Ποιητική στον Ησίοδο


Δ. N. Mαρωνίτης



Στην πραγματικότητα πρόκειται για ενδοποιητική (νεολογισμός για τον οποίο ευθύνομαι), με την έννοια ότι προκύπτει μέσα από το ποιητικό έργο του ασκραίου ποιητή, όχι από εξωτερικές εκτιμήσεις, που βέβαια δεν έλειψαν. Αρχίζοντας από τον Ηρόδοτο και φτάνοντας στους Αλεξανδρινούς, κυρίως στον Καλλίμαχο. Στη συγκεκριμένη πάντως περίπτωση η ησιόδεια ποιητική διασταυρώνεται σε καίρια σημεία με την ομηρική, ιδίως την οδυσσειακή, την οποία προϋποθέτει και συνάμα την εξελίσσει. Το προφανέστερο σήμα αυτής της εξέλιξης αναγνωρίζεται στο πέρασμα από την αντωνυμία στην επωνυμία: από την αντωνυμική δηλαδή υποδήλωση του ποιητή στην επώνυμη δήλωση. Στο προοίμιο της Ιλιάδας λείπουν αντωνυμικά ίχνη (αναγνωρίσιμα στο προοίμιο της Οδύσσειας ), τα οποία εμφανίζονται όμως στην επίκληση των Μουσών της δεύτερης ραψωδίας (Β 484-490). Οπου στο υμείς του στίχου 485 (που υπογραμμίζει την πανταχού παρουσία και την παντογνωσία των Μουσών) αντιστοιχεί το επόμενο ημείς, υπονοώντας το συλλογικό σώμα των αοιδών, το οποίο αναπληρώνει τη δική του άγνοια με όσα φέρνει και χαρίζει στους αοιδούς η μουσική φήμη. Λίγο πιο κάτω εξάλλου (στ. 488) το πληθυντικό ημείς τρέπεται σε ατομικό εγώ, ομολογώντας, σε προσωπικό τώρα επίπεδο, τα κενά μνήμης και γνώσης, που καθιστούν τη συνδρομή των Μουσών αναντικατάστατη.

Πέραν της αντωνυμικής αυτής υποδήλωσης ο ποιητής της Ιλιάδας αντί Εύμαιος στην Οδύσσεια.

Στον Ησίοδο ξαφνικά η αντωνυμία μεταλλάσσει σε επωνυμία, ανοίγοντας συνάμα φάκελο σύντομης αυτοβιογραφίας• βρισκόμαστε προφανώς στα πρόθυρα της λυρικής ποίησης. Μετά τον πρώτο ύμνο των Μουσών στη Θεογονία (στ. 1-21), ο ποιητής αποκαλύπτει το όνομά του σε τρίτο πρόσωπο, στο πλαίσιο μιας μουσικής θεοφάνειας. Διηγείται, σε τρίτο πρόσωπο, πως κάποτε, βόσκοντας (και της Οδύσσειας ) διαφαίνεται, όταν χαρακτηρίζει νήπιον κάποιον ήρωα του έπους του για την αστόχαστη συμπεριφορά του αλλά και όταν προσφεύγει στη συμπαθητική κλητική προσφώνηση αντί της ονομαστικής: Πατρόκλεες αντί Πάτροκλος στην Ιλιάδα•Εύμαιεσυβώτα πρόβατα στον Ελικώνα, του φανερώθηκαν οι Μούσες αυτοπροσώπως και τον μύησαν στην αοιδή• αυτές του ενέπνευσαν το θείο τραγούδι, επικυρώνοντας τη δωρεά τους με την υπόδειξη ραψωδικού «σκήπτρου»• ένα κλαδί θαλερής δάφνης. Στο ροή εξάλλου της επώνυμης αυτής θεοφάνειας αναφύονται σπόροι και σπέρματα της λανθάνουσας οδυσσειακής Ποιητικής.

Κατ΄ αρχήν η απερίφραστη δήλωση των Μουσών ότι ξέρουν και λένε άλλοτε την αλήθεια, κάποτε όμως και ψέματα πολλά, που μοιάζουνε αληθινά• προκλητικό μανιφέστο που προβιβάζει τη μυθοπλαστική αληθοφάνεια του πολύτροπου Οδυσσέα στις Μούσες. Συνάμα ομολογείται ξεκάθαρα και η διαμεσολάβηση της θείας έμπνευσης. Αυτή που διακριτικά επικαλέστηκε ο Φήμιος στην εικοστή δεύτερη οδυσσειακή ραψωδία, για να σώσει το κεφάλι του, αποδίδεται τώρα στις Μούσες με συνώνυμο μάλιστα ρήμα: ενέπνευσαν στο ησιόδειο κείμενο, ενεφύσησεν στο οδυσσειακό.

Επιπλέον: δηλώνεται εδώ η άμεση μεταμόρφωση ενός αγροίκου βοσκού σε εντεταλμένο αοιδό (οι ησιόδειες Μούσες μιλούν προκλητικά για «μίζερους και λιμασμένους βοσκούς»), όπου το θαλερό κλαδί της δάφνης συμβολίζει την τέχνη του επαγγελματία ραψωδού. Καθιερωμένος αοιδός πια ο Ησίοδος υπόσχεται να υμνήσει, μαζί με τους άλλους μάκαρες θεούς, τις ίδιες τις Μούσες. Κι αυτό ακριβώς κάνει στον δεύτερο και εκτενέστερο ύμνο των Μουσών, προτού μάλιστα ανοίξει το μεγάλο κεφάλαιο της κοσμογονίας και της θεογονίας του.

Οπου η γέννηση των Μουσών εντοπίζεται στην Πιερία, με τον Κρονίδη Δία να σμίγει εννέα νύχτες με τη Μνημοσύνη, φέρνοντας στο φως τις εννέα επώνυμες Μούσες. Προορισμένες εξαρχής να προσφέρουν λησμοσύνην τε κακών άμπαυμά τε μερμηράων. Που πάει να πει: λήθη και άρση κάθε βαριάς και ασύμφορης μέριμνας. Μνημοσύνη λοιπόν και λησμοσύνη ζευγαρώνουν εκ γενετής στις ησιόδειες Μούσες, θυμίζοντας το ληθαργικό φάρμακο και τις αναμνηστικές διηγήσεις της Ελένης στην Οδύσσεια, που εδώ μεταφράζονται σε μουσική ποίηση. Πού είσαι, Καβάφη.

Ο λόγος για το τραγούδι των Μουσών, όπως προβάλλεται στο προοίμιο της Θεογονίας. Που είναι μαζί λουτρό στις πηγές του Ελικώνα κι ανάλαφρος χορός στις απάτητες κορυφές του. Οπου οι Μούσες, καλυμμένες με πυκνή ομίχλη, προχωρούν μέσα στη νύχτα, ρυθμίζοντας έτσι την περίκαλλη φωνή τους, ώστε να διαχέεται στο σύμπαν.

Αυτή είναι ίσως η Ποίηση που ονειρεύτηκε ο Κακναβάτος, πριν και μετά το ποίημα.Ή, όπως έγραψε ο Σεφέρης στη «Μνήμη, Β Δ »: Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου/ καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του / σαν το δελφίνι. Αυτά προς το παρόν. Το μέλλον άδηλο.


ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέρεται ότι: Το χαγιάτι στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τούρκικο

Το άλογο κοιμάται όρθιο!