Αμπελάκια: Εκεί που κατάλαβαν ότι όλοι μαζί μπορούν να πετύχουν και δημιούργησαν τον πρώτο Συνεταιρισμό. «Το πρώτο Αλληλέγγυον»

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΗ






Κατά το 18ο αιώνα είχαν αναπτυχθεί σε κάποια χωριά στις παρυφές του Ολύμπου, στα χωριά του Πηλίου και της ανατολικής Θεσσαλίας, βιοτεχνικές δραστηριότητες στον αγροτικό χώρο, κυρίως η νηματουργία και η βαφική, που σταδιακά αποτέλεσαν την κύρια ασχολία των κατοίκων. Σε συνθήκες σχετικής ασφάλειας δίπλα στους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους σε κάποια χωριά από αυτά, ανοικτά ήδη στον έξω κόσμο λόγω της παραγωγής μεταξιού, προχώρησαν ένα βήμα παραπάνω επιχειρώντας την κατασκευή και εμπορία κόκκινου βαμβακερού νήματος. Αρχικά τα κεφάλαια προέρχονταν από τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και μεταφυτεύτηκαν στη βιοτεχνία.

Διασημότερο από τα χωριά αυτά είναι τα Αμπελάκια, που στην ακμή τους αριθμούσαν 550 σπίτια και σύμφωνα με τον Γάλλο πρόξενο, έμοιαζαν μάλλον με κωμόπολη της Ολλανδίας, παρά με χωριό της Τουρκίας΅. Η επιτυχία τους βασίστηκε σε μια τεχνική βαφής που προσέδιδε περισσότερη λάμψη στο νήμα και είχε μεταφερθεί εκεί από ντόπιους που δούλευαν στη Λάρισα.


Ως βασική ύλη για τη βαφή των νημάτων χρησιμοποιούσαν το φυτό ριζάρι ή ερυθρόιδανο, το οποίο χάριζε στα νήματα έντονο και στιλπνό κόκκινο χρώμα. Η νηματοποίηση του βαμβακιού δεν γίνονταν σε εργαστήρια αλλά σε σπίτια και η αμοιβή ήταν με το κομμάτι, ενώ στα νηματαοβαφεία, τους κιρχανέδες, γινόταν η βαφή. Στη συνέχεια, χάρη σε ένα εμπορικό δίκτυο που λειτουργούσε στις μεγαλύτερες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης, το νήμα διοχετεύονταν ως πρώτη ύλη στη γερμανική βιομηχανία, με κέρδη που έφταναν το 60%-100%.

Προκειμένου να αποφύγουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, και να πετύχουν την αύξηση και ποιοτική αναβάθμιση της παραγωγής, την οικονομική ενίσχυση των μελών τους και την οργάνωση δικτύου των προϊόντων στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. οι οικοτεχνίες το 1777 συνενώθηκαν σε Συντροφιές. Έτσι στο χώρο αυτό έχουμε την δημιουργία του πρώτου Συνεταιρισμού . Το 1778 οι πέντε κυριότερες συνέστησαν την ΅Κοινή Συντροφιά και Αδελφότητα των Αμπελακίων΅ . Το ελάχιστο ποσό συμμετοχής ήταν 5000 πιάστρα και το ανώτερο 200.000. Πρόκειται για μεγάλο ποσό αν κανείς σκεφτεί ότι την ίδια περίοδο ο κεφαλικός φόρος ανέρχονταν σε 6 πιάστρα. Προκείμενου να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα χρήματα, οι εργάτες ένωναν τις αποταμιεύσεις τους, συστήνοντας με τον τρόπο αυτό επιμέρους εταιρείες οι οποίες συμμετείχαν στη μεγάλη Συντροφιά. Βασικός πρωτεργάτης της δημιουργίας της ΅Κοινής Συντροφιάς και Αδελφότητας των Αμπελακίων΅ ήταν ο Γεώργιος Μαύρος ή Σβάρτς (schwartz), ο οποίος διετέλεσε ισόβιος ΅διοικητής και επιστάτης΅ της. Στο αρχοντικό του στεγάζονταν βασικές λειτουργίες της Συντροφιάς, όπως η φύλαξη των χρημάτων, οι συναλλαγές των μελών.
Γρήγορα τα Αμπελάκια αναδείχτηκαν σε οικονομικό κέντρο της περιοχής και ο πλούτος έφερε πολιτιστική άνθηση. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, λόγω εσωτερικών αντιθέσεων, άρχισε σταδιακά η παρακμή του συνεταιρισμού.

Η κοινή εταιρεία διαλύθηκε το 1794, για να ανασυσταθεί άλλες δύο φορές μέχρι το 1812 οπότε, υπό την πίεση της αγγλικής βιομηχανίας και άλλων συγκυριακών γεγονότων διαλύθηκε οριστικά.

Επισκεπτόμενοι τα Αμπελάκια σήμερα διαπιστώνουμε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της εποχής του 18ου αιώνα, από τα αρχοντικά που διατηρούνται αλλά και από τα νέα όπου είναι εμφανείς οι αρχιτεκτονικοί επηρεασμοί.

Κυρίως ανήκουν στον τύπο του βορειοελλαδίτικου σπιτιού, είναι δηλαδή πυργοειδείς κατασκευές.


.


Τα σπίτια των πλούσιων κοτζαμπάηδων και εμπόρων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν πραγματικά αρχοντικά που προκαλούσαν τον θαυμασμό των ξένων περιηγητών. Όμως για να μην προκαλούν τους Τούρκους οι Έλληνες φρόντιζαν επιμελώς να αποκρύπτουν τον πλούτο και την μεγαλοπρέπεια των αρχοντικών από την εξωτερική πλευρά.
Έτσι η εξωτερική εμφάνιση ακόμη και των πιο αρχοντικών ελληνικών σπιτιών της τουρκοκρατίας δεν μαρτυρούσε την πολυτέλεια του εσωτερικού τους. Αυτή όμως η βασική αρχή δεν τηρήθηκε στα χωριά του Πηλίου και στα Αμπελάκια, όπου η ανάπτυξη της υφαντουργίας και της βαφικής προσπόρισε μεγάλα κέρδη στους κατοίκους¨ μεταβληθείσης της χρηματικής καταστάσεως των επί κρείττω, αντί να κρύψωσι ταύτην οι τότε και επί Βελή πασά κατά τον φρόνιμον πρόνοιαν των πάλαι Χριστιανών, ανυψώσαντες τας χαμηλάς κατοικίας των εις παλάτια, οφείλκυσαν τα φθονερά βλέμματα αυτού του πασά, ώστε με τα βαρέα δοσίματα και διά τας μεσολαβησάσας χρεοκοπίας, κατεδαφίσθησαν και τα βαφεία, και ηφανίσθησαν, ως και οι γείτονές των Αμπελακιώται΅.








Οι πρώιμοι οχυροί πύργοι είχαν σχεδόν τετράγωνη κάτοψη. Το ισόγειο και το δώμα τους συχνά στεγάζονταν με θόλο, ενώ όλα τα ενδιάμεσα επίπεδα διέθεταν ξύλινη κατασκευή. Ο πύργος είχε επάλξεις στο άνω άκρο, την καταχύστρα που προστάτευε την είσοδο και άφθονες πολεμίστρες. Οι πύργοι μπορούσαν να χρησιμεύσουν για μόνιμη διαμονή, εφοδιασμένοι με τζάκια σε διάφορα επίπεδα ενώ δεν υπήρχαν εσωτερικά χωρίσματαΑργότερα το ψηλότερο μέρος του πύργου άρχισε να ξεχωρίζει από το υπόλοιπο κτίσμα, με διάφορες προεξοχές (σαχνισιά) καθώς και με περισσότερα παράθυρα.
Τέτοια παραδείγματα σώζονται σε περιορισμένο αριθμό στο Πήλιο. Από το πολυώροφο αυτό πυργόσπιτο σε συνδυασμό με τις αστικές επιδράσεις προήλθε ο διώροφος ή τριώροφος τύπος του αρχοντικού σπιτιού.
Ενώ η βάση του αρχοντικού διατηρεί τον αμυντικό χαρακτήρα του πύργου, το περίγραμμα του είναι πολύ πιο ελεύθερο, οπότε μπορεί να αποκτήσει ιδιαίτερες κεραίες γύρω από έναν κεντρικό χώρο, τον ηλιακό ή δοξάτο, ο οποίος βρίσκεται στον υψηλότερο όροφο του σπιτιού. Το ισόγειο αποτελείται από αποθηκευτικούς χώρους (Ζαγορά) μαζί με μαγειρειό ( Αμπελάκια).
Ανάμεσα στον πρώτο όροφο κάποτε μεσολαβεί μεσοπάτωμα όπου βρίσκονται οι χώροι εργασίας.
Το περίγραμμα του τελευταίου ορόφου πάντα διαφέρει από τους χαμηλότερους, γιατί εδώ υπάρχει κατασκευαστικά η δυνατότητα να δημιουργηθούν πρόβολοι, τα σαχνισιά, έξω από τους χοντρούς τοίχους της βάσης του κτίσματος. Με αυτό τον τρόπο, το συχνά ακανόνιστο περίγραμμα του αρχοντικού, ορθογωνίζεται, ή ορισμένοι του χώροι του κερδίζουν πρόσθετη επιφάνεια.

Τα χωρίσματα στο ανώι καθώς και οι εξωτερικοί ελαφροί τοίχοι των σαχνισιών είναι λεπτοκατασκευασμένοι από ξύλινο σκελετό που επιχρίζεται από τις δύο πλευρές. Στο εσωτερικό των δωματίων υπάρχουν εντοιχισμένες ντουλάπες (μουσάτρες) για την αποθήκευση τροφίμων του ρουχισμού και πολύτιμων ειδών.
Κάποτε μπορεί μια μουσάντρα να διαθέτει υπερώο (δίπατο), από όπου οι γυναίκες παρακολουθούν αθέατες τη διασκέδαση των αντρών στο καθιστικό. Περιμετρικά τα δωμάτια (οντάδες) είναι επενδυμένα με ξυλόγλυπτα και οι τοίχοι φέρουν ζώνες με πλούσια ζωγραφική διακόσμηση. Η πολυτέλεια των ξυλεπενδύσεων και των τοιχογραφιών επηρεάζει τόσο τον θεατή, ώστε οδηγεί τη φαντασία του σε εικόνες μιας αφάνταστης χλιδής. Η διακόσμηση επεκτείνεται και στις οροφές, όπου η ξύλινη κατασκευή έχει στο κέντρο ρόδακα (κουμπές).
Χαρακτηριστικό στοιχείο επίσης του εσωτερικού ηλιακού είναι οι διακοσμητικοί φεγγίτες, πάνω από τα κανονικά παράθυρα, με πολύχρωμα κομμάτια γυαλί, μέσα στο γύψινο σκελετό, έτσι φωτίζονταν το εσωτερικό ακόμα και με κλειστά τα σκούρα. Η διακόσμηση κάποτε μεταφέρονταν στο εξωτερικό του αρχοντικού: στα καμπύλα γείσα κάτω από την προεξοχή της στέγης στα σαχνισιά.


Το αρχοντικό του Γεωργίου Σβάρτς.
Το αρχοντικό του Γεωργίου Σβάρτς αποτελεί εξαιρετικό δείγμα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα. Η ανέγερση του ξεκίνησε το 1787 και ολοκληρώθηκε το 1798.


Πρόκειται για ένα τριώροφο οίκημα με κάτοψη σε σχήμα Γ. Ανήκει στον τύπο του βορειοελλαδίτικου σπιτιού, είναι δηλαδή μια πυργοειδής κατασκευή με πρότυπα από τη φρουριακή αρχιτεκτονική, με ισόγειο και ημιώροφο λιθόκτηστους και όροφο κατασκευασμένο από ελαφρά υλικά και διάτρητο από μεγάλα ανοίγματα.

Η είσοδος του αρχοντικού στη νότια πλευρά του κτηρίου οδηγεί στη “μεσαυλή” του κατωγίου (ισογείου). Αριστερά βρίσκεται ο ΅χαζινές΅, το θολοσκέπαστο θησαυροφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν τα χρήματα και τα επίσημα έγγραφα της Συντροφιάς. Το πλακόστρωτο υπερυψωμένο τμήμα απέναντι από την είσοδο είναι ΅η επάνω αυλή΅, χώρος που χρησιμοποιούνταν για τις συνελεύσεις και τις συναλλαγές της συντροφιάς.


Από εδώ η σκάλα οδηγεί στο μετζοπάτωμα (ημιώρπφο), που αποτελούσε τη χειμωνιάτικη κατοικία της οικογένειας, με τρεις οντάδες (δωμάτια), ΅κρεβάτα΅ (καθιστικό), σοφά (χώρος ανοικτός προς την κρεβάτα με ελαφρά υπερυψωμένο δάπεδο)και βοηθητικούς χώρους.






Από την κρεβάτα του μετζοπατώματος, η οποία φωτίζεται από μεγάλα ξυλόφρακτα ανοίγματα, η ξύλινη σκάλα συνεχίζει στο ΅ξάνωγο΅(όροφο), το χώρο όπου διαβιούσε η οικογένεια κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.







Από την κεντρική κρεβάτα ανοίγονται στις τρεις πλευρές σοφάδες και στις τρεις γωνίες οντάδες, ¨ο οντάς του αετού΅, ο ΅μεσιακός΅ και ο ΅πράσινος΅. Ο όροφος αυτός προβάλει σε όλες τις πλευρές με σαχνισιά που διαμορφώνονται στους επιμέρους χώρους. Μεγάλα παράθυρα και πολύχρωμοι φεγγίτες στο πάνω μέρος των τοίχων χαρίζουν άπλετο φως.



Το αρχοντικό εντυπωσιάζει λόγω, τόσο της επιβλητικής αρχιτεκτονικής του όσο και της πλούσιας εσωτερικής του διακόσμησης. Ξυλόγλυπτες οροφές και επενδύσεις, περίτεχνα διαρθρωμένες και σκαλισμένες μεσάντρες (ντουλάπες), πορσελάνινα τζάκια (κάθε δωμάτιο είχε το τζάκι του)και κυρίως ο πλούσιος ζωγραφικός διάκοσμος του ορόφου προσδίδουν στο κτίριο λαμπρότητα και πολυτέλεια και μαρτυρούν την οικονομική επιφάνεια και την καλλιέργεια των ενοίκων, και γενικότερα των Αμπελακίων του 18ιου αιώνα.
Ο πλούτος του διάκοσμου διαβαθμίζεται ως προς τα επίπεδα: στο κατώι του αρχοντικού είναι στοιχειώδης έως ανύπαρκτος, στον ημιώροφο απλός και στον όροφο πλουσιότατος. Οι χώροι του ημιώροφου και του ορόφου κοσμούνται με ζωγραφικές παραστάσεις. Στις επιφάνειες απεικονίζονται πολιτείες πραγματικές, όπως η Κωνσταντινούπολη, αλλά και φανταστικές, τοπία , άνθη και πτηνά, γιρλάντες και άλλα διακοσμητικά θέματα.
Ο νοτιοδυτικός οντάς του ξάγωνου, ΅ο οντάς του αετού΅, φέρει την πλουσιότερη διακόσμηση από όλους τους χώρους. Η ξύλινη οροφή του είναι ολόκληρη ζωγραφισμένη. Ο διάκοσμος της χωρίζεται σε τέσσερις ζώνες, από τις οποίες η δεύτερη περιλαμβάνει μικρών διαστάσεων λεπτομερείς τοπογραφίες, που εναλλάσσονται με φυτικά και ανθικά κοσμήματα μέσα σε περίτεχνα μπαρόκ πλαίσια.
Στο υπέρθυρο της εισόδου του ΅οντά του αετού΅ εικονίζεται η λεγόμενη μακέτα του σπιτιού με τη κτητορική επιγραφή. Από το κείμενό της πληροφορούμαστε ότι ζωγράφος του αρχοντικού ήταν ο μάστορας με τα αρχικά Λ.Λ. Η τέχνη του διακρίνεται για το επιμελημένο σχέδιο, την ποικιλία των μοτίβων, τη φαντασία στην απόδοση, τα χαρούμενα χρώματα και απηχεί το αίσθημα της δημιουργικής διάθεσης, της ευημερίας και της χαράς για τη ζωή, που χαρακτήριζαν τα Αμπελάκια την περίοδο της ακμής τους.

Το αρχοντικό, μαζί με αυτό του Δημητρίου Σβάρτς αδελφού του Γεωργίου, αγοράστηκε από το ελληνικό κράτος το 1965 και, αφού αναστηλώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, αποτελεί επισκέψιμο μνημείο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Α.Κυρκίνη-Κούτουλα, Ο δημόσιος και ο ιδιωτικπός Βίος των Ελλήνων κατά την περίοδο της οθωμανικής κυιαρχίας, Πάτρα 2001.
Ρ.Φυρνώ-Τζόρνταν,Ιστορία της Αρχιτεκτονικής,Αθήνα 1981.
γ.ξ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέρεται ότι: Το χαγιάτι στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τούρκικο

Το άλογο κοιμάται όρθιο!