Ο Μπομπ Γουίλσον για τον... Μπομπ Γουίλσον

 
 
Ο χρόνος μετρά αντίστροφα πια για την περισσότερο αναμενόμενη παράσταση της χρονιάς, την σκηνική εκδοχή ενός από τους σημαντικότερους θεατράνθρωπους της εποχής μας, του Αμερικανού Μπομπ Γουίλσον, για το σημαντικότερο κείμενο της δυτικής λογοτεχνίας, την ομηρική Οδύσσεια. Αν και το τρίτο κουδούνι για την επίσημη πρεμιέρα στην Κεντρική Σκηνή του Κτηρίου Τσίλλερ της οδού Αγ. Κωνσταντίνου θα χτυπήσει το απόγευμα της Παρασκευής 26 Οκτωβρίου, κατά την παρουσίαση της παράστασης από τον ίδιο, σε συνέντευξη Τύπου, έδωσε την ευκαιρία στον διάσημο σκηνοθέτη να δώσει ένα masterclass για τον τρόπο που δουλεύει και αντιλαμβάνεται το θέατρο...


 






"Ο λόγος για τον οποίο εργάζομαι ως καλλιτέχνης είναι για να θέτω ερωτήματα"

 Ένα φορμαλιστικό θέατρο
"Το θέατρο που προσπαθώ να δημιουργήσω είναι φορμαλιστικό" είπε. "Θα ήταν, πιστεύω, παράλογο να αντιμετωπίσω ένα θέμα όπως η Οδύσσεια, που ανήκει σε έναν άλλο κόσμο, με τους τρόπους του νατουραλιστικού ή του ψυχολογικού θεάτρου. Η Οδύσσεια είναι ένα φανταστικό ταξίδι, ένα ταξίδι του νου...
Η δουλειά μου είναι κατά κύριο λόγο οπτική, οπότε την Οδύσσεια μπορεί να την παρακολουθήσει το κοινό οποιασδήποτε χώρας, ανεξαρτήτως της κατανόησης της γλώσσας, αρκεί να ακολουθήσει τις εικόνες".
Με αφορμή όμως την Οδύσσεια (με την υπόθεση της οποίας είχε ασχοληθεί πρόσφατα, σκηνοθετώντας την Επιστροφή του Οδυσσέα του Κλάουντιο Μοντεβέρντι για τη Σκάλα του Μιλάνου), ο Μπομπ Γουίλσον αναφέρθηκε εκτενώς στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει: "Όταν καταπιάνομαι με ένα έργο πρώτα δουλεύω τις σκηνές μέσα στη σιωπή, έτσι ώστε να μπορώ να δω την εικόνα του. Μονάχα αργότερα τοποθετώ το κείμενο πάνω στις εικόνες.
Ό,τι βλέπουμε συχνά στα θέατρα είναι επιφανειακό, διακοσμητικό. Κι όμως, ό,τι βλέπουμε είναι εξίσου σημαντικό με αυτό που ακούμε, όπως επίσης αυτό που βλέπουμε δεν είναι απαραίτητο να ακολουθεί πάντα αυτό που ακούμε. Η οπτική αίσθηση είναι διαφορετική από την ακουστική.
Συχνά επικεντρωνόμαστε στο κείμενο, στα λόγια. Στο δικό μου θέατρο αυτό που βλέπουμε και αυτό που ακούμε είναι εξίσου σημαντικά. Είναι δύο διαφορετικά, αλλά ισότιμα μέρη. Όταν σκηνοθετώ είναι σαν να φτιάχνω μια βωβή ταινία, έτσι είμαι ελεύθερος να φανταστώ τους ήχους της. Αλλά είναι και σαν να παρακολουθώ θέατρο στο ραδιόφωνο: ακούω το κείμενο και φαντάζομαι τις σκηνές.
Πρώτα λοιπόν δουλεύω με την κίνηση, τα φώτα, τα αντικείμενα, όλα τα οπτικά στοιχεία. Στη συνέχεια ακούω το κείμενο, συχνά με κλειστά μάτια, χωρίς να βλέπω τους ηθοποιούς, ώστε να συγκεντρώνομαι στην ακρόαση του κειμένου.
Αν παρατηρήσετε, όταν παρακολουθούμε τηλεόραση έχοντας κλείσει τον ήχο, αρχίζουμε να βλέπουμε πιο προσεκτικά, να 'διαβάζουμε' την εικόνα. Από την άλλη, όταν πηγαίνουμε π.χ. στην όπερα και κλείσουμε τα μάτια, αρχίζουμε να ακούμε καλύτερα.
Η πρόκληση για μένα, ως σκηνοθέτη, είναι με ποιον τρόπο αυτό που βλέπουμε στη σκηνή θα ακούγεται καλύτερα όταν τα μάτια μου θα είναι κλειστά. Αν αυτό που βλέπω με βοηθάει να επικεντρωθώ σε αυτό που ακούγεται.
Η δουλειά μου, λοιπόν, μοιάζει κάπως με το επικό θέατρο του Μπρεχτ, όπου όλα τα στοιχεία είναι εξίσου σημαντικά, η σκηνογραφία, οι χειρονομίες, οι φωτισμοί και οι αλλαγές τους, το κείμενο...

Η πορεία ενός σταρ της αβάν-γκαρντ
Ο Ρόμπερτ Γουίλσον γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1941 στο Γουάκο, μια μικρή πόλη του Τέξας και αρχικά σπούδασε εκεί διοίκηση επιχειρήσεων. Το 1963 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική και ζωγραφική, δύο τέχνες που έχουν επηρεάσει καθοριστικά την σκηνοθετική αντίληψή του για το θέατρο, καθώς οι παραστάσεις του είναι αρχιτεκτονικά δομημένες και αποτελούν σε μεγάλο βαθμό και εικαστικές περφόρμανς.
Ο ίδιος λέει σε μια διάλεξή του για τα πρώτα του βήματα και τις επιρροές που τον καθόρισαν: "Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη του Τέξας. Δεν είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ κάποιο μουσείο, γιατί εκεί δεν υπήρχε κανένα. Μόνο όταν μετακόμισα στη Νέα Υόρκη, στις αρχές της δεκαετίας του ʼ60, προκειμένου να σπουδάσω αρχιτεκτονική και ζωγραφική, άρχισα να συχνάζω σε μουσεία και θέατρα. Πήγα στο Μπροντγουέι, όμως το θέαμα δεν μου άρεσε. Πήγα και στην όπερα, ούτε κι αυτή μου άρεσε. Σε μεγάλο βαθμό τίποτε από τα δύο δεν μου αρέσει ακόμη και σήμερα. Τότε είδα τη δουλειά του Ζωρζ Μπαλανσίν στο New York City Ballet, που μου άρεσε πάρα πολύ, λόγω του χώρου που δημιουργούσε. Του πνευματικού και του φανταστικού χώρου. Η δουλειά του ήταν δομημένη με κλασικό τρόπο και ερμηνευμένη φορμαλιστικά. Ο χορός έβγαινε από μέσα από τους χορευτές, κάτι που επέτρεπε στο κοινό να τους πλησιάσει χωρίς να απαιτεί την ένταση της προσοχής του. Μου άρεσε γιατί μπορούσα να ακούσω τη μουσική και γιατί μπορούσα να δω κάτι. Αυτό που έβλεπα με βοηθούσε να ακούω και αυτό που άκουγα με βοηθούσε να βλέπω. Έτσι, ο χορός ήταν το πρώτο στοιχείο που επέδρασε στη δουλειά μου".
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1969, παρουσιάστηκαν στη Ν. Υόρκη δύο παραγωγές του που άρχισαν να εδραιώνουν τη φήμη του: τα The King of Spain και The Life and Times of Sigmund Freud. Το 1971 συγκέντρωσε διθυραμβικές κριτικές για τη "βουβή όπερα" Deafman Glance, που συνδημιούργησε με ένα ταλαντούχο κωφάλαλο αγόρι, τον Ρέιμοντ Άντριους, τον οποίο είχε υιοθετήσει. Γι' αυτή τη δουλειά του ο Αραγκόν έγραψε, όταν παρουσιάστηκε στο Παρίσι: "είναι ό,τι εμείς οι σουρεαλιστές ονειρευτήκαμε ότι θα ερχόταν μετά από μας"...
Έχοντας πια αναγνωριστεί ως εξέχουσα μορφή της νεοϋορκέζικης αβάν-γκαρντ, παρουσίασε το 1976 σε συνεργασία με τον Φίλιπ Γκλας τη μνημειώδη όπερα Einstein on the Beach, που κατάφερε να ανατρέψει τις αντιλήψεις για την παρακμή του είδους. Στη συνέχεια δούλεψε σταθερά με ευρωπαϊκά θέατρα και όπερες, όπως η βερολινέζικη Σαουμπίνε ή το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.
Μολονότι αποτελεί έναν "ροκ σταρ" της θεατρικής σκηνής, ο Μπομπ Γουίλσον δεν παραλείπει να δηλώσει ότι "Ο λόγος για τον οποίο εργάζομαι ως καλλιτέχνης είναι για να θέτω ερωτήματα". Για τις απαντήσεις θα πρέπει να περιμένουμε έως τις 26 Οκτωβρίου...


 
 
 
 
ΠΗΓΗ: Η ΑΥΓΗ, Κακουριώτης Σ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέρεται ότι: Το χαγιάτι στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τούρκικο

Το άλογο κοιμάται όρθιο!