Ελύτης, Ρίτσος, Σεφέρης, Βάρναλης
Η ελληνική γλώσσα, στις ποικίλες φάσεις της, καλλιεργεί την ποίηση επί τρεις χιλιετίες. Μπορούμε να καυχιόμαστε γι’ αυτό, αρκεί ο ύμνος της ποιήσεως να μην καταντάει ύπνος εξ οιήσεως. Γιατί αυτοκαταστρεφόμαστε πνευματικά, όταν επιτρέπουμε στην καύχηση να παίρνει τη μορφή του αυτοβαυκαλισμού. Τίποτε δεν επιτρέπει την πεποίθηση ότι ήμασταν ανέκαθεν και παραμένουμε λαός ποιητών, και ότι ποιητικά δόγματα του τύπου «στον παράδεισο μιλούν ελληνικά» είναι κάτι ουσιωδέστερο από ευφυολογήματα. Τίποτε δεν επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε αλαζονικά την ποίηση των άλλων γλωσσών, εκτός και αποφασίσουμε ότι ο Σαίξπηρ, ο Δάντης ή ο Γκαίτε δεν αξίζουν ούτε καν για κάποιο 17ο Βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας. Αλλά και τίποτε δεν επιτρέπει να δηλώνουμε βέβαιοι ότι καταλαβαίνουμε αυτόματα την ποίηση των αρχαίων Ελλήνων επειδή στον λόγο μας διασώζονται πολλές λέξεις τους. Οι γλώσσες δεν είναι αθροίσματα λέξεων.
Η νεοελληνική ποίηση είναι σπουδαία, και δικαιούται να καυχιέται και γι’ αυτό, όχι μόνο χάρη στους λιγοστούς κορυφαίους της, αλλά και επειδή δίπλα τους, συχνά στη σκιά τους, υπηρέτησαν την ποίηση πάμπολλοι αξιολογότατοι «ελάσσονες». Εδώ, πάντως, ο λόγος αφορά τέσσερις από τους μείζονες. Αφορμή το βιβλίο της δημοσιογράφου Εύας Νικολαΐδου
«Οι γυναίκες μιλούν: Οι μεγάλοι ποιητές μέσα από τα μάτια των γυναικών που έζησαν κοντά τους - Ελύτης, Ρίτσος, Σεφέρης, Βάρναλης» (εκδ. Καπόν, 2018). Τίτλος και περιεχόμενο εναρμονίζονται με τα προηγούμενα βιβλία της Νικολαΐδου, στρατευμένα όλα στην προβολή του γυναικείου λόγου. Η ύλη του βιβλίου, πλούσια εφοδιασμένου με φωτογραφικό υλικό, απαρτίζεται από συνεντεύξεις των ετών 1983-2017. Χωρίς το αγενές άγχος των «μεγάλων αποκαλύψεων» και του ρηχού εντυπωσιασμού, η συγγραφέας, με την πρέπουσα διακριτικότητα, συνομιλεί με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, σύντροφο του Οδυσσέα Ελύτη, τη Φαλίτσα και την Ερη Ρίτσου, σύζυγο και κόρη του Γιάννη Ρίτσου, την Αννα Λόντου, κόρη της Μαρώς Σεφέρη και θετή κόρη του ποιητή, και την Ευγενία Βάρναλη, θετή κόρη του Κώστα Βάρναλη. Για να αναδειχθούν όχι τόσο «μυστικά» της δημιουργίας τους όσο πτυχές του καθημερινού χαρακτήρα τους.
Κανενός λογοτέχνη το έργο δεν είναι μονοσήμαντη μετάφραση του βίου του. Ετσι κι αλλιώς, κανενός ανθρώπου η ζωή δεν είναι άθροισμα επεισοδίων, εντάξιμων σε μιαν αφηγηματική ακολουθία. Δεν υπάρχει κενό ανάμεσα στα επεισόδια. Δεν υπάρχει ένα πνευματικό και συναισθηματικό κενό που δεν αφήνει ίχνη στο χαρτί της ψυχής, εξίσου σοβαρά με τα ίχνη που αφήνουν όσα γεγονότα αποκαλούμε σημαδιακά. Η ζωή μας, και των λογοτεχνών η ζωή, των άσημων και των διάσημων, δεν απαρτίζεται αποκλειστικά από κορυφές· υπάρχουν ευτυχώς και οι κοιλάδες, και τα επίπεδα, ομαλά διαστήματα, που αποτελούν ύλη προς λογοτεχνική μεταστοιχείωση όσο και οι κορυφώσεις. Οπωσδήποτε, τα ισχυρά βιώματα, και μάλιστα τα ασυνήθιστα, αποβαίνουν καθοριστικά, βαθαίνουν την καλλιτεχνική συνείδηση του καθενός και διαμορφώνουν τον ιδιασμό της φωνής του, τον τόνο της. Και πάλι όμως, δίχως το δαιμόνιο της ποίησης, δίχως τη φαντασία και την επινοητικότητα, τα βιώματα θα έμεναν αδρανή ή θα μιλούσαν σε μια γλώσσα τραυλή, ατελή. Τον Σεφέρη δεν τον έκανε ποιητή μόνο η πληγή του ξεριζωμού, ούτε τον Ρίτσο μόνο η πληγή της εξορίας. Αν αρκούσε ένα ερωτικό δράμα, όσο σοβαρό, μια περιπέτεια υγείας, όσο σοβαρή, και μια δυσμενής μετάθεση (ή γενικότερα ένα αίσθημα αδικίας, εύλογο ή αυθαίρετο), θα είχαμε πολλούς καρυωτάκηδες αλλά όχι τον Κώστα Καρυωτάκη.
Σημαίνουν άραγε όλα αυτά ότι η «καθαρή» ανάγνωση της λογοτεχνίας αδιαφορεί για τις πληροφορίες τις σχετικές με τον ίδιο τον βίο του λογοτέχνη; Κάθε άλλο. Θα τις συμπεριλάβει στα εργαλεία της, θα τις συνεκτιμήσει, μόνον εν μέρει όμως και υπό όρους. Για τον αναγνώστη, για όποιον σκοπεύει στη γραμματολογική αποτίμηση και για όποιον αποβλέπει στην προσωπική του απόλαυση, τίποτε δεν περισσεύει. Φυσικά και μας ενδιαφέρουν οι ειδήσεις για τη ζωή ενός γραφιά, είτε τις παρέχει ο ίδιος, με τα ημερολόγια και τις επιστολές του, είτε οφείλονται σε κάποιον τρίτον, έναν εξ αίματος ή πνεύματος συγγενή του, που τον συγχρωτίστηκε για λίγο ή πολύ, ή έναν ερευνητή βιογράφο.
Μολαταύτα, δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι πληροφορίες αυτές είναι ο μοναδικός και αναντικατάστατος προβολέας που θα φωτίσει πλήρως το λογοτεχνικό έργο. Οσο προνομιακοί συνομιλητές του λογοτέχνη κι αν υπήρξαν οι πληροφοριοδότες μας, το προνόμιό τους δεν επεκτείνεται και στη μεθερμήνευση της δουλειάς του. Θα μας ξεναγήσουν στο εργαστήριό του ή στην κουζίνα του, πιθανότατα με επάρκεια και ευγένεια, θα λύσουν απορίες μας (λ.χ. κρυπτικούς συμβολισμούς που ανθίστανται ιδιαίτερα στην αποκωδικοποίηση), θα ενισχύουν τον ερμηνευτικό μας εξοπλισμό, αλλά τη συνταγή του θαύματος δεν θα μας τη δώσουν. Για πολλούς ποιητές της αρχαιότητας δεν γνωρίζουμε τίποτε το ασφαλές ή έχουν φτάσει ώς εμάς μονάχα λιγοστές αντιφατικές ειδήσεις. Αυτό όμως δεν εμποδίζει την ανάγνωσή μας ούτε μειώνει την τέρψη που προσφέρει.
Η ίδια λογική, ανέκαθεν ισχυρή στο γραμματολογικό πεδίο, μας ψιθυρίζει ότι δεν δικαιούμαστε να πιστεύουμε ότι ένας λογοτέχνης είναι ο αυθεντικός ερμηνευτής του εαυτού τους, ο βλοσυρός ή πρόθυμος κλειδούχος του νοήματος της δουλειάς του. Θα λάβουμε υπόψη μας την αυτοανάγνωσή του, όπως συντίθεται με εξωλογοτεχνικές αναφορές του αλλά και με τον ενδολογοτεχνικό αυτοσχολιασμό του, θα συνεκτιμήσουμε την εικόνα που σχημάτισε ο ίδιος για τα γραφτά του, αλλά, και πάλι, μόνον εν μέρει και υπό όρους.
Θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε κοινά γνωρίσματα που μοιράζονται ανά ζεύγη οι τέσσερις ποιητές, πέρα από τα προφανή, τα πολιτικά. Σεφέρης και Βάρναλης, λ.χ., διασταυρώνονται στην καλλιέργεια και του σατιρικού λόγου, πέραν του λυρικού, στα ίχνη του Σολωμού αλλά και του Παλαμά. Ή πάλι, Ελύτης και Ρίτσος διασταυρώνονται στην εσωτερική αντιμαχία τους με τον Καρυωτάκη ή τον καρυωτακισμό, με διαφορετικό οπλισμό ο καθένας τους. Κοινά γνωρίσματα των τεσσάρων η πλούσια δημοτική τους και η πραγματωμένη αγάπη τους και για την ανώνυμη λαϊκή ποίηση και για την αρχαιοελληνική. Οι τρεις δοκιμάστηκαν και ως μεταφραστές των αρχαίων, ενώ ο τέταρτος, ο Ρίτσος, συνέθεσε πολλά αρχαιόθεμα ποιήματα. Μένω, ωστόσο, σε ένα άλλο κοινό τους σημείο. Ο Ελύτης, λέει η Ηλιοπούλου, «πίστευε ότι η μόνη και η μεγαλύτερη δωρεά που έχει ο άνθρωπος είναι η ζωή». «Η ζωή», θυμάται η Ερη Ρίτσου ότι τους έλεγε ο πατέρας της, «είναι θείο δώρο και όσα υπομένει κανείς αφήνουν πίσω τους ένα κέρδος». «Η επίδραση της μητέρας του», γράφει η Νικολαΐδου για τον Σεφέρη, φαίνεται από το ακόλουθο μικρό κειμενάκι: ‘‘Σ’ αυτή τη δική μας ζωή, την αναφαίρετη και τη μοναδική, πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε το θαύμα’’». Οσο για τον Βάρναλη, ο λυρικός διονυσιασμός του είναι πλήρης ύμνος της ζωής, όσο δύσκολης. Και οι τέσσερις σαν να ξανατονίζουν τον στίχο του Σολωμού: «Δεν το ’λπιζα να ’ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο».
kathimerini.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου