχές
Απ’ τη
στιγμή λοιπόν που οι ετεροτοπίες δεν αποτελούν χώρους όπου η κοινωνική
πραγματικότητα αναπαράγεται με έναν ομαλό τρόπο, αλλά αντιθέτως χώρους όπου οι
κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις διαφοροποιούνται, αναδιατάσσονται και
αμφισβητούνται, οφείλουμε να προσδιορίσουμε με έναν πιο συγκεκριμένο τρόπο,
τόσο τα χαρακτηριστικά, όσο και τα είδη αυτών των αντι-διατάξεων.
Εξουσία
και υποκείμενο
Σημαντικό
στοιχείο σε μια τέτοια αναζήτηση πρέπει να ‘ναι πως ο κύριος άξονας της
προβληματικής του Foucault είναι η σχέση εξουσίας και υποκειμένου. Σύμφωνα με
τον Foucault το υποκείμενο δεν αποτελεί μια αυθύπαρκτη οντότητα με υπεριστορικά
χαρακτηριστικά αλλά είναι το αποτέλεσμα των εξουσιών που ασκούνται στο άτομο.
Δεν αποδέχεται μια εξωτερική φύση της εξουσίας που ασκείται σε ένα ήδη
συγκροτημένο υποκείμενο. Δείχνει πως είναι η ίδια η εξουσία, ως σχέση, που
μετατρέπει το άτομο σε υποκείμενο. Επιμένει στη θετικότητα της εξουσίας, στην
«οικειοθελή» αναπαραγωγή των αποτελεσμάτων της απ’ τα υποκείμενα και όχι στην
καταναγκαστική της διάσταση.
«Η εξουσία δε βρίσκει ήδη συγκροτημένο, αυτό επί του οποίου ασκείται, αυτό
που καταστέλλει, το υποκείμενο, αλλά το παράγει, το συγκροτεί. Η σχέση ανάμεσα
στο υποκείμενο και την εξουσία, λοιπόν δεν είναι εξωτερική και επουσιώδης, αλλά
συγκροτητική και ουσιώδης»1
Θα μπορούσαμε εδώ να δούμε μια συγγένεια με την περιγραφή της λειτουργίας
της ιδεολογίας απ’ τη μεριά του Althusser. Παρότι ο Foucault θεωρεί
«επικίνδυνη» της χρήση αυτού του όρου (μιας και υπονοεί γνωστικά σύνολα που σε
αντίθεση με την ιδεολογία είναι καθαρά και αντικειμενικά) η σχέση που υπάρχει
είναι σαφής. Ο Althusser ορίζει ως ιδεολογία την «παράσταση της φανταστικής
σχέσης του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής του»2. Είναι αυτή η σχέση που σύμφωνα με τον Althusser
συγκροτεί το υποκείμενο, το οποίο εγκαλείται ως τέτοιο απ΄τις διάφορες
μορφές της ιδεολογίας. Ο Althusser επιμένει στην υλική αποκρυστάλλωση της
ιδεολογίας στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (ΙΜΚ) μέσα από ένα σύνολο
πρακτικών/τελετουργιών τις οποίες καλείται να υλοποιεί οικειοθελώς το
υποκείμενο αν θέλει να παραμένει «πιστό» στις ίδιες τις αξίες που το
συγκροτούν. Στην ανάλυσή του, δίνει το κύριο βάρος στους κρατικούς μηχανισμούς,
στη δυνατότητά τους να αποτελούν την υλική μορφή μέσα απ’ την οποία παράγονται
οι ιδεολογικές εγκλήσεις. Τα άτομα μετατρέπονται σε υποκείμενα μέσα απ’ αυτήν
την έγκληση, που εντοπίζεται στις διάφορες μορφές της ιδεολογίας. Το ζητούμενο
(και) για τον Althusser δεν είναι η εξαναγκαστική, αλλά η συνειδητή υπαγωγή
τους σε αυτές.
Ο
Foucault, απ’ τη μεριά του, προσπαθεί να δείξει πως τα υποκείμενα συγκροτούνται
κυρίαρχα μέσα απ’ τη σχέση τους με την εξουσία, την οποία δεν την αντιμετωπίζει
ως καταπιεστική ή κατασταλτική δύναμη, αλλά κυρίως ως δύναμη παραγωγική. Θεωρεί
πως το ζήτημα της εξουσίας είχε μείνει για πολλούς αιώνες στο σκοτάδι των
φιλοσοφικών αναζητήσεων, ενώ υποστηρίζει πως ακόμα κι όταν αναλύεται,
τοποθετείται αποκλειστικά στο δικαϊκό/νομικό επίπεδο, δηλαδή εξετάζεται μόνο με
τη μορφή κεντρικών κρατικών απαγορεύσεων. Πρέπει, σύμφωνα με τον Foucault, να
αντιμετωπίζουμε την εξουσία στο μικροφυσικό πεδίο, στην καθημερινή ζωή,
εκεί που τα άτομα χωρίζονται σε κατηγορίες, κατονομάζονται, υιοθετούν
ταυτότητες κλπ. Με δύο λόγια, να αντιμετωπίζουμε την εξουσία στο πεδίο που
παράγονται υποκείμενα. Στην ουσία, ο Foucault δείχνει πως οι διαδικασίες που
συγκροτούν τα άτομα ως υποκείμενα δεν τοποθετούνται μόνο στο γενικό πεδίο της
ιδεολογικής έγκλησης απ’ τους ΙΜΚ, αλλά κυρίαρχα, στη μοριακή κλίμακα που
αναπτύσσονται οι σχέσεις εξουσίας. Τα άτομα για τον Foucault δεν είναι τόσο τα
σημεία εφαρμογής της εξουσίας όσο οι φορείς της και τα στοιχεία άρθρωσής της.
Υποστηρίζει πως παράλληλα με την υποκειμενοποίηση, συμβαίνει και η
αντικειμενοποίησή τους. Το άτομο, ως αντικείμενο, υπόκειται σε ένα συνεχή
έλεγχο, που κυρίαρχα ασκεί το ίδιο στον εαυτό του προκειμένου να «βελτιώνει»
και να «ορθολογικοποιεί» τις μορφές λόγου, συμπεριφοράς, σκέψης κλπ που
υιοθετεί. Έτσι ο Foucault καταλήγει να δίνει ιδιαίτερο βάρος στο ζήτημα της
«υλικότητας» και των «πρακτικών» που εκφράζονται στο «μικροφυσικό» πεδίο,
τοποθετώντας το ζήτημα της «έγκλησης» και της υποκειμενοποίησης όχι τόσο σε
σχέση με την ιδεολογία, όσο σε σχέση με την εξουσία ως υλική, παραγωγική και
επιδιορθωτική δύναμη.
«Το άτομο είναι χωρίς αμφιβολία, η πλασματική στοιχειώδης μονάδα μιας
«ιδεολογικής» παράστασης της κοινωνίας, είναι όμως και μια πραγματικότητα
κατασκευασμένη απ’ την ειδική εκείνη τεχνολογία της εξουσίας που λέγεται
πειθαρχία»3
Η
πειθαρχία, που σύμφωνα με το Foucault είναι η σύγχρονη μορφή της εξουσίας, ικανοποιεί
τις ιδεολογικές προϋποθέσεις ενός συστήματος που έχει οικοδομηθεί πάνω στις
αξίες του φιλελευθερισμού και του ανθρωπισμού. Είναι απ’ αυτήν την άποψη η
«οικονομικότερη» μορφή άσκησης της εξουσίας που αποφεύγει τον κίνδυνο να
ηρωοποιήσει τα θύματά της, αντικαθιστώντας τις μεγαλεπήβολες συμβολικές της
ενέργειες, με λεπτομερείς, ορθολογικές μορφές ελέγχου. Σε αυτήν την προσπάθειά,
ο Foucault εστιάζει στο χώρο, που με βάση τις αναλύσεις του, φαίνεται να
αποτελεί το κατ’ εξοχήν υλικό πεδίο, υποδοχέα και διαμορφωτικό παράγοντα των
σχέσεων εξουσίας.
«Η εξουσία βασίζεται τώρα πολύ λιγότερο σ’ ένα άτομο και πολύ περισσότερο
σε μια προσχεδιασμένη κατανομή των σωμάτων, των επιφανειών, των φώτων, των
βλεμμάτων, σ’ ένα σύνολο από εσωτερικούς μηχανισμούς που παράγουν οι ίδιοι τη
σχέση όπου παγιδεύονται τα άτομα»4
«Η πειθαρχία αρχίζει πρώτα πρώτα με την κατανομή των ατόμων στον χώρο»5
Στο
βαθμό που δεν αντιμετωπίζουμε τα κοινωνικά σύνολα ως συμπαγείς οντότητες με
ενιαία χαρακτηριστικά, αλλά ως σύνολα σύνθετα, με αντιθέσεις, πολώσεις και
ανταγωνισμούς, μπορούμε να υποθέσουμε πως η κοινωνική πραγματικότητα σίγουρα
δεν ικανοποιεί τα υποκείμενα που βρίσκονται στη μειονεκτική θέση αυτού του
ανταγωνισμού, αλλά κι απ’ την άλλη (ποιοτικά αντίθετα) ακόμη και αυτά που βρίσκονται
στην πλευρά του ισχυρού. Σχηματικά, όσο ο ένας πόλος του κοινωνικού
ανταγωνισμού επιδιώκει να ανατρέψει τους όρους με τους οποίους εντάσσεται στο
κοινωνικό σύνολο, άλλο τόσο, ο άλλος πόλος προσπαθεί να διατηρήσει και να
εμβαθύνει την πλεονεκτική του θέση στο δίκτυο εξουσιών. Έτσι, όσο ο ένας
συναντά απέναντι του το καλά οργανωμένο σύστημα εξουσίας των δυνατών, άλλο τόσο
ο άλλος συναντά την επιμονή, την εφευρετικότητα και τους αγώνες των αδυνάτων. Η
ανάγκη λοιπόν απ’ τη μια για ανατροπή, κι απ’ την άλλη για διατήρηση και
εμβάθυνση, παράγει μια δυναμική κοινωνική κατάσταση, που βρίσκει τον τόπο της
«σε πραγματικούς χώρους του σήμερα». Ο Foucault, στο κείμενό του, καταπιάνεται
ακροθιγώς με αυτήν τη διάκριση όταν μιλάει απ’ τη μία για τις «ετεροτοπίες των
ψευδαισθήσεων» (π.χ. οίκοι ανοχής) και απ’ την άλλη για τις «ετεροτοπίες της
αντιστάθμισης» (π.χ. αποικίες). Οι μεν, αναδεικνύουν την υποκρισία και τις
αντιφάσεις της πραγματικότητας παράγοντας μια άλλη, οι δε, επιδιώκουν να την
οργανώσουν ακόμα καλύτερα και ακόμα πιο λεπτομερώς. Παρότι θα ήταν αρκετά
απλουστευτικό, μέσω αυτής της διάκρισης, να αντιμετωπίσουμε τις ετεροτοπίες ως
στατικούς, μονοσήμαντους τόπους (είτε της μιας, είτε της άλλης εκδοχής), είναι
χρήσιμο να κάνουμε μια ξεχωριστή αναφορά στις δύο αυτές περιπτώσεις.
Οι
ετεροτοπίες της αντιστάθμισης
Μιλώντας για τις «ετεροτοπίες της αντιστάθμισης» μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε σαν παράδειγμα, την εκτενή ανάλυση που κάνει ο Foucault για τη
φυλακή, στο «Επιτήρηση και τιμωρία, η γέννηση της φυλακής». Εδώ, προσπαθεί να
ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους απ’ τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά, η φυλακή φαίνεται να επικρατεί ως
η κυρίαρχη (αν όχι η μοναδική) μορφή ποινής/τιμωρίας. Τοποθετώντας αυτήν τη
διαδικασία στο συνολικό ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελείται, μπορούμε
να εξάγουμε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η επικράτηση του καπιταλισμού, ως
κυρίαρχου μοντέλου οργάνωσης, της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής
συνοδεύτηκε από μία θεμελιώδη ιδεολογική προϋπόθεση, τον φιλελεύθερο ανθρωπισμό.
Ενώ η επιρροή των μεταφυσικών/θεοκρατικών ιδεολογικών σχημάτων έφθινε, η πίστη
στην επιστήμη, τον ορθολογισμό και την τεχνολογία έμοιαζε να αναδύεται ως το
εγγυητικό μοντέλο για την ευημερία και την ελευθερία των ανθρώπων. Ενώ μπορούμε
σχετικά εύκολα να διακρίνουμε πίσω απ’ αυτό το «καθολικό ανθρωπιστικό όραμα» τη
συγκάλυψη της ταξικής φύσης του καπιταλισμού, ο Foucault προχωράει ένα βήμα
παραπέρα. Βλέπει, πως εκτός των άλλων, «η τοποθέτηση του ανθρώπου στο κέντρο»,
αποτυπώνει μια νέα ανάγκη. Μια οικονομία που βασίζεται στην «εκμετάλλευση
ανθρώπου από άνθρωπο», οφείλει να συγκροτεί μια βαθιά γνώση για το άτομο και το
ανθρώπινο σώμα. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι «στο κέντρο» γιατί αποτελεί ένα νέο
αντικείμενο επιστημονικής γνώσης. Μιας επιστημονικής γνώσης που εν-τοπίζεται σε
«εργαστήρια» με συγκεκριμένες διαδικασίες αποφάνσεων, συγκεκριμένα καθεστώτα
γνώσης, εξουσίας και αλήθειας. Η φυλακή λοιπόν δεν είναι απλώς χώρος τιμωρίας
και παραδειγματισμού. Είναι ένα «εργαστήρι», που μορφοποιείται μέσα από συγκεκριμένες
ανάγκες και προϋποθέσεις, και αποκτά συγκεκριμένες λειτουργίες.
«Η πειθαρχία απαιτεί πολλές φορές την περίφραξη, τον καθορισμό ενός χώρου
διαφορετικού απ’ όλους τους άλλους, ενός χώρου περιχαρακωμένου, επίλεκτο χώρο
της πειθαρχικής μονοτονίας»6
«Η μεγάλη σημασία που δόθηκε περί τα τέλη του 18ου αιώνα στα κυκλικά
αρχιτεκτονικά σχήματα [ο
Foucault παραθέτει σαν παραδείγματα δύο νοσοκομεία και μία φυλακή] οφείλεται
κατά μεγάλο μέρος στο ότι εκφράζανε μια ορισμένη πολιτική ουτοπία.»7
Στην προβληματική του Foucault, η
ουτοπία, ποτέ δε μπορεί να υπάρξει σε καθαρή μορφή, παρά μόνο εκτεθειμένη και
μορφοποιημένη μέσα από τις αντιφάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας. Έτσι,
παρότι στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν το αναφέρει καθαρά, μπορούμε δικαιολογημένα
να συμπεράνουμε πως η φυλακή ανήκει σ΄αυτό το «είδος ουτοπιών που έχουν
γίνει πράξη»8. Αποτελεί δηλαδή μια
ετεροτοπία, όπου δε συναντάμε την κυρίαρχη μορφή των κοινωνικών σχέσεων, αλλά
ένα είδος ολοκληρωτικής πειθαρχίας, που εκτός του ότι ορίζει τον «κανόνα» για
την υπόλοιπη κοινωνία, παράγει νέα γνώση και τεχνολογία για την ακόμα πιο
«οικονομική» αξιοποίηση των ανθρώπινων σωμάτων. Η φυλακή, στην πιο
τελειοποιημένη μορφή της, αποτελεί ένα είδος χωρικής έκφρασης του Πανοπτικού
του Bentham.
«Το μείζον αποτέλεσμα του Πανοπτικού είναι, επομένως, το ακόλουθο: να
υποβάλλει στον κρατούμενο μια συνειδητή και μόνιμη, σε βάρος του, κατάσταση
ορατότητας, που εξασφαλίζει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας. Να
μονιμοποιεί τα αποτελέσματα της επιτήρησης, ακόμα κι αν αυτή είναι ασυνεχής
στην άσκησή της, η τελειότητα της εξουσίας να τείνει στο να καθιστά περιττή τη
συγκεκριμένη άσκησή της, το αρχιτεκτονικό τούτο συγκρότημα να είναι μια μηχανή
για την εγκαθίδρυση και τη στήριξη ενός είδους εξουσίας ανεξάρτητης από εκείνον
που την ασκεί, κοντολογίς, οι κρατούμενοι να παγιδεύονται και να υφίστανται
μιαν εξουσία, της οποίας οι ίδιοι είναι φορείς.»9
Η
χρησιμότητα αυτών των τεχνικών που αναπτύσσονται σ’ αυτά τα ιδιότυπα
«εργαστήρια», μπορεί να γίνει πιο σαφής, αν επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τα
αποτελέσματά, τα συμπεράσματα και τις μεθόδους τους στον τρόπο που οργανώνονται
άλλες μορφές της κοινωνικής ζωής. Το σχολείο, το εργοστάσιο, ακόμα και
ολόκληρες πόλεις, αποτελούν πεδία όπου αυτή η γνώση αξιοποιείται, αναπτύσσεται
και πολλές φορές στρέφεται σε νέες κατευθύνσεις συγκροτώντας με τη σειρά της
νέες ετεροτοπίες με νέα αποτελέσματα. Οι ετεροτοπίες αυτές, που ο Foucault τις
ονομάζει «ετεροτοπίες της αντιστάθμισης», έχουν κομβικό, ρυθμιστικό ρόλο
στη διασφάλιση της αναπαραγωγής και της επέκτασης των κυρίαρχων κοινωνικών
σχέσεων. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και η λειτουργία που επιτελούν «σε σχέση με
τον υπόλοιπο χώρο».
Οι
ετεροτοπίες των ψευδαισθήσεων
Στον αντίποδα αυτού του παραδείγματος μπορούμε να τοποθετήσουμε τις
λεγόμενες «νεκρές ζώνες»10. Πρόκειται για
χώρους που συνήθως τους εντοπίζουμε στα «όρια» του αστικού ιστού και δε έχουν
μια συγκεκριμένη λειτουργία. Ακριβώς γι’ αυτό, αποτελούν χώρους που στην
επίσημη πολεοδομία εμφανίζονται ως κενοί, αναξιοποίητοι, σχεδόν ανύπαρκτοι.
Στην πραγματικότητα όμως είναι χώροι στους οποίους συναντάμε διάφορες
«ανεπίσημες» κοινωνικές δραστηριότητες. Χώροι οι οποίοι μπορεί να αποτελούν
αλάνες για ποδόσφαιρο, τόπους που διεξάγονται πανηγύρια και γιορτές
συγκεκριμένες μέρες του χρόνου, «καταφύγιο σεξουαλικότητας» για ζευγάρια κλπ.
Με λίγα λόγια, οι χώροι αυτοί εμφανίζονται ως νεκροί μόνο αν τους δούμε μέσα
απ’ το πρίσμα του κυρίαρχου λόγου για το χώρο. Πρέπει, δηλαδή να αποδεχτούμε
πως αυτές οι «ανεπίσημες» δραστηριότητες που βρίσκουν τον τόπο τους εκεί, δεν
είναι κοινωνικά χρήσιμες, δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο ρόλο στην κοινωνική
αναπαραγωγή και γι’ αυτό το λόγο όχι απλά πρέπει να μας είναι αδιάφορο το αν
υπάρχουν ή όχι, αλλά πρέπει να προσλαμβάνονται ως παρασιτικές πρακτικές πάνω σε
ένα χώρο ο οποίος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε μια «παραγωγική» κατεύθυνση. Ο
κυρίαρχος λόγος δηλαδή αντιμετωπίζει αυτούς τους τόπους όχι μόνο ως αδιάφορους,
αλλά και ως ανταγωνιστικούς. Στο βαθμό που αποτελούν μαύρες τρύπες, μπροστά
στην ορθολογική, λειτουργική, οργάνωση του αστικού ιστού, ειδικά μάλιστα όταν
φιλοξενούν τέτοιες δραστηριότητες, πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν, να
συντάσσονται χωρικές στρατηγικές πάνω στην αξιοποίησή τους και εν τέλει να
αναδιαρθρώνονται. Βλέπουμε λοιπόν, πως πίσω από τέτοιου τύπου παρεμβάσεις δεν
κρύβονται μόνο τα οικονομικά κίνητρα, το κέρδος, οι νέες πηγές κεφαλαιακής
συσσώρευσης, που ούτως ή άλλως είναι παράγοντες καθοριστικής σημασίας, αλλά και
η ανάγκη για τάξη, οργάνωση, έλεγχο και τελικά για μια λεπτομερέστερη διακυβέρνηση
που επιδιώκει να επιλύει και να διευθετεί ανταγωνιστικές κοινωνικο-χωρικές
μορφές. Οι «νεκρές ζώνες» δηλαδή αποτελώντας ένα είδος «ετεροτοπίας των
ψευδαισθήσεων» λειτουργούν ως τόποι που παρουσιάζουν τον υπόλοιπο χώρο, ως
«απατηλό», κοινωνικά φορτισμένο, και υπό μία έννοια ανεπαρκή. Αποτελούν τόπους
όπου αναπτύσσονται μορφές κοινωνικότητας που ξεφεύγουν απ’ το κυρίαρχο πρότυπο
των κοινωνικών σχέσεων. Τόποι στους οποίους, συνειδητά ή μη, καταστρέφεται η
σύνταξη της κοινωνικής πραγματικότητας.
Είναι
σημαντικό να παρατηρήσουμε πως παρότι γίνεται αυτή η διάκριση ανάμεσα σ’ αυτά
τα δύο είδη ετεροτοπιών, η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο σύνθετη. Παρότι, μια
ετεροτοπία μπορεί να λειτουργεί στη μία ή στην άλλη κατεύθυνση, έχει κρίσιμη
πολιτική σημασία, να επισημάνουμε πως η λειτουργία της δεν είναι ούτε στατική,
ούτε νομοτελειακή. Απ’ τη στιγμή που παρουσιάζουμε την ετεροτοπία ως τον χωρικό
υποδοχέα ακραίων κοινωνικών καταστάσεων, μπορούμε να αντιληφθούμε πως ακριβώς
λόγω αυτής της καταστατικής της έντασης, ευνοεί την ανάπτυξη αντίθετων ροπών
και δυνάμεων. Ο Foucault, είχε την άποψη πως όπου υπάρχει εξουσία, υπάρχει και
αντίσταση. Έτσι, στο πρώτο παράδειγμα, της φυλακής, μπορούμε να παρατηρήσουμε,
με βάση μάλιστα την κοινωνική εμπειρία, πως παρότι πρόκειται για έναν τόπο της
ολοκληρωτικής (εργαστηριακής) πειθαρχίας, έχει παράλληλα αποτελέσει τόπο
αντίστασης, απ’ τη μεριά των κρατουμένων, που συνοδεύτηκε από μια αγωνιστική
ευρηματικότητα και ένα συλλογικό ήθος που δε συναντάται συχνά, ακόμα και σε
άλλες μορφές κοινωνικών αγώνων. Απ’ την άλλη, στο δεύτερο παράδειγμα, είναι
σαφές πως δεν αρκεί η ύπαρξη αυτών των «ανεπίσημων» μορφών κοινωνικής
δραστηριότητας, για να επιτευχθεί το όραμα μιας χειραφετημένης κοινωνίας. Τα
υποκείμενα που εμπλέκονται σε αυτές τις διαδικασίες, συγκροτούνται σε ένα ευρύ
δίκτυο σχέσεων εξουσίας και εγκαλούνται ιδεολογικά από τις πολλαπλές κοινωνικές
δομές μέσα στις οποίες εντάσσονται. Υπ’ αυτήν την έννοια τα πρότυπα κοινωνικής
συμπεριφοράς που υιοθετούν δεν είναι καθόλου δεδομένο πως δεν τείνουν να
αναπαράγουν τα κυρίαρχα μοντέλα.
Με λίγα
λόγια αναδύεται ακόμα ένα πεδίο προβληματισμού. Μήπως τελικά οι ετεροτοπίες δεν
εξαντλούνται στη συζήτηση γύρω από τον εντοπισμό και τα χαρακτηριστικά
συγκεκριμένων τόπων; Μήπως πρέπει να επανεξεταστούν, υπό τη μορφή ορισμένων
κοινωνικών πρακτικών, που διαχέονται σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής; Κι αν
είναι έτσι, αυτό σημαίνει πως πρέπει να απολέσουν οποιοδήποτε στοιχείο χωρικής
οριοθέτησης, και να αμφισβητηθούν βασικά τους χαρακτηριστικά;
Ο Foucault, επανεξετάζουμε την τοποθέτησή του για
τις ετεροτοπίες, πηγαίνοντας ένα χρόνο πίσω απ’ τη διάλεξή που έδωσε στη λέσχη
αρχιτεκτονικών μελετών. Όταν δηλαδή το 1966 δημοσίευσε το βιβλίο του «Οι λέξεις
και τα πράγματα». Στην αγγλική μετάφραση του βιβλίου, λόγω της ύπαρξης
ομότιτλου στην ίδια γλώσσα, ο Foucault έπρεπε να επιλέξει ένα διαφορετικό όνομα
για το έργο του. ΄Ετσι, αποφάσισε να το ονομάσει «the order of things» (η τάξη
των πραγμάτων), που ίσως κάνει πιο σαφές το νόημα και τις προθέσεις του
βιβλίου. Στην εισαγωγή που έγραψε ο ίδιος, προσπαθώντας να περιγράψει το στόχο
του βιβλίου, φέρνει το παράδειγμα «μιας κάποιας κινέζικης εγκυκλοπαίδειας»που
χρησιμοποιεί σε ένα γραπτό του ο Borges. Εκεί περιγράφεται, μια «παρανοϊκή»
ταξινόμηση των ζώων, που ενδεικτικά εμπεριέχει τις εξής κατηγορίες: «α) όσα
ανήκουν στο Αυτοκράτορα, β) στα ταριχευμένα, γ) στα εξημερωμένα, δ) στα
χοιρίδια του γάλακτος, ε) στις σειρήνες, στ) στα μυθικά, ζ) στους ελεύθερους
σκύλους, η) σε όσα περιλαμβάνονται στην παρούσα ταξινόμηση, θ) σε όσα
παραδέρνουν σαν παλαβά κλπ»1. Ο Foucault,
παρότι όπως λέει ο ίδιος, διαβάζοντας αυτήν την ταξινόμηση τον πιάνουν τα
γέλια, μας καλεί να προβληματιστούμε πάνω «στη γυμνή αδυναμία μας να
σκεφτούμε αυτό το πράγμα»2, στα όρια δηλαδή
της δικής μας σκέψης, που κάνει αυτήν την ταξινόμηση να φαντάζει τελείως
παράλογη. Παρατηρεί, πως αυτό που μας ξενίζει, δεν είναι οι μεμονωμένες
κατηγορίες που προτείνει η κινέζικη εγκυκλοπαίδεια, αλλά η σχέση τους, το
γεγονός δηλαδή πως αυτές οι άσχετες μεταξύ τους κατηγορίες συμπεριλαμβάνονται
σε μία κοινή ταξινόμηση. Ο Foucault χαρακτηρίζει την εγκυκλοπαίδεια του Borges,
ως ετεροτοπία. Φέρνοντάς μας στο μυαλό την τρίτη αρχή της ετεροτοπολογίας του («η
ετεροτοπία έχει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσει σε έναν πραγματικό τόπο πολλούς
χώρους, πολλές θέσεις οι οποίες από μόνες τους είναι ασύμβατες»), στην
πραγματικότητα αυτό που προσπαθεί, είναι να προκαλέσει τον καθορισμένο τρόπο με
τον οποίο σκεφτόμαστε και κρίνουμε, να θέσει υπό αμφισβήτηση την ορθολογικότητα
με την οποία αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Έτσι, μιλώντας για τις
ετεροτοπίες λέει:
«…υποσκάπτουν κρυφά τη γλώσσα, γιατί εμποδίζουν τον
κατονομασμό αυτού ή του άλλου, γιατί σπάζουν τα κοινά ονόματα ή τα περικλείουν,
γιατί καταστρέφουν από τα πριν τη σύνταξη, και όχι μόνο αυτή που οικοδομεί
φράσεις – αλλά και τη λιγότερο έκδηλη, που κάνει τις λέξεις και τα πράγματα
(τις μεν πλάι στις δε ή απέναντί τους) να στέκονται μαζί.»3
«οι ετεροτοπίες εξαντλούν τα λόγια, σταματούν τις
λέξεις στον εαυτό τους, αμφισβητούν ριζικά κάθε δυνατότητα μιας γραμματικής,
εξαρθρώνουν τους μύθους και καθιστούν στείρο το λυρισμό των φράσεων»4
Ουσιαστικά, για τον Foucault, αυτό που κάνουν οι ετεροτοπίες στο
«Οι λέξεις και τα πράγματα» είναι πως μέσα από την παράλογη αταξία τους, στην
πραγματικότητα αποκαλύπτουν την τάξη πάνω στην οποία δομείται ο ορθός λόγος και
η νοητική αναπαράσταση της πραγματικότητας, που χαρακτηρίζει την παραγωγή της
γνώσης στους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς. Με λίγα λόγια, οι ετεροτοπίες
εδώ φαίνεται να αποτελούν (νοητικούς) τόπους που αναδεικνύουν (προκαλώντας)
σύμφωνα με ποια τάξη συγκροτείται η γνώση. Μπορούμε ίσως να δούμε μία συγγένεια
με αυτό που ονομάζει ο Soja thirding-as-othering και thirdspace αν
λάβουμε υπόψη μας μερικές ακόμα διατυπώσεις που κάνει ο Foucault στο κείμενο
της εισαγωγής.
«Ανάμεσα στο ήδη κωδικοποιημένο βλέμμα και την
στοχαστική γνώση υπάρχει μια διάμεση περιοχή που ελευθερώνει την τάξη στο ίδιο
της το είναι…»5
«Έτσι η “διάμεση” αυτή περιοχή, στο μέτρο που
φανερώνει τους τρόπους ύπαρξης της τάξης, μπορεί να παρουσιαστεί ως η πιο
θεμελιώδης: ως προγενέστερη απ’ τις λέξεις, απ’ τις αντιλήψεις και τις
χειρονομίες, που τότε λογίζονται ότι τη μεταφράζουν λίγο – πολύ πιστά και
εύστοχα (να γιατί αυτή η εμπειρία της τάξης, στο συμπαγές και πρωταρχικό είναι
της, παίζει πάντα κρίσιμο ρόλο), είναι πάντα πιο στέρεα, πιο αρχαϊκή, λιγότερο
αμφίβολη, πάντα πιο “αληθινή” από τις άλλες θεωρίες που δοκιμάζουν να τους προσδώσουν
μιαν ρητή μορφή, μιαν εξαντλητική μορφή, μιαν εξαντλητική εφαρμογή, ή ένα
φιλοσοφικό θεμέλιο. Έτσι, σε κάθε πολιτισμό, ανάμεσα σε αυτό που θα μπορούσαμε
να αποκαλέσουμε διατακτικούς κώδικες και στους στοχασμούς για τη τάξη υπάρχει η
γυμνή εμπειρία της τάξης και των τρόπων ύπαρξής της.»6
Εδώ, οι ετεροτοπίες, ως διάμεσες περιοχές, φαίνεται να αντλούν
το νόημά τους μέσα απ’ τη σχέση τους με την τάξη. Ο Foucault, έχει δείξει, μέσα
απ’ τις αναλύσεις του, πως οι «διαταράξεις» της τάξης, και πιο συγκεκριμένα των
μορφών γνώσης, εξουσίας και αλήθειας, δεν τείνουν γενικά προς μία «προοδευτική»
κατεύθυνση, μία ουδέτερη εξέλιξη, μία ολοκλήρωση. Μάλλον το αντίθετο μπορούμε
να εξάγουμε σαν συμπέρασμα από το έργο του. Ο Foucault αφιερώνει, πολλές
μελέτες στην προσπάθεια να αποδομήσει το «ανθρώπινο» και κοινωνικά ανώτερο
πρόσωπο της εποχής του Διαφωτισμού. Επιδιώκει να δείξει, πως η αμφισβήτηση
παλαιότερων μορφών γνώσης (π.χ. μεταφυσική) συνδυάζεται με νέες μορφές
κυριαρχίας, πιο βαθιές, πιο λεπτομερείς και πιο σταθερές, και δεν είναι το
αποτέλεσμα μιας γενικόλογης προόδου του «ανθρώπινου πνεύματος». Έτσι, στην
εισαγωγή του 1966, ενώ απ’ τη μία και ο ίδιος φαίνεται να συμφωνεί με μία πιο
«ελαστική» ερμηνεία των ετεροτοπιών (όσον αφορά το ερώτημα της χωρικής τους οριοθέτησης),
απ’ την άλλη δεν τις αντιμετωπίζει μονοσήμαντα, ως τόπους (είτε νοητικούς είτε
πραγματικούς) που a priori γεννούν την αμφισβήτηση, προς όφελος μιας προοπτικής
χειραφέτησης. Μάλλον, θα μπορούσαμε να πούμε, πως τις περιγράφει ως τόπους –
ρήγματα. Τόπους στους οποίους, εν δυνάμει, μπορεί να γεννηθεί το έτερο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Foucault, M. 1984. «Περί αλλοτινών χώρων (des espaces autres),
Ετεροτοπίες» (σελ. 1) Το κείμενο γράφτηκε στην Τυνησία το 1967 και
δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1984. Μισελ Φουκώ, Ομιλίες και Γραπτά, Περί
αλλοτινών χώρων (διάλεξη στη λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών, 14 Μαρτίου 1967).
Architecture, Mouvement, Continuiti, τ. 5, σελ. 46-49
2.
. Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres)
(1967), Ετεροτοπίες ο.π. (σελ.
4) – 2. Harvey, D. 2007. Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας, Αθήνα: Μεταίχμιο (σελ. 63-65) – 3. Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας ο.π. (σελ. 65) – 4. Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres)
(1967), Ετεροτοπίες ο.π. (σελ.
4) – 5. Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres) (1967), Ετεροτοπίες ο.π. (σελ. 5) – 6. Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres)
(1967), Ετεροτοπίες ο.π. (σελ.
6) – 7. Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres) (1967), Ετεροτοπίες ο.π. (σελ. 7) – 8. Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres)
(1967), Ετεροτοπίες ο.π. (σελ.
7) – 9. Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres) (1967), Ετεροτοπίες ο.π. (σελ. 8) – 10. Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres)
(1967), Ετεροτοπίες ο.π. (σελ.
9) – 11. Σταυρίδης, Σ. Οι χώροι της ουτοπίας και η ετεροτοπία, στο κατώφλι της σχέσης με
το διαφορετικό (σελ. 55)
3.
Φουρτούνης Γ. 2009 «Η απορία του υποκειμένου: Φουκό, Αλτουσέρ,
Μπάτλερ» Σύγχρονα Θέματα, τ. 106 (σελ. 2) – 2. Althusser,
L. 1999. «Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους» στο Θέσεις,
Αθήνα: Θεμέλιο. (σελ. 99) – 3. Foucault, M. 1976. Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής
Αθήνα: Κέδρος. (σελ. 256) – 4. Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής
ο.π. (σελ. 267) – 5. Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής
ο.π. (σελ. 188) – 6. Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής
ο.π. (σελ. 188) – 7. Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής
ο.π. (σελ. 232) – 8. Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres)
(1967), Ετεροτοπίες ο.π. (σελ. 4)
– 9. Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής ο.π. (σελ. 266) – 10. Doron, G. 2008. «”…those marvellous
empty zones on the edge of our cities”: Heterotopia and the “dead zone”» στο Heterotopia
and the city. Public space in a postcivil society, Michiel Dehaene, Lieven De Cauter (επιμ.)
Λονδίνο: Routledge
4.
Foucault, M. 2008. Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία
των επιστημών του ανθρώπου,
Αθήνα: Γνώση. (σελ. 1) – 2. Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του
ανθρώπου, ο.π. (σελ. 1) – 3. Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία
των επιστημών του ανθρώπου,
ο.π. (σελ. 14) – 4. Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του
ανθρώπου, ο.π. (σελ. 15) – 5. Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία
των επιστημών του ανθρώπου,
ο.π. (σελ. 18) – 6. Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του
ανθρώπου, ο.π. (σελ. 18 – 19) – 7. Genocchio, B. 1995. «Discourse,
Discontinuity, Difference: The Question of “Other spaces”» στο Postmodern
Cities and Spaces,
Watson S. και Gibson C. (επιμ.),
Λονδίνο: Blackwell (σελ. 39)
ΠΗΓΗ: akea
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου